Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης*

Από τα βασικότερα στοιχεία θα είναι οι αλλαγές στο μπόνους των 50 εδρών που λαμβάνει το πρώτο κόμμα, η μείωση των βουλευτών ίσως σε 200, να μεταβληθεί στο 2% το όριο εισόδου στη Βουλή αντί για 3% και το “σπάσιμο” των μεγάλων περιφερειών. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι βουλευτές δεν μπορεί να είναι λιγότεροι από 200 στο σύνολο, αλλά ούτε και περισσότεροι από 300, ενώ ο αριθμός τους ορίζεται με νόμο. Οι εκλογικοί νόμοι ισχύουν από τις μεθεπόμενες εθνικές εκλογές, εκτός εάν ψηφισθούν από τα 2/3 των βουλευτών(200 βουλευτές), οπότε ισχύουν από τις επόμενες εθνικές εκλογές. Η κυβέρνηση είναι σε θέση να αλλάξει τον νόμο με απλή πλειοψηφία (151 βουλευτές), όμως το σύστημα να ισχύσει από τις μεθεπόμενες εκλογές.

Η εφαρμογή της απλής αναλογική, που προϋποθέτει και την κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών, έχει ήδη προκαλέσει ποικίλες συζητήσεις και τα σενάρια που εξετάζονται είναι πολλά.

Το σίγουρο είναι πως θα δημιουργήσει νέα δεδομένα στους συσχετισμούς των κομμάτων δίνοντας τη δυνατότητα ακόμα και στο δεύτερο σχηματισμό, κάτω από προϋποθέσεις, να είναι σε θέση να σχηματίσει κυβέρνηση.

Το σενάριο που φαίνεται να εξετάζεται από την κυβέρνηση, δεν είναι η πλήρης κατάργηση του μπόνους, αλλά η μερική. Οι μισές έδρες από το «μπόνους» των 50 εδρών φαίνεται να είναι το «δώρο» που θα δίνει ο εκλογικός νόμος στο πρώτο κόμμα διατηρώντας ακόμα ένα πλεονέκτημα σε σχέση με το δεύτερο. Πρόκειται σαφώς για μια πιο αναλογική έκδοση που αφήνει, όμως όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.

Ο σχηματισμός κυβέρνησης και στις δύο περιπτώσεις απλής αναλογικής (με ή χωρίς το όριο εισόδου στη Βουλή του 3%) καθίσταται περισσότερο δυσχερής απ’ ότι σήμερα με το μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα.

Στο σύστημα της απλής αναλογικής, ο αριθμός εδρών που λαμβάνουν οι συνδυασμοί εξαρτάται μόνο από το εθνικό ποσοστό τους, ανεξαρτήτως του αποτελέσματός τους ανά εκλογική περιφέρεια. Είναι το μοναδικό δίκαιο εκλογικό σύστημα, διότι αποτυπώνει ακριβώς τη λαϊκή βούληση. Δέχεται όμως την κριτική ότι δεν παράγει ισχυρές πλειοψηφίες, αφού η εμπειρία στις δυτικές κοινωνίες δείχνει πως σπάνια κάποιος συνδυασμός λαμβάνει το απαραίτητο 50% για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Γι' αυτό το λόγο χρησιμοποιείται σε πολύ λίγα κράτη για εθνικές εκλογές, ενώ αντίθετα είναι σύνηθες σε εκλογές τοπικού ή συνδικαλιστικού χαρακτήρα.

Μία παραλλαγή της απλής αναλογικής είναι αυτή που ορίζει ελάχιστο όριο για τη συμμετοχή στην κατανομή των εδρών. Σε αυτήν την περίπτωση, όσοι συνδυασμοί δεν ξεπεράσουν το όριο δε μπορούν να λάβουν έδρες, ακόμη και εάν δικαιούνται με βάση το παραπάνω γινόμενο.

Άλλη μια παραλλαγή είναι η Απλή αναλογική ανά περιφέρεια, κατά την οποία οι έδρες διανέμονται πρωτογενώς αναλογικά βάσει της δύναμης κάθε συνδυασμού ανά εκλογική περιφέρεια. Επιφανειακά αυτό μπορεί να ακούγεται ίδιο με την καθαρή απλή αναλογική, αλλά λειτουργεί εις βάρος των μικρών συνδυασμών. Συνήθως οι εκλογικές περιφέρειες έχουν μικρό αριθμό εδρών (άρα μεγάλο εκλογικό μέτρο), συνεπώς ενδέχεται ένας συνδυασμός με ομοιόμορφα κατανεμημένο εθνικό ποσοστό 4% ή 5% να μην πιάνει σε καμία περιφέρεια το απαιτούμενο μέτρο! Για τον παραπάνω λόγο η παραλλαγή αυτή θεωρείται πως ακροβατεί ανάμεσα στην απλή και την ενισχυμένη αναλογική. Ένα τέτοιο σύστημα εφαρμόσθηκε στις ελληνικές εθνικές εκλογές του1989 και 1990.

Ενισχυμένα αναλογικά συστήματα ονομάζονται αυτά που δεν ανήκουν σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες. Υπάρχουν άπειρα είδη, τα οποία είτε είναι συνδυασμοί πλειοψηφικού και απλής (μικτά) είτε πρωτότυπα. Αποτέλεσμα της ενισχυμένης αναλογικής είναι η δυσανάλογα μεγάλη εκπροσώπηση του πρώτου συνδυασμού στη βουλή εις βάρος των υπολοίπων (και κυρίως των μικρών), αλλοιώνοντας τη βασική δημοκρατική αρχή ότι κάθε ψήφος μετράει το ίδιο. Ως επιχείρημα προβάλλεται πάντα ότι η ενισχυμένη αναλογική εξασφαλίζει ευκολότερες αυτοδυναμίες, οδηγώντας σε σταθερές κυβερνήσεις. Ο όρος της ενισχυμένης αναλογικής είναι ψευδεπίγραφος, αφού στην πραγματικότητα αυτό το σύστημα είναι αποδυναμωμένη αναλογική. Ονομάζεται, όμως, έτσι επειδή ενισχύει το πρώτο σε ψήφους κόμμα.

Απλή αναλογική (ή περίπου) ισχύει σήμερα μόνο σε χώρες όπου εδώ και χρόνια κανόνας είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας. Με άλλα λόγια, προϋπόθεση για την εφαρμογή αυτού του εκλογικού συστήματος είναι μια άλλη πολιτική κουλτούρα.

Σήμερα, η διαίρεση δεν γίνεται με τον αριθμό των εγκύρων ψηφοδελτίων δια του 300 που είναι οι έδρες της Βουλής, αλλά δια του 250. Διότι οι 50 έδρες είναι εκτός υπολογισμών αφού πηγαίνουν αυτομάτως ως «δώρο» στο πρώτο κόμμα προκειμένου να διευκολυνθεί σύμφωνα με το νομοθέτη ο σχηματισμός κυβέρνησης. Για να εισέλθει ένας εκλογικός σχηματισμός (κόμμα, συνασπισμός κομμάτων, συνασπισμός μεμονωμένων υποψηφίων) ή ένας μεμονωμένος υποψήφιος στη Βουλή, πρέπει να λάβει ποσοστό τουλάχιστον 3% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων της επικράτειας (Άρθρο 5 του νόμου).

Το πρώτο κόμμα μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση με ποσοστό 33%,καταλαμβάνοντας 152 βουλευτικές έδρες, στην περίπτωση που τα κόμματα που θα μείνουν εκτός βουλής, συγκεντρώσουν το 19% των ψήφων (όπως στις εθνικές εκλογές Μαΐου 2012,όπου τα εκτός βουλής κόμματα, συγκέντρωσαν το 19,02% των ψήφων).

Σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, το ποσοστό για την εξασφάλιση 151 εδρών από το πρώτο σε ψήφους κόμμα κινείται στο 40,4% και μπορεί να υποχωρήσει πολύ περισσότερο αν συντρέξουν κι άλλες προϋποθέσεις, όπως για παράδειγμα η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ψήφων από κόμματα που δεν θα κατορθώσουν να συγκεντρώσουν το όριο του 3% και θα μείνουν εκτός Κοινοβουλίου. Το απαιτούμενο ποσοστό αυτοδυναμίας υποχωρεί κατά 0,4% – από το 40,4% που θεωρείται ως αρχικό όριο- για κάθε 1% επιπλέον ψήφους που θα συγκεντρώνουν κόμματα τα οποία δεν θα κατορθώσουν να µπουν στη Βουλή. Έτσι, στην περίπτωση που φτάσουμε σε ποσοστά ψήφων συνολικά χωρίς αντιπροσώπευση πάνω από 10% θεωρείται ότι ένα κόμμα μπορεί να κατακτήσει την αυτοδυναμία και µε ποσοστό που δεν θα υπερβαίνει το 36%.

Δηλαδή, η αυτοδυναμία δεν εξαρτάται κυρίως από τον αριθμό των κομμάτων που θα εισέλθουν στη Βουλή. Ασφαλώς αυτό αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, αλλά όχι τον καθοριστικότερο, ο οποίος είναι ο αριθμός των ψήφων προς τα κόμματα µε πανελλαδικό ποσοστό κάτω του 3%.

Το πρώτο σε ψήφους κόμμα μπορεί να κατακτήσει πλέον την αυτοδυναμία µε 36,5% εφόσον στη Βουλή εκπροσωπηθούν πέντε κόμματα.

Αντιθέτως, αν τα κόμματα που θα εκπροσωπηθούν στην επόμενη Βουλή είναι έξι (όπως υποστηρίζουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις), τότε το πρώτο κόμμα χρειάζεται ένα ποσοστό της τάξεως του 38,1%για να διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Αν μάλιστα τα κόμματα που θα µπουν στη Βουλή είναι επτά, τότε το πρώτο κόμμα χρειάζεται ποσοστό άνω του 40% για να έχει την αυτοδυναμία.

Σύμφωνα µε τις διατάξεις του εκλογικού νόμου, το πρώτο σε ψήφους κόμμα διασφαλίζει αυτοδυναμία στη Βουλή σε κάθε περίπτωση εφόσον συγκεντρώσει ποσοστό άνω του 40,4%. Στην πραγματικότητα, όμως, θα πρέπει να θεωρεί βέβαιη την αυτοδυναμία του και µε ποσοστό άνω του 39,5%, αφού είναι σχεδόν αδύνατον να συγκεντρωθούν όλες οι ψήφοι από κόμματα που θα µπουν στη Βουλή. Όσο περισσότερες είναι οι ψήφοι που θα πάνε σε κόμματα που δεν θα εισέλθουν στο Κοινοβούλιο, τόσο λιγότερο ποσοστό απαιτείται για την αυτοδυναμία.

Το σύνολο των ψήφων που συγκέντρωσε κάθε κόµµα στην επικράτεια πολλαπλασιάζεται µε τον αριθµό 250. Το γινόµενο που προκύπτει διαιρείται µε το άθροισµα των εγκύρων ψηφοδελτίων που συγκέντρωσαν στην επικράτεια όσοι σχηµατισµοί συµµετέχουν στην κατανοµή των εδρών. Οι έδρες που δικαιούται κάθε σχηµατισµός στην επικράτεια είναι το ακέραιο µέρος του πηλίκου της διαίρεσης. Αν το άθροισµα των ως άνω ακέραιων µερών των πηλίκων υπολείπεται του αριθµού 250, τότε παραχωρείται κατά σειρά ανά µία έδρα και ως τη συµπλήρωση αυτού του αριθµού στους σχηµατισµούς των οποίων τα πηλίκα εµφανίζουν τα µεγαλύτερα δεκαδικά υπόλοιπα. Στο αυτοτελές κόµµα που συγκέντρωσε τον µεγαλύτερο αριθµό εγκύρων ψηφοδελτίων στο σύνολο της επικράτειας, παραχωρούνται, επιπλέον των εδρών που λαµβάνει, πενήντα (50) ακόµη έδρες, οι οποίες προέρχονται από εκλογικές περιφέρειες στις οποίες έχουν παραµείνει αδιάθετες έδρες µετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας.

Στις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 ίσχυσε για πρώτη φορά ο λεγόμενος εκλογικός νόμος Σκανδαλίδη (3231/2004), με τις αλλαγές που επιφέρει ο νόμος Παυλόπουλου (3636/2008), κυρίως στο μπόνους εδρών του πρώτου κόμματος και τον περιορισμό στις προεκλογικές συνεργασίες κομμάτων. Η κύρια αλλαγή που επιφέρει ο νόμος (3636/2008) αφορά στην αύξηση του μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα. Το μπόνους αυξάνει από τις 40 στις 50 έδρες, γεγονός που διευκολύνει τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης. Το θεωρητικό ποσοστό για την αυτοδυναμία διαμορφώνεται περίπου στο 40% επί των έγκυρων, αλλά στην πραγματικότητα είναι ακόμη μικρότερο, αναλόγως του ποσοστού που θα πάρουν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής.

Η κατανομή των συγκεκριμένων εδρών σε κάθε εκλογική περιφέρεια είναι πιο περίπλοκη διαδικασία. Για τον καθορισμό του εκλογικού μέτρου (του αριθμού ψήφων που αντιστοιχούν σε μια έδρα), λαμβάνεται ως βάση, σε αντίθεση με την προηγούμενη διαδικασία, το σύνολο των εγκύρων ψηφοδελτίων που έλαβαν όλοι ανεξαιρέτως οι συνδυασμοί στην οικεία εκλογική περιφέρεια, ανεξάρτητα από το αν ξεπέρασαν το όριο του 3%. Το σύνολο των ψήφων αυτών (χωρίς τα λευκά και τα άκυρα) διαιρούμενο με τον αριθμό των εδρών που αναλογούν στην περιφέρεια αυτή δίνει το εκλογικό μέτρο της συγκεκριμένης εκλογικής περιφέρειας. Έτσι κάθε περιφέρεια έχει το δικό της εκλογικό μέτρο. Το σύνολο των εγκύρων ψηφοδελτίων που έλαβε ένας συνδυασμός σε μια εκλογική περιφέρεια διαιρούμενο με το εκλογικό μέτρο δίνει τον αριθμό των εδρών που λαμβάνει ο συνδυασμός στην εκλογική περιφέρεια αυτή. Όπως και στη διαδικασία για όλη την επικράτεια, κατά την πρώτη κατανομή λαμβάνεται υπ’ όψιν μόνο το ακέραιο μέρος του πηλίκου (3,98 = 3 έδρες). Το υπόλοιπο όμως, σε αντίθεση με τη διαδικασία για όλη την επικράτεια, δεν κατανέμεται αμέσως με βάση το δεκαδικό μέρος, αλλά οι έδρες που απομένουν λογίζονται ως αδιάθετες και ακολουθείται άλλη διαδικασία. Για τη διάθεση των αδιάθετων εδρών λαμβάνεται υπ' όψιν πλέον ο αριθμός των εδρών που δικαιούται ο κάθε συνδυασμός σε όλη την επικράτεια με βάση την πρώτη διαδικασία. Σε αυτό το στάδιο λαμβάνει και το πρώτο κόμμα τις 50 επιπλέον έδρες που του αναλογούν. Οι υπολειπόμενες αυτές έδρες, ώσπου να συμπληρωθεί ο αριθμός των εδρών που δικαιούται να λάβει το κόμμα σε όλη την επικράτεια, του δίνονται στις περιφέρειες όπου έχει μεγαλύτερο υπόλοιπο ψήφων (μεγαλύτερο δεκαδικό μέρος στο πηλίκο της διαίρεσης σε κάθε εκλογική περιφέρεια).

Ως έγκυρες ψήφοι λογίζονται αυτές οι οποίες δεν είναι λευκές ή άκυρες (σημαδεμένες, μουντζουρωμένες, φάκελος χωρίς ψηφοδέλτιο κλπ). Ο μη συνυπολογισμός των λευκών στις έγκυρες ψήφους (για την κατανομή των εδρών), έγινε με μεταγενέστερη ερμηνευτική διάταξη, αυτή του άρθρου 1 του νόμου 3434/2006, παρόλο που το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) με την υπ' αρ. 12/2005 απόφασή του είχε κρίνει κατά πλειοψηφία (6 προς 5) ότι η αντίστοιχη ρύθμιση του προηγούμενου νόμου ήταν αντισυνταγματική. Το δικαστήριο είχε κρίνει ότι η λευκή ψήφος διακρίνεται από την άκυρη και αποτελεί ενάσκηση του εκλογικού δικαιώματος, γι' αυτό και θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν. Οι διατάξεις που ορίζουν ότι το εκλογικό μέτρο ευρίσκεται χωρίς να συμπεριληφθούν οι λευκές ψήφοι«θίγουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και την ισότητα της ψήφου και είναι αντίθετες προς τις [...] συνταγματικές διατάξεις». Η απόφαση αυτή πάντως ανέτρεπε προηγούμενες αποφάσεις τόσο του ίδιου του ΑΕΔ όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες η μη προσμέτρηση των λευκών κατά την εξεύρεση του εκλογικού μέτρου είχε κριθεί σύμφωνη με το Σύνταγμα.

Από τα ενδιαφέροντα στοιχεία αυτής της εκλογικής αναμέτρησης είναι και οι αυξομειώσεις εδρών στις εκλογικές περιφέρειες της χώρας. Εχουμε αλλαγές σε 14 εκλογικές περιφέρειες επί συνόλου 56. Από αυτές στη Β' Αθηνών οι έδρες αυξάνονται κατά δύο (από 42 σε 44), στην Αττική κατά τρεις (από 12 σε 15), στη Θεσπρωτία κατά μία (από μονοεδρική γίνεται δυεδρική), στη Β' Θεσσαλονίκης κατά δύο (από 7 σε 9), στις Κυκλάδες κατά μία (από 3 σε 4) και στη Μαγνησία επίσης κατά μία (από 5 σε 6). Αντιθέτως, μειώσεις έχουμε στην Α' Αθηνών κατά τρεις έδρες (από 17 σε 14), στην Αιτωλοακαρνανία κατά μία (από 8 σε 7), στην Αχαΐα επίσης κατά μία (από 9 σε 8), στη Βοιωτία το ίδιο (από 4 σε 3), στην Ηλεία επίσης (από 6 σε 5), όπως και στην Καρδίτσα (από 5 σε 4), στις Σέρρες (από 7 σε 6) και στα Τρίκαλα (από 5 σε 4). Σημειώνεται ότι πλέον οι μονοεδρικές από 8 μειώθηκαν σε 7 και συγκεκριμένα: Γρεβενά, Ευρυτανία, Ζάκυνθος, Κεφαλληνία, Λευκάδα, Σάμος και Φωκίδα.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 84 παράγραφος 6 του Συντάγματος σχετικά με τις θετικές ψήφους που πρέπει να λάβει η Κυβέρνηση όταν ζητά ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή, προβλέπεται ότι πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών. Δηλαδή μπορεί να υπάρξει Κυβέρνηση και με 120 θετικές ψήφους εφόσον όμως ψηφίσουν μόνο 239 Βουλευτές (ενώ οι υπόλοιποι 61 θα έχουν πχ αποχωρήσει από την ψηφοφορία). Τέλος, όσον αφορά αυτό το σενάριο υπάρχουν διαφορετικές απόψεις στην θεωρία, καθώς πολλοί συνταγματολόγοι υποστηρίζουν ότι ισχύει μόνο για Κυβέρνηση που βρίσκεται στο μέσο της θητείας της και ζητά νέα ψήφο εμπιστοσύνης, ενώ άλλοι συνταγματολόγοι υποστηρίζουν ότι ισχύει και για νέα Κυβέρνηση που προκύπτει μετά από εκλογές.

Ο υπολογισμός γίνεται επί των εγκύρων ψηφοδελτίων που μετέχουν στη διαδικασία κατανομής των εδρών, δηλαδή μεταξύ των κομμάτων που έπιασαν το όριο του 3%. Εξαιρείται ο αριθμός των ψήφων όλων εκείνων που δεν έπιασαν το όριο εισόδου στη Βουλή.

*Δικηγόρος Αθηνών

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr