Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

28 Οκτωβρίου 1973

Τα κορίτσια του Γυμνασίου Θηλέων ανηφορίζουν την Λ. Λυκούργου για να βρεθούν μπροστά στη Μητρόπολη. Στις 12 ακριβώς αρχίζει η παρέλαση για να τιμήσουν την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Για τον ηρωισμό των προγόνων τους, τις νικηφόρες μάχες και τις χιλιάδες των νεκρών τους είχαν διδάξει και εξάρει οι δάσκαλοι τους μέρες τώρα. Και περίμεναν με τη λαχτάρα της νιότης να συμμετάσχουν στη λαμπρή τελετή μνήμης, στην παρέλαση.

Για την περίσταση έχουν φορέσει την επίσημη στολή του σχολείου τους. Η φούστα είναι μπλε, εβαζέ. Μόλις έχει αντικαταστήσει την πλισέ του ιδίου χρώματος που κυριαρχούσε δεκαετίες ολόκληρες. Το μάκρος της φτάνει λίγο κάτω από το γόνατο. Αν και δεν είναι πολλά τα χρόνια που η Μαίρη Κουάντ έκανε την επανάσταση στον κόσμο της μόδας και λάνσαρε στην παγκόσμια κοινότητα τη μίνι φούστα, στο σχολείο έχει καθιερωθεί ότι πιο κλασικό στο μάκρος της φούστας. Και δεν υπάρχει πιο κλασικό από το στυλ που λάνσαρε η Κοκό Σανέλ. Διαχρονικό και αξεπέραστο. Φαίνετε πως οι καθηγήτριες πριν 40 χρόνια, αν και δεν τους φαινότανε, γνώριζαν από μόδα περισσότερο από ότι νόμιζαν κάποιοι.

Πάνω από τη φούστα φορούσαν άσπρο πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι το λαιμό. Το ίδιο και τα μανίκια κουμπωμένα. Και πάνω από το πουκάμισο η μπλούζα- χαρακτηριστικό σήμα του σχολειού τους. Τι και αν έβραζε ο τόπος από τη ζέστη! Η μπλούζα ήταν απαραίτητη.

Τα μαλλιά των κοριτσιών καλοχτενισμένα και τις περισσότερες φορές δεμένα σε αλογοουρά, τα συγκρατούσε η λευκή κορδέλα. Λευκά και τα παπούτσια, οι Ελβιέλες, τα πάνινα εκείνης της μακρινής εποχής. Από την προηγούμενη μέρα είχαν φροντίσει να είναι άψογα, καθαρά, κάτασπρα.

Οι καθηγητές με το καλό τους το κοστούμι, το ίδιο ακριβώς κάθε χρόνο και οι καθηγήτριες με το καλό τους το ταγέρ, τις γόβες και την ασορτί τσάντα, συνοδεύουν τα παιδιά και καμαρώνουν τα αποτελέσματα των κόπων τους.

Και ξεκινάει η παρέλαση. Πρώτα η Φιλαρμονική με τα κατακόκκινα ρούχα και τα φανταχτερά καπέλα και εκείνα τα τεράστια πνευστά και τα τύμπανα και τα <καπάκια> (τα πιατίνια). Στέκονται απέναντι από την εξέδρα των επισήμων για να συνοδεύσουν με τα εμβατήρια τους την παρέλαση.

Πρώτα κατηφορίζουν την Λυκούργου με ρυθμό, με σωστό βήμα, με καμάρι και Εθνική Υπερηφάνεια που τους έχουν εμφυσήσει οι δάσκαλοι τους, τα παιδιά των Δημοτικών Σχολείων της πόλης και ακολουθούν τα Γυμνάσια (εξατάξια τότε).
Από τα μεγάφωνα ακούγεται η γεμάτη συγκίνηση φωνή του εκφωνητή (μουσειακό είδος πλέον) που προτρέπει τον κόσμο να χειροκροτήσει το μέλλον του τόπου, τους αυριανούς πολίτες, τις αυριανές μάνες.

Όλοι, παρελαύνοντες και θεατές διακατέχονται από το πιο αγνό και ανιδιοτελές συναίσθημα. Τιμούν αυτούς που έγιναν η αιτία να είναι εκείνοι λεύτεροι.

28 Οκτωβρίου 2013

Τα παιδιά φτάνουν στον τόπο συγκέντρωσης για την παρέλαση, που διαχρονικά είναι το πάρκο της Μητρόπολης, με ότι τρόπο διαθέτει το καθένα. Τους φέρνει ο μπαμπάς ή η μαμά ή τέλος πάντων κάποιο δικό τους πρόσωπο με ότι κινείται πάνω σε ρόδες. Υπάρχουν και κάποια που ακόμη χρησιμοποιούν τα πόδια τους και φτάνουν περπατώντας. Μειοψηφία όμως.

Το αν γνωρίζουν τα παιδιά για ποιο λόγο εκείνη την ημερομηνία γίνονται εκδηλώσεις, εκφωνούνται πανηγυρικοί, κατατίθενται στεφάνια και στο τέλος παρελαύνουν, κανείς δεν βάζει το χέρι στη φωτιά. Επικρατεί πλήρης σύγχυση. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Ούτε το σπίτι μα ούτε και το σχολείο φρόντισαν να τους διδάξουν με σωστό τρόπο το μεγαλείο της φυλής τους και να τους μεταδώσουν την υπερηφάνεια που κουβαλάει η ιστορία του τόπου που είχαν την τύχη να γεννηθούν. Έχουν όλοι τα τελευταία χρόνια επιδοθεί σε αγώνες απόκτησης και χρήσεις υλικών αγαθών και δεν τους μένει χρόνος να διακονήσουν την ψυχή, τις ρίζες, την ιστορία τους.

Τα κορίτσια, ακόμη και τώρα που η παρέλαση είναι βουβή, χωρίς εκφωνητή, μονάχα με την μπάντα να παίζει, είναι ντυμένα και πάλι στα μπλε και στα άσπρα, τα εθνικά μας χρώματα. Αλλά τι είναι και τούτο; Φούστα το λένε αυτό το υποτυπώδες κομματάκι ύφασμα που καλύπτει με το ζόρι τα απαραίτητα και τις περισσότερες φορές αφήνουν την μέση σε κοινή θέα; Και όταν η κοπελιά έχει να σηκώσει και τη σημαία, από παρέλαση μετατρέπεται στη χαρά του μπανιστιρτζή. Και τα παπούτσια; Πάει η Ελβιέλα. Και δεν αντικαταστάθηκε από κάτι νεώτερο αντίστοιχο αλλά με την ψηλοτάκουνη γόβα. Και να ‘χουμε την απαίτηση να είναι το βήμα τους σωστό, περήφανο και συγχρονισμένο. Και το βάψιμο; Μάλλον τα κορίτσια έχουν μπερδέψει την παρέλαση με την πασαρέλα. Δεν εξηγείται αλλιώς. Και η απορία είναι εύλογη. Καλά η μάνα τους που είναι; Δεν βλέπει πως φεύγουν από το σπίτι; Συμφωνεί; Ε, ναι, μάλλον, ίσως!

Και εκεί που ο καθένας σχολιάζει παντοιοτρόπως το θέαμα, σκάει μύτη η καθηγήτρια συνοδός. Πάει το ταγέρ με το παραδοσιακό πουκάμισο, δεν υπάρχει πια. Τώρα έχουμε κολάν, στράπλες μπλούζα και δωδεκάποντη γόβα. Ή Κόκκινο προκλητικό φουστάνι με διχτυωτό καλσόν και την απαραίτητη δωδεκάποντη. Μια και η ώρα είναι πρωινή, η κυρίες μάλλον μόλις έχουν εγκαταλείψει το σκυλάδικο και δεν προλαβαίνουν να αλλάξουν. Δεν εξηγείται διαφορετικά. Μόνο που, με την επιεικώς απαράδεκτη ενδυμασία για εκπαιδευτικό, μας λύνεται και η απορία. Τα παιδιά, από αρχαιοτάτων χρόνων θαυμάζουν και μιμούνται τους δάσκαλους τους. Και μαθαίνουν με θρησκευτική ευλάβεια όσα τους διδάσκουν. Κατά τους δάσκαλους (όλων των βαθμίδων) λοιπόν και τα παιδιά.

Γιατί θεέ μου. Αφού πάντα υπάρχει μέση οδός (θεωρητικά τουλάχιστον), γιατί εμείς βρεθήκαμε στην άλλη άκρη;

Γιατί να επιβεβαιώνεται και στην … παρέλαση… Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΑΚΡΩΝ;

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr