Που χάθηκαν οι κηπουροί;
Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη
Ο Σεπτέμβρης μήνας μόλις μπήκε και οι μέρες με μιας έγιναν δροσερές, αν και η υγρασία ποτέ δεν εγκαταλείπει την πόλη μας. Απόγευμα Δευτέρας και τα μαγαζιά είναι κλειστά. Τι καλύτερο από μια βόλτα στο πάρκο, σκέφτηκα.
Σε ποιο πάρκο να πάω, αλήθεια. Η πόλη μας δεν φημίζεται για τους πολλούς χώρους πράσινου. Μακάρι το πάρκο Γουδέ (ή άλσος, ή όπως αποφασίσουν να το πουν) να αναπληρώσει ένα μέρος του κενού που υπάρχει σε τούτο τον τομέα. Υπάρχει επιτακτική ανάγκη.
Προς το παρόν αποφάσισα να κάνω τη βόλτα μου στο πάρκο του Ο.Τ.Ε., όπως συνηθίζουμε να λέμε τον χώρο ανάμεσα στο κτήριο του Ο.Τ.Ε. και τον ναό του όσιου Νίκωνα. Στις καφετέριες στον πεζόδρομο γινότανε το σώσε. Καρφίτσα να έριχνες, χάμω δεν έφτανε. Και τα παγκάκια γύρω από το σιντριβάνι δεν ήταν άδεια.
Παππούδες και γιαγιάδες αλλά και μανούλες παρακολουθούσαν τα πιτσιρίκια τους που απολάμβαναν ξένοιαστα το παιγνίδι τους.
Όλα ωραία και καλά μέχρι που πλησίασα στο σιντριβάνι που κοσμεί το πάρκο και καταλαμβάνει το κέντρο του χώρου. Τι ήταν αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μου, θεέ μου; Άδειο από νερό, γεμάτο σκουπίδια και μια γκριζοπράσινη <<πατίνα>> που παρέπεμπε σε μούχλα να κυριαρχεί στην <<κοίτη>> του. Θλιβερό το θέαμα. Με στεναχώρησε τόσο που δεν το περίμενα. Και ύστερα, για μια ακόμη φορά ήρθε ο θυμός να γεμίσει την ψυχή μου. Θεέ μου, γιατί κατάντησε έτσι η πόλη μου; Η πόλη μου ήταν όμορφη και καθαρή και περιποιημένη. Πως έγινε έτσι; Ποιος φταίει; Μήπως φταίω και εγώ;
Λίγο ήθελα να βάλω τα κλάματα (είμαι και ευαίσθητη, τρομάρα μου). Και ήταν τόσος κόσμος τριγύρω μου. Έκανα να φύγω. Δεν το άντεχα το θέαμα.
-Χάλια κυρία μου το πάρκο, μαύρα χάλια. Έτσι δεν είναι; Σας είδα που στενοχωρηθήκατε.
Η φωνή ερχότανε από το παγκάκι κοντά στα σκαλοπάτια που οδηγούν στη Λυκούργου. Ένας ηλικιωμένος κύριος, περιποιημένος, με το κοστούμι του, το καπέλο και το μπαστούνι του, ήταν αυτός που μου μιλούσε. Τον κοίταξα ολόισα στα μάτια και ευθύς του είπα θυμωμένη, όχι φυσικά από αυτόν αλλά από το θέαμα.
-Δίκιο έχετε. Δεν βλέπετε το μαύρο χάλι; Πρέπει να είναι κανείς εντελώς αναίσθητος για να μην αντιδράσει στην απαίσια θέα.
-Και δεν είναι μονάχα τούτο το πάρκο και τούτο το σιντριβάνι που έχουν χάλια. Για ρίξτε μια ματιά στον κήπο του Μουσείου, είπε και έδειχνε απέναντι. Η ντροπή μας είναι. Είναι τούτο Μουσείο να το παρουσιάσουμε στους επισκέπτες; Τα παγκάκια σπασμένα και που είναι τα λουλούδια; Τα παλιά τα χρόνια, κυρία μου, κάθε εποχή φύτευαν λουλούδια που άνθιζαν και μοσχοβολούσαν. Μην νομίζετε πως είχαν ένα σωρό κηπουρούς. Ένας υπήρχε όλος και όλος και που και που κανένας που τον βοηθούσε. Αλλά ο άνθρωπος δούλευε είχε μεράκι ο κήπος έλαμπε και μοσχοβολούσε. Και τα πουλιά πάνω στα δέντρα κελαηδούσαν. Τώρα με ένα σωρό υπάλληλους του δήμου και να έχουμε τόσα χάλια; Δεν φτάνει που το Μουσείο υπολειτουργεί…
Θα έλεγε και άλλα αν τον άφηνα να συνεχίσει, αλλά εγώ ήθελα να φύγω. Δεν ήθελα να παραμείνω ούτε μια στιγμή σε έναν τόπο που με πονούσε. Τον χαιρέτησα ευγενικά και κατέβηκα τα σκαλιά. Και ενώ δεν είχα σκοπό από την αρχή να περάσω μέσα από τον κήπο του Μουσείου, το κουτούρησα επηρεασμένη από τον άγνωστο κύριο στο παγκάκι.
Διέσχισα τη Λυκούργου και έφτασα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Σαν δρασκέλησα τη μεγάλη σιδερένια πόρτα του ιστορικού κήπου και κατέβηκα τα λίγα σκαλοπάτια που υπάρχουν εκεί, η θλίψη και ο θυμός μεγάλωσαν. Σπασμένα κάποια παγκάκια, τα δένδρα και οι θάμνοι υποτυπωδώς περιποιημένα και το σιντριβάνι, εκείνο το υπέροχο μαρμάρινο κομψοτέχνημα, το σημείο αναφοράς των νεανικών μας χρόνων, βρόμικο και με τα σκουπίδια να επιπλέουν. Τα δρομάκια ανάμεσα στους θάμνους επικίνδυνα και για τους ηλικιωμένους και για τα μικρά παιδιά. Όσο για τα λουλούδια που κάποτε γέμιζαν το χώρο γύρω από κάθε πανύψηλο δέντρο του κήπου, ανύπαρκτα. Μέχρι και τα πουλιά, που κάποτε προσέφεραν στους περαστικούς συναυλίες αγγελικές, ακόμα και εκείνα δεν άντεξαν και μετανάστευσαν. Πήγαν να ζήσουν εκεί που η αγάπη για τη φύση περισσεύει Βουβός ο κήπος αφημένος στη μοίρα του. Μονάχα οι μηχανές των οχημάτων από τον δρόμο και οι αγριοφωνάρες κάποιων από τους περαστικούς έντυναν μουσικά το άθλιο τοπίο.
Στάθηκα στο κέντρο του κήπου, δίπλα στο μαρμάρινο σιντριβάνι. Πέρασε από δίπλα μου το κοριτσάκι με το κυριακάτικο φουστάνι και τον μεγάλο ροζ φιόγκο στα μαλλιά. Και απέναντι στο ξέφωτο, νάτον, να στέκεται ο φωτογράφος με την μηχανή του που έμοιαζε με μεγάλο ξύλινο κουτί. Και σαν φάνηκε ο καπνός από το πάνω μέρος του κουτιού και ακούστηκε το <<κλικ>>, το χέρι του πατέρα πήρε το κοριτσάκι και το σεργιάνησε ανάμεσα στα δρομάκια με όλων των χρωμάτων τα λουλούδια με τις ευωδιές τις χίλιες. Και πάνω από τα κεφάλια τους να αιωρείται η μεσημεριανή αέρινη συναυλία των πουλιών.
Και σαν το κοριτσάκι απομακρύνθηκε ακλουθώντας τον πατέρα, η εικόνα του ξεθώριασε και η πραγματικότητα πήρε τη θέση του ονείρου. Και τότε, απρόσμενα, μια απορία ήρθε να τσαλακώσει τη γλυκιά επίγευση.
Αλήθεια, που χάθηκαν οι κηπουροί;