Γράφει ο Χρήστος Α. Πλειώτας, Δικηγόρος

Κοινωνία και Αναρχία δεν συμβιβάζονται ως έννοιες στους σύγχρονους καιρούς. Δεν συμβιβάζονταν, όμως, ούτε και σε πολύ παλαιότερες εποχές, όταν οι άνθρωποι ζούσαν με ψήγματα υλικών μέσων πολιτισμού, σε σχέση με τα πλούσια σημερινά δικά μας καταναλωτικά και πολιτισμικά αγαθά.

Δεν φθάνει όμως να το λέμε. Διαχρονικά έπρεπε πάντα η κοινωνία να «επιβάλει» την ειρηνική συνύπαρξη των πολιτών της, μέσα από την κρατική κυριαρχία και εφαρμογή νόμων, κανόνων, θεσμών, αρχών και μέτρων προσαρμογής στις αξίες της.

Εάν δεν υπήρχε θεσμοθετημένη δύναμη επιβολής η οδός προς την αναρχία και το χάος θα ήταν γεγονός αναπόφευκτο.

Δύναμη επιβολής σημαίνει θεσμοθετημένο ποινικό δίκαιο και φιλοσοφία περί της αποδόσεώς του, μέσα από τις επιβαλλόμενες ποινές. Σημαίνει ορισμός των εγκλημάτων και καθορισμός ποινών.

Το ισχύον Ελληνικό Σύνταγμα στο δεύτερο μέρος του που τιτλοφορείται: «ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ», στο άρθρο 7 παρ. 1 αυτού ορίζει ότι: «Έγκλημα δεν υπάρχει, ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο, που να ισχύει πριν την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης».

Στην παρ. 2 αυτού ορίζει:
«Τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται όπως ο Νόμος ορίζει».

Στην παρ. 3 αυτού του άρθρου ορίζει: «Η γενική δήμευση απαγορεύεται. Θανατική ποινή δεν επιβάλλεται εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπεται από Νόμο για τα κακουργήματα, τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν».

Τέλος στην παρ. 4 αυτού ρητά ορίζει: «Νόμος ορίζει με ποιους όρους το κράτος παρέχει ύστερα από δικαστική απόφαση, αποζημίωση σε όσους καταδικάστηκαν, προφυλακίστηκαν ή με άλλον τρόπο στερήθηκαν άδικα ή παράνομα την προσωπική τους ελευθερία».

Αλλά και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), την οποία έχει κυρώσει η χώρα μας με το ΝΔ 53/1974, τον Ν 2400/1996 και τον Ν 3344/2005 (ΦΕΚ Α’ 256/20 – 09 – 1974 Α΄ 96/4 – 6 – 1996 και Α΄133/6 – 6 – 2005) στο άρθρο 2 αυτής που τιτλοφορείται: «Δικαίωμα στην Ζωή» ορίζει: «Το δικαίωμα εκάστου προσώπου εις την ζωή προστατεύεται υπό του Νόμου. Εις ουδέναν δύναται να επιβληθεί εκ προθέσεως θάνατος ειμί εις εκτέλεση θανατικής ποινής, εκδιδομένης υπό δικαστηρίου εν περιπτώσει αδικήματος τιμωρουμένου υπό του Νόμου δια της ποινής ταύτης. Ο θάνατος δεν θεωρείται ως επιβαλλόμενος κατά παράβαση του άρθρου τούτου, εις ας περιπτώσεις θα επήρχετο συνεπεία χρήσεως βίας καταστάσεις απολύτως αναγκαίας: α/ Δια την υπεράσπιση οιοδήποτε προσώπου κατά παρανόμου βίας. β/ δια την πραγματοποίησιν νομίμου συλλήψεως ή προς παρεμπόδισιν αποδράσεως προσώπου νομίμως κρατουμένου, γ/ δια την καταστολή συμφώνως τω νόμω στάσεως ή ανταρσίας».

Στο άρθρο 3 η ΕΣΔΑ ορίζει ότι: «Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθεί εις βασάνους, εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς».

Ενώ στο άρθρο 7 η ΕΣΔΑ ορίζει ότι: «Ουδείς δύναται να καταδικασθεί δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία καθ’ η στιγμή διεπραχθή δεν αποτελεί αδίκημα συμφώνως προς το Εθνικό ή Διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επιβάλλεται κατά την στιγμή της διαπράξεως του αδικήματος».

Ο ποινικός μας κώδικας περαιτέρω που ισχύει από 1 – 1 – 1951 και αποτελεί το κατ’ εξοχήν νομοθέτημα που προβλέπει τα περί εγκλημάτων και ποινών, με προσαρμογή του στα ανωτέρω άρθρα του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ αλλά και του Διεθνούς συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα του ανθρώπου, επηρεαζόμενος στην εξέλιξή του και διαρκή προσαρμογή του, απ’ τα νέα δεδομένα, στο άρθρο 1 αυτού ρητά ορίζει ότι: «Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο Νόμος την έχει ορίσει ρητά πριν από την τέλεσή τους».

Στο άρθρο 14 αυτού ορίζει ότι: «Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστική στο δράστη η οποία τιμωρείται από το νόμο».

Στα άρθρα του από το 50 έως και το 58 ορίζει τις κύριες ποινές, στα άρθρα του από το 59 έως και το 68 ορίζει τις παρεπόμενες ποινές (αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, απαγόρευση άσκηση επαγγέλματος, δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης) ενώ στα άρθρα του από το 69 έως και το 76 ορίζει τα μέτρα ασφαλείας (φύλαξη ακαταλόγιστων εγκληματοιών, εισαγωγή αλκοολικών και τοξικομανών σε θεραπευτικό κατάστημα, παραπομπή σε κατάστημα εργασίας, απαγόρευση διαμονής, απέλαση αλλοδαπών, δήμευση).

Στο δεύτερο βιβλίο του που τιτλοφορείται ειδικό μέρος ορίζει, απ’ τα άρθρα 134 έως και το 457 τα κατ’ ιδίαν εγκλήματα και τις ποινές που επιβάλλονται απ’ τα δικαστήρια για την τέλεσή τους.

Οι κύριες ποινές που επιβάλει σήμερα η Ελληνική Πολιτεία αλλά και η σύγχρονη Ευρωπαϊκή πολιτεία για τα νομοθετημένα εγκλήματα των Ελλήνων και Ευρωπαίων πολιτών είναι: Η κάθειρξη (βαριάς μορφής φυλάκιση) η οποία μπορεί να είναι ισόβια (άνω των 20 ετών), η πρόσκαιρη (από 5 έτη έως 20 έτη), η φυλάκιση (από 10 ημέρες έως 5 έτη), η κράτηση (από 1 ημέρα έως 1 μήνα), ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (από 6 μήνες έως 5 έτη), οι χρηματικές ποινές (από 150 ευρώ έως 1500 ευρώ) εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικούς ποινικούς νόμους) και τα πρόστιμα (από 29 ευρώ ως 590 ευρώ) εκτός αν ορίζονται διαφορετικά σε ειδικούς ποινικούς νόμους.

Η θανατική ποινή που προβλεπόταν στο άρθρο 50 του ποινικού μας κώδικα καταργήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 12 β΄ του Ν 2207/1994.

Όλα τα ανωτέρω ίσως φαίνονται αυτονόητα σ’ όλου μας σήμερα: Το να προστατεύεται δηλαδή η ζωή του ανθρώπου και να διακηρύσσεται αυτό ως θεμελιώδες δικαίωμα. Το να μην υπάρχει έγκλημα και να μην επιβάλλεται ποινή χωρίς νόμο, που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης (ή παράλειψης) και να ορίζει τα στοιχεία της. Το να απαγορεύονται τα βασανιστήρια, οι οποιεσδήποτε σωματικές κακώσεις ή βλάβες της υγείας, η ψυχολογική βία καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το να μην επιβάλλεται θανατική ποινή ό,τι κι αν πράξει ο άνθρωπος ακόμα και τα πλέον ιδιαζόντως ειδεχθή εγκλήματα. Το να απαγορεύεται η γενική δήμευση της περιουσίας του ατόμου.

Όλα όμως όσα σήμερα μας φαίνονται αυτονόητα και τυγχάνουν νομοθετημένα ως κατάκτηση του ανθρώπου δεν ήταν δεδομένα και κατά το παρελθόν.

Χρειάστηκαν «τόνοι αίματος» για να κατακτηθούν!!!

Όπως γράφει ο αείμνηστος καθηγητής του Ποινικού Δικαίου Ιωάννης Μανωλεδάκης στο βιβλίο του «Ποινικό Δίκαιο», «Επιτομή γενικού μέρους», με τίτλο: «Η τυπολογία του ποινικού φαινομένου»: «Η ποινή όπως και τα άλλα δύο στοιχεία του ποινικού φαινομένου, χαρακτηρίζεται από ιστορικότητα δηλαδή από σχετικότητα κατά τόπο και χρόνο.

Τρία είναι τα βασικά στοιχεία του ποινικού φαινομένου: 1/ Τα κοινωνικά αγαθά. 2/ Το έγκλημα ως προσβολή των κοινωνικών αγαθών και 3/ Η ποινή ως απάντηση της οργανωμένης κοινωνίας σ’ αυτήν την προβολή.

Η ποινή δεν είχε ιστορικά την ίδια ένταση ούτε πήρε την ίδια πάντα μορφή.

Η ποινή όπως και το έγκλημα είναι ιστορία αίματος και πόνου. Ατελείωτη υπήρξε η ανθρώπινη εφευρετικότητα στην αντίδραση των οργανωμένων κοινωνικών σχηματισμών, απέναντι στις προσβολές των αγαθών τους.

Ποινές υπήρξαν το κόψιμο της μύτης, του χεριού, ο θάνατος με εντοιχισμό, ο πολιτικός θάνατος, η μαστίγωση κ.λπ..

Άλλοτε αναγνωριζόταν στον προσβαλλόμενο ή τους οικείους του το δικαίωμα να σκοτώσει αμέσως ο ίδιος το δράστη της προσβολής.

Η εκδίκηση είχε καθαρά ψυχολογικό – εκτονωτικό χαρακτήρα, ενώ η αντίδραση πέρα από κοινωνική εκτόνωση περιείχε και το στοιχείο της αυτοπροστασίας, που είναι βασικά θέμα συλλογικό, χωρίς να αποκλείεται όμως σε ορισμένες περιπτώσεις να αφεθεί στον εκδικούμενο ή στα εκδικούμενα άτομα.

Αντίστροφα σε ποιο εξελιγμένες κοινωνικές μορφές η εκδίκηση αντιτίθεται πια στην ηγεσία της κοινότητας και αφαιρείται ολοκληρωτικά από το άτομο. Σε αυτήν την περίπτωση το εκδικητικό ένστικτο του ατόμου εκτονώνεται μέσα από την δημόσια ποινή.

Άλλοτε η ποινή χρησιμοποιείτο ως ανταπόδοση και νοείτο ως εκδίκηση. Στον όρο ανταπόδοση υποκρύπτετο και ένα στοιχείο ηθικής εντελώς ξένο προς την θετική έννοια της ποινής.

Άλλοτε η ποινή υπήρχε ως μορφή συλλογικής αντίδρασης ολόκληρου γένους εναντίον όλου του γένους του δράστη (εκδίκηση αίματος) που μπορούσε να οδηγήσει σε αφανισμό και των δύο πλευρών».

Σήμερα λέμε ότι ο σκοπός της ποινής δεν είναι η εκδίκηση ούτε η ανταπόδοση αλλά ο σωφρονισμός του δράστη. Αυτή είναι η κατακτημένη θετική έννοια της ποινής.

Για να φθάσουμε όμως έως εδώ έχουν προηγηθεί όλα τα ανωτέρω.

Για να θεμελιώσουμε σήμερα ένα ανθρώπινο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο πέρασαν γενεές γενεών, μέσα από περιόδους ανώμαλες, όπου ζήσαμε την απόλυτη διαστροφή του ποινικού δικαίου.

Όπως γράφει ο αείμνηστος καθηγητής του ποινικού Δικαίου Γεώργιος –Αλέξανδρος Μαγκάκης στο βιβλίο του: «ποινικό δίκαιο» διάγραμμα γενικού μέρους εκδόσεις Παπαζήση: «Το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο αποτελεί για την λαϊκή συνείδηση το δίκαιο το πιο αντιπροσωπευτικό και εκφραστικό της έννομης τάξης. Δίκαιο για το λαό είναι πριν από όλα το ποινικό δίκαιο, Δικαστήριο (για το λαό) το ποινικό δικαστήριο και Δίκη (για το λαό) η ποινική δίκη. Το ουσιαστικό ποινικό Δίκαιο κοιταγμένο από κοινωνική και ηθική σκοπιά είναι το ποιο προβληματικό. Γιατί ενώ ως θεσμός της έννομης τάξης είναι το πιο αναγκαίο και αυτονόητο δίκαιο, ως εκδήλωση της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι ηθικά το πιο επίμαχο… Ηθικά μπορεί βάσιμα να αμφισβητηθεί τόσο η δυνατότητα ύπαρξης προσωπικής ευθύνης για την στήριξη μάλιστα μίας εξουθενωτικής ποινικής, όσο κι αν επιτρέπεται και είναι ηθικά δυνατό η ανθρώπινη κοινωνία να απονέμει δικαιοσύνη και στο όνομά της να συντριβεί ανθρώπινες υπάρξεις!!! Το ουσιαστικό ποινικό Δίκαιο είναι όμως και είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο Δίκαιο για την ελευθερία του ανθρώπου και την προσπάθεια του για κοινωνική πρόοδο. Γιατί προσφέρεται απ’ την ίδια την φύση του ως δραστικό μέσο εξαναγκασμού σε καταχρήσεις στα χέρια καταπιεστικών μηχανισμών. Γι’ αυτό το λόγο η ιστορία του ποινικού δικαίου είναι διάστικτη από περιόδους διαστροφής του, όπου αυτό (Ποινικό Δίκαιο) μεταβάλλεται σε μέσο αυθαιρεσίας, καταπίεσης και βαρβαρότητας!!!

Αλλά και γι’ αυτό το λόγο απ’ την άλλη μεριά έχει καταβληθεί έντονη προσπάθεια για την διαμόρφωση αρχών και θεσμών που να εγγυώνται και να εξασφαλίζουν την λειτουργία του Ποινικού Δικαίου, ως οργάνου εννόμου τάξης, αντίθετης εξ’ ορισμού προς την αυθαιρεσία και την καταπίεση».

Εις επίρρωση των ανωτέρω περί αυθαιρεσίας, καταπιέσεως και βαρβαρότητας, παραθέτω απ’ το σύγγραμμα «Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο» του Σπύρου Ν. Τρωιάνου, τις ποινές που επιβάλλονταν στο Βυζαντινό Δίκαιο κατά τα χρόνια της ακμαίας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Συνεχίζεται…

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr