Γράφει ο Παναγιώτης Σταματόπουλος

Με έκπληξη -και άλλοι με συμπάθεια, άλλοι με καχυποψία- πληροφορηθήκαμε όλοι την κίνηση του δημοσιογράφου κυρίου Σταύρου Θεοδωράκη να συστήσει έναν νέο πολιτικό φορέα, με αμεσότερο στόχο του νέου κόμματος τη συμμετοχή στις Ευρωεκλογές του 2014. Με αναλόγως έντονη κινητικότητα υποδέχθηκαν αυτήν την πρωτοβουλία και τα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το διαδίκτυο γενικότερα, με τις πρώτες γνώμες και τα σχόλια να είναι, ως ήταν βεβαίως αναμενόμενο, πολλά και ποικίλα.

Παρά τη γενικότερη θετική ή μάλλον θετική υποδοχή της οποίας έτυχε αυτή η κίνηση του κυρίου Σταύρου Θεοδωράκη, μία μεγάλη μερίδα πολιτών εξέφρασε -και θα εκφράζει για καιρό- αρνητικές απόψεις, δηλώνοντας ευλόγως και υγιώς μεν την καχυποψία της. Ευλόγως και υγιώς, διότι η εμπιστοσύνη του κόσμου έχει τόσο κλονισθεί απέναντι στο ισχύον πολιτικό σύστημα που συνακόλουθα ακόμη και έναν κατά κοινή ομολογία εγνωσμένου κύρους δημοσιογράφο, όταν αυτός αποφασίζει να αναμειχθεί στα πολιτικά πράγματα της χώρας, η κοινωνία ή μέρος αυτής είναι αναμενόμενο να τον αντιμετωπίσει με την ίδια ή με παρόμοια καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζει και τους εν ενεργεία πολιτικούς. Ωστόσο, είναι να διερωτάται κανείς.

Εδώ και χρόνια, ειδικά τα τελευταία χρόνια της επονομαζόμενης «οικονομικής» κρίσης, ο κόσμος δυσπιστεί απέναντι στο ισχύον πολιτικό σύστημα, το πελατειακό, αναξιοκρατικό και παλαιοκομματικό σύστημα με το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο το πολιτικό οικοδόμημα της μεταπολιτευτικής πολιτικής πρακτικής και ιστορίας της χώρας μας. Και, ενώ όλοι εκφράζουν τη δυσφορία τους για το πολιτικό τέλμα στο οποίο έχει οδηγηθεί -και μάλιστα χρόνια πολλά πριν από την οικονομική κρίση- η χώρα, άλλοι με τη συμμετοχή τους, άλλοι με την αδιαφορία τους, άλλοι με την απραξία τους -τελικώς όμως όλοι- στηρίζουμε περισσότερο ή λιγότερο το ισχύον πολιτικό σύστημα και συναινούμε, διαμαρτυρόμενοι από την πολυθρόνα και από το διαδίκτυο, στην καταδίκη της ζωής μας και του μέλλοντος τόσο του δικού μας όσο και της χώρας μας. Και, ενώ πολλοί αφελώς στρέφονται σε ακροδεξιά καρκινώματα και προς τις πολιτικές ουτιδανότητες που ευθέως ή πλαγίως τα υπερασπίζουν, οι υπόλοιποι -άλλοι με αγανάκτηση και άλλοι με δέος- παρατηρούμε απαθώς την καπήλευση των ιδανικών της πατρίδας μας και τη σύληση της δημοκρατίας, ταΐζοντας και ποτίζοντας το τέρας του φασισμού και εκείνο του νεο-ναζισμού. Και, την ώρα που στον πολυκομματικό και πολυφωνικό χώρο της αριστεράς αδυνατούν να συμφωνήσουν ακόμη και σε στοιχειώδη ιδεολογικά ζητήματα -πόσω μάλλον να τοποθετηθούν σε ζητήματα πρακτικά και ρεαλιστικά και να εμπνεύσουν στον μέσο πολίτη την εμπιστοσύνη που σήμερα όλοι επιζητούμε-, η κυβερνητική πολιτική συνεχίζει να εξαθλιώνει τη ζωή και την αξιοπρέπεια μας. Και, την ώρα που οι πολιτικοί και οι παρακοιμώμενοί τους συνεχίζουν με τεράστιο θράσος να παρασιτούν εις βάρος των πολιτών και του κοινού εθνικού συμφέροντος, έχοντας παράλληλα μετατραπεί σε μαριονέτες των συμφερόντων των δανειστών μας, εμείς εθελοτυφλούμε και λουφάζουμε στον ωχαδερφισμό, στα μικρά μας συμφέροντα, στον φόβο και στην τρομολαγνεία που καλλιεργούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ενώ τεχνηέντως κατορθώνουμε να επιβιώσουμε.

Και, ενώ το καράβι πλέει μέσα στη φουρτούνα και μέσα στα κύματα έχοντας στο πηδάλιο πλείστους όσους αποδεδειγμένα άχρηστους και επικίνδυνους, πλην όμως κληρονομικώ τω δικαίω, κυβερνήτες, και ενώ όλοι αδρανούμε και κατηγορούμε αλλήλους για την υφιστάμενη κατάσταση -οι μεν περιμένοντας τους βαρβάρους, οι δε προσμένοντας τον Μεσσία-, βρίσκεται ένας άνθρωπος που τολμά πολύ ευγενικά να κάνει το αυτονόητο: να βγει μπροστά, ασκώντας το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του εκλέγεσθαι, και να προσπαθήσει να χαράξει τα όρια μίας νέας διαδρομής. Να θέσει ενώπιον και στην κρίση μας μία νέα και φέρελπιν πρόταση, μία πρόταση αλλαγής και μία πρόταση συλλογικής διαχείρισης του παρόντος και του μέλλοντός μας. Να τολμήσει να μιλήσει για έναν ανεξάρτητο από μικρο-πολιτικές και κομματικές πρακτικές ατόφυο και γνήσιο πολιτικό φορέα.

Ως εκ τούτου και κοιτώντας τον σημερινό πολιτικό και κοινωνικό χάρτη της χώρας μας συμπεραίνει κανείς πως ο μέσος πολίτης με πολιτική, και όχι κομματική, αντίληψη των πραγμάτων αδυνατεί να πιστέψει πως είναι η περίπτωση του κυρίου Σταύρου Θεοδωράκη εκείνη απέναντι στην οποία πρέπει κατ’ εξοχήν να δυσανασχετούμε. Χωρίς να περιμένουμε μία ως δια μαγείας λύση ή σωτηρία, και ανεξάρτητα από το αν τελικώς ο κύριος Σταύρος Θεοδωράκης θα κατορθώσει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες που γεννά σε πολύ κόσμο αυτή του η κίνηση, το μήνυμα πρέπει να δοθεί προς πάσα κατεύθυνση: η μόνη λύση είναι η αλλαγή της νοοτροπίας και της κουλτούρας τόσο των πολιτικών όσο και των πολιτών. Ας του δώσουμε λοιπόν μια ευκαιρία απλώς να ακουστεί ο λόγος του. Όταν άλλωστε είμαστε στον πάτο, φόβος να κατρακυλήσουμε πιο κάτω εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει, παρά μόνο η προοπτική της ανόδου.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr