Γράφει ο Παναγιώτης Σταματόπουλος, Φιλόλογος - Μεταπτυχιακός φοιτητής Ε.Κ.Π.Α. (pan_stam@hotmail.com)

Κατά τη διάρκεια αυτού του -ομολογουμένως μεγάλου- χρονικού διαστήματος κατά το οποίο τα δύο ιστορικότερα πανεπιστήμια της χώρας παραμένουν κλειστά, έχουν εκφραστεί πολλές και ποικίλες απόψεις για το θέμα της απεργίας των διοικητικών υπαλλήλων. Η διαθεσιμότητα που πλήττει τους διοικητικούς υπαλλήλους των οκτώ μεγαλύτερων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της χώρας, πρωτίστως αυτούς του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, αλλά και έξι ακόμη πανεπιστημίων (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Πανεπιστήμιο Πατρών, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) συμβαδίζει με την κυβερνητική πολιτική της λιτότητας, πολιτική που βαραίνει τα τελευταία «μνημονιακά» χρόνια όλους του εργαζομένους, τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα με πληθώρα θυμάτων, και η οποία ακολουθεί αναφανδόν και ιταμώς τις σαφείς επιταγές της τρόικας.

Η συνταγή της κυβέρνησης για την επιβολή αυτής της πολιτικής είναι πλέον γνωστή σε όλους και δεν είναι άλλη από την τακτική της σποράς της διχόνοιας μεταξύ των διάφορων κοινωνικών-εργασιακών ομάδων. Βάλλοντας κάθε φορά προς μία διαφορετική ομάδα η κυβέρνηση στρέφει παράλληλα την υπόλοιπη κοινωνία εναντίον του εκάστοτε στόχου, προκειμένου -μέσα από τη λογική του ωχαδερφισμού που διέπει ούτως ή άλλως τον Νεοέλληνα, αλλά και μέσα από αυτή της απανθρωποποίησης (ας μου επιτραπούν οι νεολογισμοί!) μέσα σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής και πολιτισμικής κρίσης- να επιτυγχάνει την εξαθλίωση των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, εν τέλει την εξαθλίωση του συνόλου του κοινωνικού ιστού, εξυπηρετώντας προφανώς συμφέροντα μη εθνικά. Όλα αυτά όμως στην περίπτωση των πανεπιστημίων χρήζουν πολλών αστερίσκων και αυτούς τους αστερίσκους θα προσπαθήσω να παραθέσω παρακάτω.

Ακολουθώντας λοιπόν την πολύ επιτυχημένη συνταγή της -μιας και ο μισός παραγωγικά ενεργός πληθυσμός της χώρας είναι πλέον άνεργος- η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να βάλει ανηλεώς και εναντίον του δημόσιου ελληνικού πανεπιστημίου. Η συνταγή εφαρμόστηκε μεν κατά την πάγια κυβερνητική τακτική, αλλά και εν πολλοίς εμπλουτισμένη, εφόσον ο στόχος ήταν αυτήν τη φορά εξαιρετικά ευαίσθητος. Από τη μία πλευρά δηλαδή, παράλληλα με τις διαθεσιμότητες επιχειρείται μία έντονη προσπάθεια αποπροσανατολισμού και σύγχυσης της κοινής γνώμης. Μιας κοινής γνώμης που εν μέσω της κρίσης αφήνεται να υποτιμά και να απεμπολεί εύκολα την πίστη της στην παιδεία και τα ιδανικά της. Από την άλλη πλευρά, επιστρατεύεται -η επιστράτευση αποτελεί άλλωστε άλλη μία εύκολη λύση για την κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια- η χυδαία εκμετάλλευση και καπήλευση της προσπάθειας των ελληνικών οικογενειών να παράσχουν στα παιδιά τους τη δυνατότητα να σπουδάσουν, να μορφωθούν. Συνάμα, εγκάθετοι δημοσιογράφοι και άλλοι τόσοι κόλακες δημοσιογραφίσκοι παπαγαλίζουν και εντελώς προκλητικά και χυδαία προβοκάρουν και προπαγανδίζουν εναντίον του δημόσιου ελληνικού πανεπιστημίου προβάλλοντας τις αδυναμίες του. Ανέκαθεν άλλωστε οι τελευταίοι εκόπτοντο για την εύρυθμη λειτουργία του πανεπιστημίου. Ως άλλοι Κολόμβοι, ως να μην γνωρίζουμε όλοι τα κακώς κείμενα και τις παθογένειες της ελληνικής εκπαίδευσης υποτιμούν τα δημόσια ελληνικά πανεπιστήμια, τα οποία παρά τις αντίξοες συνθήκες και τις αδυναμίες τους -ας μην ξεχνούμε άλλωστε πως και τα πανεπιστήμια είναι μέρος της ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας που βρίθει αδυναμιών- παράγουν έρευνα και παιδεία και τροφοδοτούν την κοινωνία με εξαιρετικά κατηρτισμένους επιστήμονες, σύμφωνα με τις διεθνείς κατατάξεις. Στοχοποιούν τα δημόσια ελληνικά πανεπιστημιακά ιδρύματα που κατατάσσονται σύμφωνα με τις διεθνείς αξιολογήσεις στο 1% των καλύτερων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων του κόσμου απέναντι από πανεπιστήμια του εξωτερικού είτε ιδιωτικά είτε κραταιών οικονομικά χωρών. Υβρίζουν τα δημόσια ελληνικά πανεπιστήμια που παρά την υποχρηματοδότησή τους, παρά την απαξίωση του κράτους απέναντι στην επιστημονική έρευνα και την παιδεία, παρά τις ελλιπείς υποδομές, παρά τις ελλιπέστατες παροχές τόσο προς τους φοιτητές όσο και προς τους ερευνητές προάγουν την παιδεία και την έρευνα σε πείσμα των καιρών λιτότητας και χάρις στην αγάπη φοιτητών και πανεπιστημιακών δασκάλων για το πανεπιστήμιο.

Και η σύγχυση της κοινής γνώμης επιτείνεται ακόμη περισσότερο. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης παρουσιάζουν τον αγώνα των διοικητικών και των πανεπιστημιακών δασκάλων απλώς και μόνον ως αγώνα για τα στενά εργασιακά δικαιώματα μίας μικρής ομάδας ανθρώπων. Διοχετεύουν μάλιστα προς την κοινή γνώμη σωρεία ρητορικών ερωτημάτων. Γιατί να ενδιαφέρει κάποιον η τύχη χιλίων τριακοσίων ανθρώπων, τη στιγμή που δύο και πλέον εκατομμύρια άνθρωποι είναι άνεργοι; Γιατί να απασχολεί κάποιον η οικογενειοκρατία και η ρουσφετολογία, τη στιγμή που οι φοιτητές έχασαν την εξεταστική τους περίοδο και κινδυνεύουν να χάσουν το ακαδημαϊκό εξάμηνο, τη στιγμή που οι απόφοιτοι και οι τελειόφοιτοι χάνουν τις προθεσμίες για μεταπτυχιακά προγράμματα ή την ευκαιρία για δουλειά, τη στιγμή που οι πρωτοετείς φοιτητές δεν έχουν καν εγγραφεί στα τμήματά τους και τη στιγμή που οι γονείς πληρώνουν το οικονομικό κόστος όλης αυτής της κατάστασης; Η πίεση είναι όντως εξαιρετικά ασφυκτική.

Μολονότι, ωστόσο, σε όλα αυτά υπάρχουν κόκκοι αλήθειας, αυτό που επιβάλλεται να αντιληφθούν όλοι είναι το εξής: αυτήν τη στιγμή στα δημόσια ελληνικά πανεπιστήμια δεν μαίνεται ο εργασιακός αγώνας ορισμένων ανθρώπων. Αυτήν τη στιγμή μαίνεται πόλεμος εναντίον του ανοικτού και ίσου προς όλους δημόσιου ελληνικού πανεπιστημίου. Αυτό που επιδιώκει η κυβέρνηση είναι να μετατρέψει τον ιερό και προς όλους πρόσφορο χώρο της παιδείας και της ελεύθερης διακίνησης ιδεών και μάθησης σε ένα ακόμη εμπορικό παράρτημα οικονομικής δραστηριότητας, σαφώς ιδιωτικού χαρακτήρα, στο οποίο θα έχουν πρόσβαση μόνον όσοι θα είναι σε θέση να πληρώσουν, για να χαρούν το πολύτιμο αγαθό της παιδείας και της μόρφωσης.

Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια οι περικοπές στα Α.Ε.Ι. και τα Τ.Ε.Ι. της χώρας αποτελούν τον πλέον αδιάψευστο μάρτυρα για την επιδιωκόμενη, άκρως τεχνοκρατική, κυβερνητική πολιτική. Περικοπές στις παρεχόμενες προς τους φοιτητές υπηρεσίες (δωρεάν ακαδημαϊκά συγγράμματα, σίτιση, στέγαση, υποτροφίες, διδακτικές υπηρεσίες και προγράμματα επιμόρφωσης), αδυναμία διορισμού διδακτικού προσωπικού, αδυναμία λειτουργίας γραμματειών, βιβλιοθηκών και σπουδαστηρίων, ελλιπής φύλαξη και άλλα πλήττουν και πρόκειται να πλήξουν ακόμη περισσότερο τη δημόσια και δωρεάν ελληνική εκπαίδευση. Η επιβολή διδάκτρων στα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών είναι η επόμενη κίνηση υπουργείου, κυβέρνησης και τρόικας με ό,τι μία τέτοια κίνηση συνεπάγεται όχι μόνο για την οικονομική, αλλά κυρίως για την πνευματική ζωή της χώρας. Μιας χώρας στην οποία φαίνεται να αποδομείται για μια ακόμη φορά κάθε έννοια δημοκρατίας και αξιοκρατίας, και μάλιστα κοινή συναινέσει μεγάλης μερίδας των κατοίκων της.

Αν και αυτήν τη φορά επιτύχει η επιδιωκόμενη κυβερνητική πολιτική, η ελληνική κοινωνία θα πρέπει να αποδεχτεί την υποτίμηση των πτυχίων των ίδιων της των παιδιών και σε λίγο καιρό τη μετατροπή του δημόσιου ελληνικού πανεπιστημίου σε ιδιωτικό. Μετά τους διοικητικούς, σειρά θα έχουν πιθανώς οι καθηγητές και οι παρεχόμενες υπηρεσίες στα πανεπιστήμια. Και όλη αυτή η κατάσταση δεν θα πλήξει κανέναν άλλον παρά μόνο τους νέους ανθρώπους, το επιστημονικό δυναμικό της αυριανής Ελλάδας, την ίδια την κοινωνία.

Με πρόσχημα και χρησιμοποιώντας ως προθάλαμο τη διαθεσιμότητα των διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων η κυβέρνηση δρομολογεί την πλήρη ισοπέδωση και εξόντωση της ήδη αποδυναμωμένης και ματωμένης ελληνικής εκπαίδευσης και την καταστρατήγηση του θεμελιώδους δικαιώματος να έχει ο καθένας πρόσβαση στη δημόσια και τη δωρεάν εκπαίδευση. Δεν είναι ζήτημα κοινωνικό, πολιτικό ή κομματικό η παιδεία ενός λαού. Είναι ζήτημα εθνικό, τόσο εθνικό όσο και η ελευθερία, η δημοκρατία και η εδαφική ακεραιότητα ενός έθνους και ενός κράτους.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr