Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε μια όμορφη πόλη με μεγάλη ιστορία και φαρδιούς κάθετους δρόμους.

Κάποτε, ο Θρησκευτικός Άρχοντας της πόλης, αποφάσισε να φτιάξει ένα σπίτι μεγάλο, να το εξοπλίσει κατάλληλα και εκεί να βρίσκουν φροντίδα και γιατρειά οι άρρωστοι και οι τραυματισμένοι. Για να κάνει πράξη το σχέδιο του εκτός από την Πολιτεία, ζήτησε και την βοήθεια των ανθρώπων. Και βρέθηκαν πολλοί να τον βοηθήσουν. Και κάτοικοι της πόλης αλλά και άνθρωποι που έμεναν στην ξενιτιά.

Το σπίτι φτιάχτηκε, εξοπλίστηκε άριστα και λειτουργούσε απαλύνοντας τον πόνο των ανθρώπων. Οι τοπικοί άρχοντες, παντός χρώματος, στάθηκαν κατά καιρούς στο πλάι του Θρησκευτικού Άρχοντα, αρωγοί και συμπαραστάτες, για πολλά-πολλά χρόνια.

Και ύστερα ήρθε η ώρα που τα πράγματα άλλαξαν χωρίς να το περιμένει κανείς. Τη θέση του μέχρι τότε Α Τοπικού Άρχοντα, Νομάρχη τον έλεγαν και ήταν ντόπιος και νοιαζότανε για τους συντοπίτες του μια και κυκλοφορούσε ανάμεσα τους και έκανε και κάποια έργα (πριν τις εκλογές τις περισσότερες φορές), πήρε ο Β Τοπικός Άρχοντας που τον ονομάτισαν Περιφερειάρχη. Μόνο που τώρα ο κ. Β Τοπικός Άρχοντας είχε κάτω από τη σκέπη του κάμποσες πόλεις, ήταν από τη διπλανή πόλη και σκορδοκαΐλα του η τύχη της όμορφης πόλης με την μεγάλη ιστορία και του φαρδιούς κάθετους δρόμους.

Επί πλέον ο κ. Β Τοπικός Άρχοντας, είχε και πολυμελή οικογένεια. Τι να τους κάνει μια στρατιά ανθρώπους; Άνεργους και άφραγκους να τους αφήσει; Δεν το πήγαινε η ψυχή του.

Σαν έκανε τα πρώτα βήματα της η κρίση, πήγε και συνάντησε την υγεία και τα κάνανε κουλουβάχατα. Τα προβλήματα στο σπίτι που είχε φτιάξει ο Θρησκευτικός Άρχοντας άρχισαν μέρα με τη μέρα να μεγαλώνουν και να πνίγουν την ελπίδα που είχε χαρίσει. Η αγωνία για το μέλλον όλων αυτών που εύρισκαν ανακούφιση στον φιλόξενο αυτό χώρο έγινε καθημερινή.

Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται, λένε. Επίσης λένε και το <ο θάνατος σου η ζωή μου>. Έτσι και ο κ. Β Τοπικός Άρχοντας, έχοντας και το πεπόνι και το μαχαίρι, δηλαδή και την εξουσία και την πρόσβαση στο μπαούλο με το χρυσό (ΕΣΠΑ νομίζω το λέγανε) ξεκίνησε να φτιάχνει ένα ίδιο σπίτι στην πόλη του. Χωρίς να μπει το χέρι σε κάποια τσέπη για να βγει το χρήμα, χωρίς τον κόπο και την βοήθεια ψυχής που χρειάστηκε να γίνει το σπίτι στην όμορφη πόλη με την μεγάλη ιστορία και τους φαρδιούς κάθετους δρόμους. Φυσικά χωρίς διαγωνισμούς και λοιπές σαχλαμάρες.

Γιατί άλλωστε; Αφού τους κατασκευαστές τους είχε στο σπίτι του. Συγγενείς κάθε βαθμού με κατασκευαστικές εταιρείες, με συνεργασίες κάθε τρόπου, με, με,… Δικοί του άνθρωποι.

(-Διψάει η πόρτα μας και εμείς θα ποτίσουμε αλλού; σκέφτηκε. Τους έχω που τους έχω δώσει τόσα έργα, περιφρονώντας τους νόμους, να μην τους δώσω και τούτο;

Αχάριστο να με λένε οι δικοί μου άνθρωποι; Δεν το θέλει ούτε ο θεός.)

Και αφού φτιάχτηκε το καινούργιο σπίτι στην πόλη του Β Τοπικού Άρχοντα έπρεπε και να διοικηθεί αλλά και να επανδρωθεί(;) με εκπαιδευμένο προσωπικό.

Για το πρώτο δυσκολεύτηκε πολύ. Έψαξε, έψαξε, έψαξε και ματαέψαξε και μετά από ατέρμονο ψάξιμο …κατέληξε …στην κόρη του. Την είχε δίπλα του και δεν την είδε …ο ανόητος.

Και σε ότι αφορά το προσωπικό του σπιτιού, άντε τώρα να βρεις απαίδευτους, χωρίς προϋπηρεσία και εμπειρίες. Σαν αγνός και απονήρευτος άνδρας που ήταν, απέκτησε το σχετικό πακέτο με τον πλέον εύκολο τρόπο. Τον τρόπο ,<ο θάνατος σου , η ζωή μου>.

Το σπίτι στην όμορφη πόλη με την μεγάλη ιστορία και τους φαρδιούς κάθετους δρόμους είχε σοβαρά οικονομικά προβλήματα πλέον. Πολύ σοβαρά. Το κράτος του χρωστούσε πολλά χρήματα και η επιβίωση του ήταν αμφίβολη.

Ένας σωστός Άρχοντας που εξαργυρώνει τίμια την θετική ψήφο των ανθρώπων που τον πίστεψαν, κινεί γη και ουρανό να βοηθήσει να μείνει ανοικτό ένα τέτοιο χρειαζούμενο σπίτι που υπηρετεί την ανακούφιση των πασχόντων.

Έλα όμως που στο εν λόγω σπίτι υπήρχαν τα χρειαζούμενα για το σπίτι της φαμελιάς του σε γενεές 14; Και ασθενείς και κατηρτισμένοι εργαζόμενοι;

(-Σιγά που θα κάτσω να τους βγάλω τα κάστανα από τη φωτιά! Σκέφτηκε. Που αλλού θα βρω έτοιμο το …εμπόρευμα για το δικό μου μαγαζί;)

Και η συνείδηση του; Δεν επαναστάτησε;

Μα για να ενεργήσει κάτι πρέπει να υπάρχει. Και ο περιφερόμενος Β Τοπικός Άρχοντας είχε πάρει διαζύγιο με συνειδήσεις και λοιπές ..ευαισθησίες.

Και οι εκπρόσωποι του, οι κάτω από αυτόν στην όμορφη πόλη με την μεγάλη ιστορία και τους φαρδιούς κάθετους δρόμους τι έκαναν για να αποσοβήσουν το έγκλημα; Γιατί για έγκλημα μιλάμε. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει φονικό όπλο για να συντελεστεί ένα έγκλημα. Και οι πράξεις σκοτώνουν.

Οι ντόπιοι εκπρόσωποι του Β Τοπικού Άρχοντα, έλαμψαν …δια της απουσίας τους. Δεν νοιάστηκαν για τον τόπο τους. Δεν έκαναν την παραμικρή κίνηση να βοηθήσουν να σωθεί το σπίτι, ούτε για τα μάτια του κόσμου. Ένοχη η σιωπή τους, πιθανόν κατευθυνόμενη από τον Β Τοπικό Άρχοντα. Πιθανόν λέμε, γιατί είναι απάνθρωπο να πιστέψει κάποιος πως ήταν προσωπική τους επιλογή. Αλλά η καρέκλα είναι καρέκλα , η ρουφιάνα.

Τα γεγονότα πήραν το δρόμο τους. Ένα σπίτι έκλεισε χωρίς να αισθανθούν οι αρμόδιοι τον πόνο των ανθρώπων που τόσο το είχαν ανάγκη. Ένα σπίτι άνοιξε έχοντας προικιό ένα μεγάλο αριθμό από τους εργαζόμενους στο πρώτο. Και με ασθενείς μεταφερόμενους. Η ανάγκη γάρ!

Όμως από όλη αυτή την (φανταστική) ιστορία βγάζουμε ένα σημαντικό ανθρώπινο και τρυφερό συνάμα συμπέρασμα.

Ο τρυφερός και …απελπιστικά ανθρώπινος Β Τοπικός Άρχοντας στάθηκε εξαιρετικός οικογενειάρχης. Τους φρόντισε όλους.

Και μπορεί στην όμορφη πόλη με την μεγάλη ιστορία και τους φαρδιούς κάθετους δρόμους να μην έχουν το σπίτι που ανακούφιζε τον πόνο των αναξιοπαθούντων πολιτών, εκείνος φρόντισε τους δικούς του μέχρι …γενεές 14.

Και ζήσανε αυτοί καλά και όσο για τους άλλους …άστα να πάνε!

(Το παραμύθι όπως και κάθε παραμύθι είναι φανταστικό)

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr