Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Έχω την εντύπωση πως τα μόνα μαγαζιά που δεν κυνηγάνε σήμερα τον πελάτη με το τουφέκι, για να μην πω πως δεν έχουν που να τον βάλουν, είναι εκείνα που έχουν στο πρώτο συνθετικό τους την λέξη <καφέ>. Καφενείο, καφετέρια ή και σκέτο καφέ. Μάλιστα με μια πιο προσεκτική ματιά τριγυρνώντας την πόλη μας που δεν είναι δα και τεράστια, ανακαλύπτεις και καινούργια μαγαζιά του κλάδου.

Και η εύλογη απορία που γεννιέται είναι… Καλά δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Και αν ανήκουν στο ενάμισι εκατομμύριο των ανέργων ποιος τέλος πάντων χρηματοδοτεί το καθισιό τους; Και βέβαια δεν αναφέρομαι στους ώριμους τους συνταξιούχους, που περνάνε εκεί τον ελεύθερο χρόνο τους που με τα χρόνια έγινε μπόλικος. Αναφέρομαι στους νέους ανθρώπους εκείνους που βρίσκονται στην παραγωγική περίοδο της ζωής τους.

Μα, είναι άνεργοι, θα μου πείτε. Και οι καιροί είναι δύσκολοι, θα συνεχίσετε. Και δουλειές δεν υπάρχουν. Και είναι αυτή δικαιολογία να ρεύουν όλη τη μέρα σε μια καρέκλα καφετέριας με το φραπέ στο τραπέζι και το πακέτο παραδίπλα; Θα σαπίσουν και δεν θα το πάρουν χαμπάρι.

Αυτά παρατηρούσα και αυτά σκεπτόμουνα πριν από λίγες μέρες μέχρι που συνάντησα έναν φίλο από τα παλιά, πολύτεκνο και εκείνο και με σοβαρά προβλήματα. Προβλήματα όμως που με τον καιρό και την ικανότητα των μελών της οικογένειας του μπαίνουν σε μια σειρά.

Με λίγα λόγια μου μίλησε για το δράμα του γιού του του πρωτότοκου. Άριστος μαθητής, το ίδιο και φοιτητής, σαν απολύθηκε από το στρατό βρήκε μια καλή δουλειά σε μια πολυεθνική. Εξοντωτικό το ωράριο και η εργασία απαιτητική μα τα κατάφερε και γρήγορα ήρθε η ανέλιξη. Και ακολούθησε ο γάμος με τον έρωτα των φοιτητικών του χρόνων. Και ύστερα ήρθαν τρία αγγελούδια να συμπληρώσουν την ευτυχία τους. Αγόρασαν και ένα διαμέρισμα, με δάνειο φυσικά, και η ζωή κυλούσε όμορφα μέσα στη γλυκιά ρουτίνα της καθημερινότητας τους.

Όλα καλά μέχρι που ενέσκηψε η ύφεση και τα σάρωσε όλα στο διάβα της. Η εταιρία ύστερα από μια καθοδική πορεία έβαλε λουκέτο και το ζευγάρι έμεινε στο δρόμο, χωρίς δουλειά, χωρίς ελπίδα για το μέλλον του και με τρία μικρά παιδιά στην ανασφάλεια. Δεν κάθισαν όμως με σταυρωμένα τα χέρια. Μετά την ψυχρολουσία, Τα έβαλαν κάτω, τα μέτρησαν και αποφάσισαν να πάρουν τα αγγελούδια τους και να γυρίσουν στη Σπάρτη. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Στα περίχωρα της πόλης, στο πατρικό σπίτι βρήκαν γωνιά και φώλιασαν.

Την επόμενη μέρα το πρωί, ο νεαρός πατέρας, ξεκίνησε την καινούργια ζωή της οικογένειας του. Μια ζωή που δεν την είχε επιλέξει. Μια ζωή που η ανάγκη την έφερε στο προσκήνιο. Έβγαλε από την αποθήκη το παλιό τρακτέρ που ο γέρο-πατέρας του είχε καιρό να χρησιμοποιήσει. Το εγκαταλελειμμένο χτήμα παραδίπλα από το σπιτικό τους, ζωντάνεψε και φυτεύτηκε κάθε λογής ζαρζαβατικό και φρούτο για νάχει να τρώει η φαμελιά. Το μισογκρεμισμένο κοτέτσι επισκευάστηκε και γέμισε κότες και κοκόρια. Και άρχισε να θρέφει και κουνέλια και κατσίκες. Ακόμη και γουρούνια αγόρασε. Στην καινούργια του ζωή είχε βοηθό άξιο τη συμβία του. Μια γυναίκα γέννημα θρέμμα του κέντρου της Αθήνας, από εκείνα τα παιδιά που δεν είχαν δει κότα ζωντανή στα σχολικά τους χρόνια. Κι όμως η ανάγκη και η αγάπη για τα παιδιά της της έδωσαν δύναμη και αντοχές.

Τον χειμώνα που πέρασε το υπέροχο ζευγάρι μάζεψε ελιές και τις δικές τους αλλά και μεροκάματο. Και μπορεί το μεροκάματο να ήταν μικρό, και η δουλειά σκληρή, όμως στο σπίτι έμπαιναν χρήματα και τα παιδιά δεν στερήθηκαν τίποτα. Και έτσι πορεύονται ελπίζοντας πάντα σε ένα καλύτερο αύριο, απολαμβάνοντας την παρέα των φίλων τους τα απόβραδα κάτω από την κληματαριά της αυλής.

Αποχαιρέτησα τον φίλο από τα παλιά προβληματισμένη αλλά και ικανοποιημένη για την εξέλιξη της ιστορίας του γιού του. Μπορεί οι καιροί να είναι δύσκολοι αλλά όποιος έχει όρεξη για δουλειά δεν πάει χαμένος ακόμη και σήμερα.

Πέρασα απέναντι στο δρόμο για να πάω στην Τράπεζα, το αναγκαίο κακό της καθημερινότητας μας. Στην πλέον δημοφιλή καφετέρια της πόλης, καρφίτσα δεν έπεφτε. Στο γωνιακό τραπέζι η γνωστή φιγούρα ενός γνωστού νεαρού, γιού μιας φίλης. Έχασε και αυτός τη δουλειά του με την κρίση. Στην Αθήνα εργαζότανε. Την ίδια εποχή εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο και ο πατέρας του. Έψαξε, αλλά όχι με ζέση, για δουλειά αλλά μόνο πάνω στον κλάδο του που είναι ίσως ο πιο ταλαιπωρημένος στα χρόνια της ύφεσης, τον κλάδο της εστίασης. Και σαν δεν βρήκε κάτι να τον ικανοποιεί, λες και έχουμε την δυνατότητα τέτοιας πολυτέλειας την σήμερον ημέρα, γύρισε στον τόπο του. Δεν έψαξε για δουλειά μια και περιμένει να τον αναζητήσει εκείνη. Δόξα τω θεώ υπάρχει η σύνταξη χηρείας της μάνας και δώθε πάνε οι άλλοι. Και ακουμπάει την όποια ενεργητικότητα του στην καρέκλα του σκηνοθέτη κάτω από την τέντα που τον προστατεύει από τον καλοκαιριάτικο ήλιο.

Τον χαιρέτισα, έστειλα χαιρετισμούς και στη μάνα του και συνέχισα το δρόμο μου για την Τράπεζα. Στην ουρά για το Ταμείο έφερα στο μυαλό μου τις δυο αυτές περιπτώσεις, τις φαινομενικά ίδιες μια και έχουμε δυο απολυμένους, αλλά και εντελώς παράταιρες.

Και ξαφνικά η μνήμη μου που δεν αφήνει τίποτα να πέσει χάμω, γυρνάει κάμποσα χρόνια πριν και ταξιδεύει στο νησί της Σαπφώς, τη Λέσβο. Και σταματάει σε ένα τοίχο απέναντι από τον Ναό του Άγιου Θεράποντα, εκείνο το Ναό με τον Ασημένιο τρούλο που ξεχωρίζει σαν φτάνει το καράβι στο λιμάνι της Μυτιλήνης της Πρωτεύουσας του νησιού. Και ανάμεσα στα άλλα εξαιρετικά που είναι γραμμένα (στη Λέσβο μπορείς να ανακαλύψεις στους τοίχους γραμμένα όσα μπορεί να φανταστεί ο νους σου), το βλέμμα μου στέκεται σε τούτο.

<Ή ΠΙΕΣ ΚΑΦΕ ΚΑΙ ΣΚΑΣΕ Η ΠΑΡΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕ>

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr