«Έγκλημα και ποινή»: Το χθες και το σήμερα. Εξελικτική διαδρομή(μέρος β’)
Γράφει ο Χρήστος Α. Πλειώτας, Δικηγόρος
(συνέχεια από προηγούμενο)
Ιδιαιτέρως τονίζω ότι δεν ομιλώ για μία άγρια φυλή σκοταδιστών ,αλλά για τους Βυζαντινούς που περί πολλών τους θαυμάζουμε και Δικαίως.
Στις Βυζαντινές νομικές πηγές λέει ο Τρωιάνος εμφανίζονται οι κατωτέρω ποινές:
1/ Η ποινή του θανάτου. Το Βυζαντινό Δίκαιο την παρέλαβε σε όλη της την έκταση περιλαμβανομένων και των εξιδιασμένων μορφών της ,από το Ρωμαϊκό Δίκαιο. Ακόμη και η Χριστιανική Διδασκαλία δεν κατόρθωσε να εξαφανίσει τις συχνά φρικιαστικές μεθόδους εκτελέσεως της θανατικής ποινής. Την θέση του αποκεφαλισμού με πέλεκι ή ξίφος που αποτελούσε τον κανόνα έπαιρνε όχι σπάνια η σταύρωση, η ρίψη στη θάλασσα μέσα σε σάκο με φίδια ή άλλα ζώα, η θηριομαχία, ο διαμελισμός από άλογα, το γδάρσιμο με σιδερένιους όνυχες, ο ενταφιασμός εν ζωή. Κατά το Ιουστινιάνειο Δίκαιο η θανατική ποινή ήταν σε ημερήσια διάταξη ο καθορισμός του τρόπου εκτέλεσης αφηνόταν στην κρίση του Δικαστή, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζονταν ρητά στον νόμο. Αυτήν την αυθαιρεσία του ποινικού Δικαστή προσπάθησαν να περιορίσουν οι Ίσαυροι.
2/ Ο εξανδραποδισμός: Δηλαδή η απώλεια της ελευθερίας που απειλείτο εναντίον των λιποτακτών, που επέστρεψαν οικειοθελώς και εναντίον όσων προμήθευσαν απαγορευμένο είδος στον εχθρό. Επιβάλλονταν για εγκλήματα κατά της πολιτείας.
3/ Οι ακρωτηριασμοί: Οι ποινές ακρωτηριασμού ιδιαίτερα συχνές για πολύ διαφορετικά εγκλήματα, χεριών, μύτης, αφαίρεσης γεννητικών οργάνων, απότμηση γλώσσας, τύφλωσης σε βαριές περιπτώσεις ιεροσυλίας. Ως προς την προέλευση της ποινής του ακρωτηριασμού ίσως πρέπει να αναζητηθεί στην λαϊκή αντίληψη ότι ο δράστης θα πρέπει να τιμωρηθεί με αφαίρεση εκείνου του μέλους του, με το οποίο διέπραξε το έγκλημα, ίσως όμως και γιατί η έννομη τάξη απέβλεπε στην μείωση της επικινδυνότητας του δράστη, με το να του περιορίσει ή και να του αποκλείσει την φυσική δυνατότητα να επαναλάβει την πράξη του.
4/ Ο σωματικός κολασμός: Το δέρεσθαι και τύπτεσθαί (δάρσιμο με ρόπαλο ή μαστίγιο). Ήταν παρεπόμενες ποινές μαζί με την κυρία ποινή εξορίας ή τον ακρωτηριασμό.
5/ Το κούρεμα: Που αποτελούσε ηθική μείωση του δράστη.
6/ Η εξορία: Για τα εγκλήματα της μέσης βαρύτητας (ακούσια ανθρωποκτονία, άμβλωση κ.λπ.).
7/ Ποινή στερήσεως της ελευθερίας δηλαδή εγκλεισμός σε φυλακή δεν υπήρχε στο Βυζαντινό Δίκαιο. Η φυλάκιση των εγκληματιών αποσκοπούσε στην φύλαξή τους και όχι στον κολασμό των πράξεών τους. Οι φυλακές που υπήρχαν χρησίμευαν για την κράτηση των υποδίκων εις την Δίκη ή ενδεχομένως των οφειλετών του δημοσίου, όχι όμως των κατάδικων, οι οποίοι θανατώνονταν ή ακρωτηριάζονταν ή ραβδίζονταν ή εξορίζονταν, ή κουρεύονταν. Υποκατάστατο της ποινής φυλάκισης αποτέλεσε ο εγκλεισμός των δραστών ορισμένων εγκλημάτων σε μοναστήρια, ώστε να αποφύγουν τον θάνατο ή ακρωτηριασμό μετά από Δίκη.
8/ Περιουσιακές ποινές: Ύστερα από δήμευση ή αφαίρεση δηλαδή ολόκληρης της περιουσίας του κατάδικου, οπότε δεν τιμωρείτο μόνο ο δράστης αλλά και η οικογένειά του. Αργότερα περιορίζεται αυτό επί Ιουστινιανού.
9/ Οι ηθικές μειώσεις από την επιβολή της ποινής: Αρχικώς ως ηθική μείωση ήταν η απαγόρευση της ταφής του καταδικασμένου σε θάνατο υπό την επίδραση της Χριστιανικής Θρησκείας. Ήταν βασική ποινή ηθικής μείωσης του Ρωμαϊκού Δικαίου. Η μη τέλεση νεκρώσιμης ακολουθίας του αυτόχειρος σε περίπτωση αυτοκτονίας. Σε εγκλήματα όμως καθοσιώσεως ίσχυε ως ποινή η ηθική μείωση της μη τέλεσης νεκρώσιμης ακολουθίας στον δράστη. «Ο αμαρτάνων εις βασιλέα φονεύεται και δημεύεται» «και η μνήμη αυτού κρίνεται μετά θάνατον». Κάνετε μία αντιπαραβολή στις προβλεπόμενες ποινές του σήμερα, όπου ο καθ’ ης μπορεί να καθυβρίσει εντελώς τον οιοδήποτε πολιτειακό ή πολιτικό παράγοντα και να μην τιμωρηθεί ή να διωχθεί μόνον για ένα απλό πλημμέλημα!!! Ορθώς κατά την άποψή μου.
«Ό,τι αρέσει στον Βασιλέα έχει ισχύ Νόμου», αυτή η έκφραση που αποδόθηκε στον Ουλπιανό Ρωμαίο νομομαθή των αρχών του 3ου αιώνος μ.χ. διατηρήθηκε στην κωδικοποίηση των «Διγεστών» ή «Πανδεκτών» που δημοσιεύθηκε το 533μ.χ. απ’ τον Ιουστινιανό, ο οποίος συμπεριέλαβε επίσης σε άρθρο του κώδικά του, την αρχή – ανακριβή από ιστορική άποψη – ότι ο Ρωμαϊκός λαός είχε μεταφέρει οριστικά την εξουσία του στους αυτοκράτορες δια μέσω ενός νόμου.
Σήμερα αυτήν την αρχή την θεωρούμε το λιγότερο γελοία κι όμως ίσχυε και προδιέγραψε την μοίρα, την πορεία αίματος και την τύχη του Βυζαντινορωμαικού Δίκαιου επί αιώνες.
Όπως αναφέρει ο ANDRE GUILLOU στο βιβλίο του «Ο Βυζαντινός Πολιτισμός Β΄ έκδοση Ελληνικά Γράμματα Αθήνα 1998, «Ο αυτοκράτορας ήταν ο ανώτατος Δικαστής», «Ο αυτοκράτορας – θεός μεταβλήθηκε σε εκπρόσωπο του Θεού επί της γης, σε αυτοκράτορα Ελέω Θεού» και αυτό στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέρεται στο βιβλίο «Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια τόμος Β’» των Σ. Ευθυμιάδη, Α. Κορκίνη – Κούτουλα, Ν. Νικολούδη και Β. Πέννα. «Μοναδική πηγή δικαίου ήταν ο αυτοκράτορας».
Επανέρχομαι στον αείμνηστο καθηγητή του ποινικού Δικαίου Γ. Α. Μαγκάκη «ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» διάγραμμα γενικού μέρους εκδόσεις Παπαζήση: «Ο Ελληνισμός έχει διανύσει , όπως είναι γνωστό ,μια πολύχρονη, αλλά και ιδιαίτερα ταραγμένη πολιτιστική διαδρομή. Η ταραγμένη αυτή εξέλιξη είχε όπως είναι φυσικό σαν συνέπεια τη διακοπή της ομαλής εξωτερικής της συνοχής και συνέχειας σε ορισμένα πεδία. Στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου μια τέτοια διακοπή επέφερε ειδικά η Τουρκοκρατία. Γιατί ενώ η απονομή της Δικαιοσύνης σε διαφορές ιδιωτικού Δικαίου ανάμεσα στους Έλληνες παρέμεινε, όπως είναι γνωστό, σε ελληνικά χέρια, συγκεκριμένα στην αρμοδιότητα της ελληνικής εκκλησίας, η άσκηση της Ποινικής Δικαιοσύνης περιήλθε στον Τούρκο κατακτητή. Η εκκλησία κατέβαλε βέβαια προσπάθεια να πάρει στα χέρια της και την απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης, επικαλούμενη ορισμένα προνόμια που είχε ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και που είχαν χαρακτήρα ποινικής δικαιοδοσίας. Η προσπάθεια όμως αυτή έμεινε χωρίς αποτέλεσμα. Γιατί η απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης , που αποτελεί από τη φύση της ιδιαίτερα δραστικό μέσο εξαναγκασμού, ήταν απαραίτητη στον Τούρκο κατακτητή για την εξασφάλιση της κυριαρχίας του πάνω στο υποδουλωμένο Έθνος. Έτσι σχεδόν σε όλη την Ελλάδα η ποινική εξουσία περιήλθε στα χέρια των πασάδων ,που την ασκούσαν με τους Τούρκους ιεροδικαστές, τους Καδήδες και τους Μουλάδες. Το Δίκαιο που εφάρμοζαν ήταν θεοκρατικό στηριγμένο στο Κοράνι και απέβλεπε στην ενίσχυση της τουρκικής κυριαρχίας. Μόνο κατ’ εξαίρεση, σε ορισμένες περιοχές, συγκεκριμένα σε ορισμένα νησιά και στη Μάνη, που είχαν πάρει από το Σουλτάνο το λεγόμενο «ειδικό δικαστικό προνόμιο», δηλαδή το προνόμιο να μη στέλνεται στις περιοχές αυτές Τούρκος δικαστής, εκεί η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης έμεινε σε ελληνικά χέρια. Στις περιοχές αυτές την ποινική δικαιοσύνη την ασκούσε ένας Έλληνας, αναγνωρισμένος από την Πύλη σαν δικαστής και οι δημογέροντες. Το Δίκαιο που εφαρμοζόταν σ’ αυτές τις περιπτώσεις είχε τον εμπειρικό χαρακτήρα μιας «βιβλικής» δικαιοσύνης και στηριζόταν στα τοπικά έθιμα τις συνήθειες και τις ιστορικές μνήμες , χωρίς να πάρει ποτέ τη μορφή οργανωμένου συστήματος ποινικών κανόνων. Έτσι η ιστορική εξέλιξη που ενδιαφέρει άμεσα από τη σκοπιά του σημερινού μας Ποινικού Δικαίου αρχίζει με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Από τις πρώτες μέρες του απελευθερωτικού αγώνα έγινε έντονα αισθητή η ανάγκη για την ίδρυση ελληνικών ποινικών δικαστηρίων και για τη διατύπωση ελληνικών ποινικών νόμων. Γι’ αυτό το λόγο στις 3 Μαΐου 1822 το Βουλευτικό στην Κόρινθο εξέδωσε τη «διάταξη των δικαστηρίων» που μ’ αυτήν ιδρύονταν ελληνικά ποινικά δικαστήρια και καθοριζόταν η «καθ’ ύλην» αρμοδιότητα τους πάνω στη βάση των δύο βαθμών δωσιδικίας.
Παράλληλα η πρώτη Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο όρισε ότι το Εκτελεστικό Σώμα πρέπει να φροντίσει για τη σύνταξη ανάμεσα σε άλλα νομοθετήματα και Ποινικού Κώδικα. Οι περιπέτειες του αγώνα είχαν όμως σαν συνέπεια να καθυστερήσει η εκπλήρωση αυτού του έργου. Έτσι η δεύτερη Εθνοσυνέλευση στο Άστρος συγκρότησε την 1η Απριλίου 1823 μια επιτροπή με εννέα μέλη για τη σύνταξη Ποινικού Κώδικα. Η επιτροπή αυτή – που κανένα μέλος της δεν ήταν νομικός παρέδωσε νόμο που ψηφίστηκε και πήρε το όνομα «Απάνθισμα των εγκληματικών της δευτέρας των Ελλήνων Εθνικής Συνελεύσεως»
Ο ποινικός αυτός νόμος στερείτε Γενικού Μέρους και δεν έχει σαφή συστηματική διάρθρωση και πληρότητα στην πρόβλεψη των διαφόρων εγκλημάτων. Έτσι δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί με τα σημερινά κριτήρια ως Κώδικας. Όμως σπάνια ένα νομοθέτημα αποδίδει τόσο πιστά και με τόσο ζωντανό τρόπο τις ανάγκες της πραγματικότητας που καλείται να ρυθμίσει. Με τις διατάξεις του το «Απάνθισμα» εκφράζει όλη τη δίψα του επαναστατημένου Λαού για πολιτικές ελευθέριες για την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, για τη δημιουργία μιας εσωτερικής τάξης που να εξασφαλίζει τον καθένα για την ενίσχυση του κύρους και της αποτελεσματικότητας του αντιπροσωπευτικού κράτους που γεννιόταν μέσα από τη φωτιά του αγώνα. Οι συντάκτες του «Απανθίσματος» ήταν σίγουρα φορείς ενός πνεύματος, που αντλούσε εμπνεύσεις από τη Γαλλική Επανάσταση. Όμως το «Απάνθισμα» σε τίποτα δεν φαίνεται να έχει μιμηθεί ξένο νομοθετικό κείμενο. Είναι ένα μάλλον εμπειρικό νομοθέτημα που προσπαθεί να ικανοποιήσει ανάγκες της ζωής με ένα τρόπο πολύ άμεσο χωρίς θεωρητικές προκατασκευές.
Με το ψήφισμα του βουλευτικού την 1η Ιουλίου 1824 το «Απάνθισμα» μπήκε σε εφαρμογή για όλες τις απελευθερωμένες περιοχές της Ελλάδας και οριζόταν ότι τα κενά που πρέπει να καλύπτονται με βάση τα «Βασιλικά» και τους νόμους της «Διοικήσεως».
Σημαντικό για την ιστορία του νεώτερου Ποινικού Δικαίου μας είναι από την επαναστατική περίοδο και το «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος» του 1827 που ψηφίστηκε στην Τρίτη Εθνοσυνέλευση. Το Σύνταγμα αυτό προέβλεπε δύο από τις βασικές αρχές, που διέπουν κάθε δημοκρατικό Ποινικό Δίκαιο. Συγκεκριμένα στο άρθρο 16 οριζόταν ότι «Ο νόμος ασφαλίζει την προσωπική εκάστου ελευθερία. Κανένας δεν μπορεί να εναχθεί ή να φυλακωθεί ει μη κατά τους νομίμους τρόπους» και στο άρθρο 134 ότι «η δικαστική εξουσία δικάζει κατά τους γραπτούς νόμους του Έθνους».
Το «Απάνθισμα των εγκληματικών» ίσχυσε συμπληρωμένο και με ειδικούς ποινικούς νόμους και εφαρμοζόταν στο βαθμό που τούτο ήταν κάτω από τις τότε συνθήκες πρακτικά δυνατό και σε όλη τη διάρκεια της καποδιστριακής περιόδου και στα δύο πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα.
Στις 19 Απριλίου 1834 μπήκε σε ισχύ ο Ποινικός Κώδικας του 1834, που συνέταξε ο Γερμανός νομομαθής Ludwing von Maurer, ως μέλος της τριμελούς Βαυαρικής αντιβασιλείας του ανηλίκου Όθωνα. Ο Maurer ήταν οπαδός του καλούμενου «πατέρα» του νεώτερου Ποινικού Δικαίου γερμανού Anselm von Feuerbach που εξειδίκευσε με μεγάλη συνέπεια και συστηματικότητα τις φιλελεύθερες αρχές του πνεύματος του 19ου αιώνα και της Γαλλικής Επανάστασης στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου. Έτσι ο Ποινικός Κώδικας που συνέταξε ο Maurer, είχε ως πρότυπα τις νομοθετικές εργασίες του Feuerbach, δηλαδή τον Βαυαρικό Ποινικό Κώδικα του 1813 και τα βαυαρικά σχέδια του 1822, 1827 και 1831, που απέδιδαν με πιστό τρόπο την φιλελεύθερη αντίληψη εκείνης της εποχής στο χώρο του Ποινικού Δικαίου. Γι’ αυτό το λόγο η εισαγωγή του Ποινικού Κώδικα του 1834, ναι μεν αποτελεί διακοπή της προσπάθειας που άρχισε με την σύνταξη του «Απανθίσματος» να διαμορφωθεί το Ποινικό Δίκαιο στην απελευθερωμένη Ελλάδα με έναν τρόπο αυτόχθονο, συνιστά όμως θεμελίωσή του, ήδη από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της νεώτερης Ελληνικής Πολιτείας, πάνω στις αρχές του Κράτους Δικαίου, που προσπαθούν προπαντός να εξασφαλίσουν το άτομο από κρατικές αυθαιρεσίες στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου.
Ο Ποινικός Κώδικας του 1834 δεν ήταν επομένως, κοιταγμένος από αυτή τη σκοπιά, ξένο σώμα μέσα στην τότε Ελληνική πραγματικότητα, αντίθετα ανταποκρινόταν στις προσδοκίες του μόλις απελευθερωμένου από την καταπίεση και την αυθαιρεσία της τουρκοκρατίας Ελληνικού λαού.
Ο κώδικας του 1834 έμεινε σε ισχύ 116 χρόνια δηλαδή μέχρι το 1950, συμπληρωμένος βέβαια με διάφορα νεώτερα νομοθετήματα. Το 1911, στο πλαίσιο της γενικότερης τότε προσπάθειας που άρχισε στον τόπο μας για την αναμόρφωση των θεσμών της χώρας, αλλά και της έντονης τότε τάσης στην Ευρώπη για αναθεώρηση του Ποινικού Δικαίου με βάση νεώτερες αντιλήψεις, άρχισαν οι εργασίες για τη σύνταξη νέου Ποινικού Κώδικα. Οι εργασίες αυτές συνεχίστηκαν τριάντα χρόνια, απέδωσαν σειρά σχεδίων και οδήγησαν στην διατύπωση του Ποινικού Κώδικα του 1950, που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1951.
Το Νομοθέτημα αυτό δεν αποτελεί απλώς βελτίωση του κώδικα του 1834, ούτε και έχει ως πρότυπο ξένο κώδικα ή σχέδιο μ’ όλο που βέβαια στη σύνταξή του αξιοποιήθηκαν οι νεώτερες νομοπαρασκευαστικές εργασίες σε άλλες χώρες, ιδίως στην Γερμανία και Ελβετία. Ο κώδικας αυτός αποτελεί μία εξ’ υπαρχής και αυτοδύναμη αναμόρφωση των θεσμών του Ποινικού μας Δικαίου με βάση τα δεδομένα των σύγχρονων αναζητήσεων, τόσο στο δογματικό πεδίο όσο και στο χώρο της αντεγκληματικής πολιτικής, για την ικανοποίηση των αναγκών της Ελληνικής πραγματικότητας. Έτσι με την ισχύ του Κώδικα αυτού άρχισε μία νέα περίοδος στην Ιστορία του Ποινικού μας Δικαίου».
Πράγματι η εμπειρία μου ως νομικού και μαχόμενου Δικηγόρου κυρίως στον χώρο του ποινικού Δικαίου, είναι ότι με το ΠΔ 283/1985 που κωδικοποίησε τον ποινικό μας κώδικα και όλα τα νομοθετήματα που επακολούθησαν έως τις μέρες μας και επέφεραν τις ισχύουσες τροποποιήσεις του, η Ελληνική πολιτεία με το πλήθος των αξιών νομομαθών – Πανεπιστημιακών και λειτουργών της Δικαιοσύνης – κάνει συνεχώς βήματα προόδου ώστε το Ποινικό Δίκαιο να ασκεί την προστατευτική για τα έννομα αγαθά λειτουργία του.
«Αυτήν την αποστολή του, τότε μόνο μπορεί να εκπληρώσει το Ποινικό Δίκαιο, όταν η χρήση της ποινής γίνεται με μεγάλη φειδώ και μετριοπάθεια μόνο δηλαδή στις περιπτώσεις εκείνες και το μέτρο που η συνείδησή της Δικαιοσύνης το αξιώνει και το καλύπτει». (ΑΓ. ΜΑΓΚΑΚΗΣ).
«Η νομοθετική εξουσία πρέπει να δημιουργεί περισσότερη ελευθερία από όση καταστρέφει με την επιβολή ποινικών κυρώσεων. Η νομοθετική πρόβλεψη τέτοιων ποινικών κυρώσεων επιτρέπεται μόνον για το σκοπό της προστασίας άλλων μεγαλύτερης ή έστω ίσης σημασίας αγαθών του ατόμου ή του κοινωνικού συνόλου» (ΑΓ. ΜΑΓΚΑΚΗΣ).
«Αυτό είναι το ηθικό καθήκον του ποινικού Δικαίου: Να επιβάλει επί της γης την ηθική. Η ανθρωπότητα έχει πολύ πικρή πείρα της αλαζονείας του Δικαίου. Γιατί τα ποιο μεγάλα εγκλήματα στην ιστορία τελέστηκαν από καθεστώτα που ισχυρίζονταν ότι μονοπωλούσαν την ηθική και που γι΄ αυτό ανέθεσαν στην Δικαιοσύνη τους, να την επιβάλει» (ΑΓ. ΜΑΓΚΑΚΗΣ).
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν η «Ιερή Εξέταση» και το ναζιστικό καθεστώς!!! (ΑΓ. ΜΑΓΚΑΚΗΣ).