Πρωτοποριακές αποφάσεις για εγκλήματα φοροδιαφυγής από το Πρωτοδικείο Σπάρτης
Νομικός Λόγος: Πρωτοποριακές αποφάσεις επί ποινικών αδικημάτων για εγκλήματα φοροδιαφυγής από τα ποινικά δικαστήρια του Πρωτοδικείου Σπάρτης
Γράφει ο Χρήστος Α. Πλειώτας*
Όταν άνοιξε η παρούσα στήλη, ένας από τους σκοπούς της ήταν η προβολή και ανάπτυξη επίκαιρων νομικών ζητημάτων με ευρύτερη κοινωνική σημασία.
Θεωρώ αναγκαίο στο πλαίσιο αυτό να δημοσιεύσω σήμερα τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που ανέπτυξε η υπεράσπιση κατηγορουμένων πολιτών, για το ποινικό αδίκημα της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης κατά τις δικασίμους της 10 – 03 – 2016 και 18 – 03 – 2016 (μετά από διακοπή της αρχικής συνεδρίασης), οι οποίοι έγιναν δεκτοί κατά πλειοψηφία από το ανωτέρω ποινικό δικαστήριο που με την αθωωτική απόφασή του (ίσως να είναι και η πρώτη πανελλαδικά ποινικού δικαστηρίου) αρχίζει να διαγράφει μία Νομολογία επί του συγκεκριμένου θέματος.
Θεωρώ αξιοσημείωτο το γεγονός ότι πλην της συγκεκριμένης αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης, λίγες ημέρες νωρίτερα, εξεδώθη απ’ το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Σπάρτης όμοια αθωωτική απόφαση, επί του ιδίου θέματος εκδόσεως και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, που έκανε δεκτούς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς και της εκεί υπερασπίσεως.
Θεωρώ επίσης δόκιμο να επισημάνω, ότι οι ανωτέρω δύο αθωωτικές αποφάσεις, εξεδόθησαν παρά την αντίθετη Εισαγγελική πρόταση και ότι η Εισαγγελική αρχή επιφυλάχθηκε του δικαιώματός της να ασκήσει έφεση εναντίον τους, θεωρώντας ότι το όλο θέμα θα πρέπει να κριθεί και ενώπιον των δευτεροβαθμίων ποινικών δικαστηρίων.
Επειδή συμμετείχα στις δύο ποινικές συνεδριάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης, τονίζω ότι ήταν κέρδος για την δικαιοσύνη, ανεξαρτήτως τελικής εκβάσεως της ποινικής δίκης, ο Νομικός διάλογος, ο προβληματισμός και εν τέλει η αντιπαράθεση απόψεων μεταξύ Νομικών (συνηγόρων και δικαστών) όπως και η διαφοροποίηση μεταξύ των μελών της συνθέσεως του ποινικού δικαστηρίου.
Θέλω επίσης να τονίσω πριν αναφερθώ στην ουσία του Νομικού ζητήματος, ότι όταν μιλάμε για Νομολογία αναφερόμαστε στην δικαστική ερμηνεία των Νόμων και ειδικότερα στην δια των δικαστικών αποφάσεων ερμηνεία και εφαρμογή νόμων.
Η Νομολογία σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να συγχέεται με την Νομοθεσία που αποτελεί το σύνολο των νόμων. Η Νομολογία συνήθως αποτελεί σύνολο αποφάσεων που λαμβάνουν το όνομα του αρμόδιου Δικαστηρίου που τις εκδίδει π.χ. Νομολογία του Αρείου Πάγου, Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην περίπτωση που κάθε φορά ένα πρόβλημα τίθεται στην δικαιοδοσία κάποιου δικαστηρίου και η απόφαση επαναλαμβάνεται κατά τρόπο συνεχή και ομοιόμορφο, τότε η Νομολογία καλείται παγία. Η Νομολογία δεν αποτελεί άμεση πηγή δικαίου, ούτε και συντελεί στην διαμόρφωση δικαίου, αλλά θεωρείται έμμεση πηγή δικαίου.
Ακόμα και οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τους κανόνες δικαίου. Ο κάθε δικαστής είναι ελεύθερος να κρίνει την νομική λύση των νομικών διαφορών που υποβάλλονται σ’ αυτόν, έστω και εάν άλλο Δικαστήριο ακόμη και ανώτερο, έχει δώσει σε όμοια περίπτωση διάφορη νομική λύση.
Βεβαίως σήμερα στην πράξη η Νομολογία των ανώτερων Δικαστηρίων δεν παραβλέπεται έστω και εάν δεν δεσμεύει τον κατώτερο Δικαστή, που κατά κανόνα δεν παρεκκλίνει εκείνης και μάλιστα αν πρόκειται για Νομολογία του Αρείου Πάγου, εκτός αν υπάρχουν αποδεδειγμένα νεώτερα στοιχεία που είχαν διαφύγει της πρότερης κρίσης του ανώτερου δικαστή.
Στην προκείμενη περίπτωση για το θέμα που εκθέτω δεν υπάρχει απ’ ότι γνωρίζω έως σήμερα, σχετική δικαστική απόφαση ανώτερου Δικαστηρίου (π.χ. Εφετείου) ούτε και απόφαση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας (Αρείου Πάγου).
Όπως μου αρέσει συχνά να λέω, νοιώθω ευτυχής και υπερήφανος για την επιστήμη μου και για την ευρύτερη έννοια της προαγωγής του δικαίου και της δικαιοσύνης, όταν νέοι δικαστές κατώτερων δικαστηρίων, με την έμφρονα κρίση τους, απροσωπόληπτα και αμερόληπτα φυσικά, «σκάβουν την γη του δικαίου» και χαράζουν με τις αποφάσεις τους γόνιμο έδαφος ως ορθό δρόμο εντός του οποίου βαδίζουν σε πολλές περιπτώσεις ανώτερα δικαστήρια, ώσπου στο τέλος, συνδιαμορφώνεται με τις αποφάσεις τους, μία κρατούσα και πάγια Νομολογία στο θέμα που πρώτοι κατώτεροι Δικαστές έκριναν.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΠΟΥ ΕΤΕΘΗ ΠΡΟΣ ΚΡΙΣΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΣΠΑΡΤΗΣ ΕΙΧΕ ΩΣ ΕΞΗΣ: Οι κατηγορούμενοι εκπρόσωποι εταιρίας κατηγορήθηκαν για παράβαση άρθρων 19 παρ. 1 εδ. 2, 20 παρ. 1β, 21 παρ. 2 εδ. β Ν 2523/97 ως ισχύει, ήτοι ότι υπό την ιδιότητά τους, αποδέχθηκαν εικονικά φορολογικά στοιχεία, τα οποία εξέδωσε τρίτος επιχειρηματίας που διατηρούσε υπαρκτή επιχείρηση και ποιο συγκεκριμένα ότι: Την διαχειριστική περίοδο από 01 – 01 – 2004 έως 31 – 12 – 2004 αποδέχθηκαν δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης, τα οποία αφορούσαν δήθεν πωλήσεις υλικών αυτοκινήτων με λήπτρια την εταιρία τους, συνολικής καθαρής αξίας 39.500 ευρώ πλέον ΦΠΑ 7.110 ευρώ και ότι την διαχειριστική περίοδο από 01 – 01 – 2005 έως 31 – 12 – 2005 αποδεχθήκαν δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης, τα οποία αφορούσαν δήθεν πωλήσεις υλικών αυτοκινήτων με λήπτρια την ανωτέρω εταιρία τους, συνολικής καθαρής αξίας 24.632 ευρώ πλέον ΦΠΑ 4.680,08 ευρώ, τα οποία κρίθηκαν εικονικά (και αυτά του 2004 και αυτά του 2005) διότι κατά την κρίση της ελεγκτικής αρχής εκδόθηκαν για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό τους.
Οι κατηγορούμενοι κατ’ αρχήν αρνήθηκαν την κατηγορία, τονίζοντας ότι ουδέποτε αποδέχθηκαν εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές της εταιρίας τους με την εκδότρια επιχείρηση. Τόνισαν ότι η συναλλαγή τους με τον ανωτέρω εκδότη ήταν υπαρκτή και πραγματική στο σύνολό της, αφού η εταιρία τους διαθέτει μεταφορικά μέσα για τα οποία αγοράστηκαν και τοποθετήθηκαν στις εγκαταστάσεις της τα υλικά που αφορούσαν τα τιμολόγια – δελτία αποστολής του κατηγορητηρίου, το γεγονός δε ότι ο εκδότης ο οποίος εξέδωσε τα φερόμενα ως εικονικά τιμολόγια – δελτία αποστολής δεν είχε καταχωρήσει το σύνολο των αγορών και των πωλήσεων της επιχειρήσεώς του εις τα φορολογικά του βιβλία κατά τα ελεγχόμενα έτη, δηλαδή το γεγονός ότι ο εκδότης των στοιχείων φέρεται να μην δήλωνε τα πραγματικά έσοδα της επιχειρήσεώς του απ’ τις πωλήσεις της στα πωλούμενα υλικά, δεν τεκμαίρει όπως είπαν, ανυπαρξία και εικονικότητα της μεταξύ τους καθ’ όλα υπαρκτής συναλλαγής, αλλά αποτελεί τεκμήριο και ένδειξη φοροδιαφυγής του εκδότη, δηλαδή αποφυγής από αυτόν δηλώσεως των αληθινών αγορών και πωλήσεων της επιχειρήσεώς του, γεγονός που συνηγορεί σε ύπαρξη υπαρκτής και πραγματικής μεν δραστηριότητος, πλην όμως φοροδιαφεύγουσας για τον εκδότη δραστηριότητος και όχι σε ανυπαρξία συναλλαγής και δραστηριότητος της επιχειρήσεως του εκδότη με την επιχείρησή τους.
ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΑΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΠΡΟΕΒΑΛΑΝ ΤΟΥΣ ΚΑΤΩΘΙ ΤΡΕΙΣ (3) ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥΣ: Ι/ ΠΡΩΤΟΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ: Ζήτησαν από το Δικαστήριο να απαλλαγούν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. β υποπερίπτωση α Ν 4174/2013 ως τροποποιήθηκε με άρθρο 8 Ν 4337/2015 και ισχύει από 17 – 10 – 2015 σε συνδυασμό με άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, εις την αδόκητη δι’ αυτούς περίπτωση που έκρινε ότι η συναλλαγή τους με τον εκδότη των φερομένων ως εικονικών φορολογικών στοιχείων ετύγχανε ανύπαρκτη στο σύνολό της όπως κατηγορούνταν και κρινόταν περαιτέρω ότι αυτοί πράγματι αποδέχθηκαν τα εικονικά φορολογικά στοιχεία του εκδότη.
Ειδικότερα εξέθεσαν επ’ αυτού τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 2 Ν 2523/97 βάσει του οποίου ησκήθη εναντίον τους ποινική δίωξη: «Το αδίκημα του άρθρου αυτού (έκδοση και αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων) είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος Νόμου». Τόνισαν πως με την παρ. 1 του ιδίου άρθρου (19 Ν 2523/97) βάσει του οποίου εδιώχθησαν ποινικά οριζόταν ότι: «Όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της, ή για μέρος αυτής, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 3000 ευρώ και με κάθειρξη εφόσον το άνω ποσό υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ».
Όπως είπαν σύμφωνα με το άρθρο 66 Ν 4174/2013, νόμος που σήμερα ισχύει και θεωρείται ευμενέστερος του Ν 2523/97, στην παρ. 5 αυτού διαπλάθονται σύμφωνα με την εισηγητική – αιτιολογική έκθεσή του δύο (2) ξεχωριστά πλημμελήματα και ένα (1) κακούργημα και συγκεκριμένα: «Στην παρ. 5 εδ. α άρθρο 66 Ν 4174/2013 περιγράφεται η νομοτυπική μορφή του πλημμελήματος της έκδοσης και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορά ανύπαρκτη συναλλαγή ως προς ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο φορολογικό στοιχείο (άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο – εικονικότητα ως προς το πρόσωπο), ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών (3) μηνών (στην προκείμενη περίπτωση τιμωρείται η έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ανεξαρτήτως απ’ το εάν διαφεύγει ή μη την πληρωμή του φόρου ο εκδότης ή ο λήπτης αυτών, ενώ στην παρ. 5 εδ. β΄ υποπεριπτώσεις α και β του άρθρου 66 Ν 4174/2013 περιγράφεται η νομοτυπική μορφή αφενός μεν ενός δεύτερου αυτοτελούς πλημμελήματος σε σχέση με το πλημμέλημα του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. α Ν 4174/2013 ήτοι αυτού ειδικά της έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων που εκδίδονται ή λαμβάνονται για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής (εικονικότητα ως προς την συναλλαγή και όχι ως προς το πρόσωπο), ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός (1) έτους εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, αφετέρου δε περιγράφεται η νομοτυπική μορφή ενός κακουργήματος αυτού της έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, η οποία τιμωρείται με ποινή κάθειρξης έως 10 έτη εφόσον το ποσό των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ.
Οι κατηγορούμενοι επέμειναν ότι στην συγκεκριμένη παράγραφο 5 άρθρου 66 Ν 4174/2013 δεν διαπλάθεται ένα βασικό αδίκημα στην πλημμεληματική του μορφή με τις δύο επιβαρυντικές – διακεκριμένες (μία σε βαθμό πλημμελήματος και μία σε βαθμό κακουργήματος) μορφές του, αλλά τρία ξεχωριστά εγκλήματα των οποίων η πλήρωση από πλευράς αντικειμενικής υποστάσεως προϋποθέτει διαφορετικά στοιχεία. Το πρώτο πλημμέλημα τιμωρεί την εικονικότητα ως προς το πρόσωπο, το δεύτερο πλημμέλημα τιμωρεί την εικονικότητα ως προς την ύπαρξη της συναλλαγής και το κακούργημα τιμωρεί την εικονικότητα ως προς την ύπαρξη της συναλλαγής με βάση την υπέρβαση συγκεκριμένου ποσού του συνόλου των εικονικών στοιχείων.
Συνεπώς όπως είπαν στην συγκεκριμένη περίπτωση για την οποία και αυτοί κατηγορούνταν, δεν πληρώθηκαν από αντικειμενικής πλευράς οι προυποθέσεις του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. β΄ υποπερίπτωση α΄ Ν 4174/2013 ως τροποποιήθηκε και ισχύει με άρθρο 8 Ν 4337/2015, ώστε η πράξη που τους καταλογίζεται της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της να διώκεται ποινικώς, εφόσον δεν ξεπερνά το σύνολο των εικονικών στοιχείων το ποσό των 75.000 ευρώ και γι’ αυτό θα έπρεπε να απαλλαγούν, κατ’ εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, καθ’ ότι η σε βάρος τους πλημμεληματική κατηγορία είναι τελείως διαφορετική του πλημμελήματος του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. α Ν 4174/2013 (άρθρο 8 Ν 4337/2015).
Επεξήγησαν περαιτέρω ότι: Το ότι πρόκειται για τρία (3) ξεχωριστά εγκλήματα προκύπτει εξ’ αντιδιαστολής και από το άρθρο 70 παρ. 2 Ν 4174/2013 (άρθρο 8 Ν 4337/2015): Σύμφωνα με το οποίο: Αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων για εγκλήματα των άρθρων 17, 18 και 19 Ν 2523/1997 που εκδόθηκαν για ποσά μικρότερα από τα οριζόμενα στο άρθρο 66 και δεν έχουν εκτελεστεί κατά την δημοσίευση του παρόντος Νόμου δεν εκτελούνται. Αν άρχισε η εκτέλεσή τους διακόπτεται. Εκκρεμείς μηνυτήριες διαφορές για εγκλήματα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, δεν εισάγονται για συζήτηση και οι σχετικές δικογραφίες τίθενται στο αρχείο, με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα.
Εάν λοιπόν όπως τόνισαν, επρόκειτο για ένα έγκλημα με τις διακεκριμένες μορφές του δεν θα υπήρχαν κατά την ημέρα έναρξης ισχύος του Ν 4337/2015 (17 – 10 – 2015) εκκρεμείς ποινικές δικογραφίες εις χείρας του αρμόδιου Εισαγγελέως για τεθούν στο αρχείο, όπως επιτάσσει ο Νομοθέτης στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 άρθρου 70 Ν 4174/2013, αφού με την εσφαλμένη θεώρηση περί ενός βασικού εγκλήματος με τις διακεκριμένες παραλλαγές του, ο κάθε αρμόδιος Εισαγγελέας δεν θα έθετε στο αρχείο καμία εκκρεμή μηνυτήρια αναφορά για παράβαση άρθρου 19 Ν 2523/1997, κρίνοντας ότι σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως υπαρκτής ή μη συναλλαγής, το αδίκημα διώκεται ούτως ή άλλως στην βασική του μορφή με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών (3) μηνών.
Όμως όπως τόνισαν εάν ήταν αυτό το πνεύμα και το γράμμα του Νόμου τότε βέβαιον είναι ότι ο Νομοθέτης δεν θα είχε εισαγάγει το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 άρθρο 70 Ν 4174/2013 με την μορφή που το εισήγαγε, επιβάλλοντας στον αρμόδιο Εισαγγελέα και για το αδίκημα της έκδοσης και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων εφόσον αφορά ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος της συναλλαγής για ποσά μικρότερα των 75.000 ευρώ να θέτει στο αρχείο με πράξη του τις σχετικές δικογραφίες, αλλά το εν λόγω άρθρο 70 παρ. 2 θα είχε άλλη μορφή και συγκεκριμένα δεν θα αναφερόταν καθόλου σε εκκρεμείς ποινικές δικογραφίες για εγκλήματα του άρθρου 19 Ν 2523/1997 αλλά μόνον για τα εγκλήματα των άρθρων 17 και 18 Ν 2523/1997.
Όπως είπαν εξ’ αυτού και μόνον ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι εφόσον έχει χρέος η αρμοδία Εισαγγελική αρχή κατ’ άρθρο 70 παρ. 2 Ν 4174/2013 να αρχειοθετεί τις εκκρεμείς εις χείρας της σχετικές δικογραφίες που αφορούν εγκλήματα φοροδιαφυγής του άρθρου 19 Ν 2423/1997, διότι σε αντίθετη περίπτωση μη αρχειοθέτησης υπερβαίνει την εξουσία της υπό την αρνητική της μορφή, αρνούμενη να εφαρμόσει Νόμο που υποχρεούται να εφαρμόσει, αυτό σημαίνει ότι τα αδικήματα του άρθρου 66 παρ. 5 είναι τρία αυτοτελή και ξεχωριστά, δύο πλημμελήματα και ένα κακούργημα, οπότε μη πεπληρωμένης της αντικειμενικής υποστάσεως του πλημμελήματος του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. β΄ υποπερίπτωση α Ν 4174/2013 για το οποίο αυτοί κατηγορούνταν, είναι Νομικά εσφαλμένο και απαράδεκτο να καταδικασθούν κατ’ ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, για ένα άλλο τελείως διαφορετικό πλημμέλημα αυτό του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. α Ν 4174/2013.
Εν κατακλείδι επεσήμαναν ότι: Εις την περίπτωσή τους δεν υφίσταται – εάν αυτό συμβεί – μονό στρεβλή γραμματική και τελολογική ερμηνεία του Ν 4174/2013 αλλά πολύ περισσότερο εσφαλμένη αντίληψη περί του ορθού τρόπου σύλληψης και απονομής του δικαίου και έκφρασης του κοινού περί δικαίου αισθήματος, δεδομένου ότι ο κάθε κατηγορούμενος πρέπει να διώκεται μόνο για την πράξη για την οποία κατηγορείται, χωρίς να προκαταλαμβάνεται στο πλαίσιο μίας ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας σε βάρος του.
Τόνισαν ότι η εναντίον τους δίωξη είναι σαφές ότι ερείδεται εις το δεύτερο εδάφιο υποπερίπτωση α΄ άρθρου 66 παρ. 5 Ν 4174/2013 (παλαιό β΄ εδάφιο άρθρο 19 παρ. 1 Ν 2523/1997) οπότε με βάση το ποσό των 39.500 ευρώ της συνολικής αξίας των φερομένων ως εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούσαν το έτος 2004 και το ποσό των 24.632 ευρώ των φερομένων ως εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούσαν το έτος 2005, η πράξη για την οποία κατηγορούνταν τυγχάνει πλέον μη αξιόποινη, δεδομένου ότι η συνολική αξία των φερομένων ως εικονικών φορολογικών στοιχείων δεν ξεπερνά το ποσό των 75.000 ευρώ ακόμα και εάν προστεθούν στα ανωτέρω ποσά της καθαρής αξίας και τα ποσά του ΦΠΑ που είναι 7.110 ευρώ για το έτος 2004 και 4.680,08 ευρώ για το έτος 2005.
Επισήμαναν περαιτέρω, ότι δεν είναι δυνατόν να αθροιστούν στα ποσά των φερομένων ως εικονικών φορολογικών στοιχείων του έτους 2004, τα ποσά των φερομένων ως εικονικών φορολογικών στοιχείων του έτους 2005 ώστε να πει το Δικαστήριο ότι ξεπερνούν το ποσό των 75.000 ευρώ και άρα διώκεται η πράξη που τους αποδίδεται, διότι για να υφίσταται κατ΄ εξακολούθηση έγκλημα και να εφαρμοσθεί το άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ αυτονοήτως θα πρέπει να υφίσταται ως αυτοτελώς αξιόποινη η κάθε μερικότερη πράξη του ιδίου εγκλήματος που φέρεται ότι τελείται κατ’ εξακολούθηση, κάτι που στην περίπτωσή τους δεν συμβαίνει, αφού η χρήση του 2004 δίδει συνολική αξία φερομένων ως εικονικών στοιχείων κάτω των 75.000 ευρώ όπως και η χρήση του 2005.
ΙΙ/ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ: Ζήτησαν από το Δικαστήριο εις την αδόκητο δι’ αυτούς περίπτωση που δεν γίνει δεκτός ο πρώτος αυτοτελής τους ισχυρισμός, να απαλλαγούν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. β΄ υποεδάφιο τελευταίο Ν 4174/2013 και τούτο διότι: Τόνισαν ότι το πλέον σημαντικό του άρθρου 66παρ. 5 Ν 4174/2013 είναι ότι καταργήθηκε η παρ. 2 άρθρου 19 Ν 2523/97 και πλέον το ποινικό αδίκημα της έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, δεν είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις παραγράφους 1 έως 4 Ν 4174/2013 (παλαιά άρθρα 17 και 18 Ν 2523/97). Τούτο ορίζεται σαφώς τόσο στο α΄ εδάφιο της παρ. 5 άρθρου 66 Ν 4174/2013 υπό εδάφιο τελευταίο όσο και στο β΄ εδάφιο του ιδίου άρθρου υπό εδάφιο τελευταίο. Ορίζεται συγκεκριμένα ότι: «Εκτός αν τα φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για την διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως και 4 οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος».
Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στο β΄ εδάφιο στο τέλος αυτού όπου ορίζεται ότι: «Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων (δηλαδή των 75.000 ευρώ και των 200.000 ευρώ δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για την διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως και 4 οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος».
Τόνισαν ότι κατηγορούνται πως τα φερόμενα ως εικονικά φορολογικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, τα έλαβαν για να διαπράξουν αδικήματα φοροδιαφυγής που περιγράφονται στις παρ. 1 έως 4 άρθρο 66 Ν 4174/2013 δηλαδή για να μην πληρώσουν τον πραγματικό φόρο εισοδήματος και για να μην αποδώσουν τον πραγματικό Φ.Π.Α. Συνεπώς κατ’ εφαρμογή του τελευταίου υπό εδαφίου του β ΄εδαφίου της παρ. 5 άρθρου 66 Ν 4174/2013 θα έπρεπε να τιμωρηθούν μόνο για τις πράξεις των παρ. 1 έως 4 Ν 4174/2013 και όχι για αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ανεξαρτήτως των πράξεων αυτών, με δεδομένο ότι πλέον έχει καταργηθεί η παρ. 2 άρθρου 19 Ν 2523/1997.
Όμως για να τιμωρηθούν όπως τόνισαν για μία από τις πράξεις των παρ. 1 έως 4 Ν 4174/2013 θα έπρεπε να έχουν διαφύγει φόρο και να μην έχουν αποδώσει Φ.Π.Α. για κάθε ένα ξεχωριστό έτος (2004 και 2005) που υπερβαίνει τα ποσά που ορίζουν οι παρ. 3 και 4 του Νόμου αυτού, δηλαδή των ποσά των 100.000 ευρώ κατ’ έτος και είδος φόρου και τα ποσά των 50.000 ευρώ κατ’ έτος και είδος φόρου.
Στην περίπτωσή τους όπως απέδειξαν είναι σαφές ότι ο φόρος που αναλογούσε στο σύνολο των εικονικών του κατηγορητηρίου για το έτος 2004 ξεχωριστά και για το έτος 2005 ξεχωριστά, δεν ξεπερνά το όριο των 100.000 ευρώ, ούτε ο Φ.Π.Α. για κάθε ένα από τα ανωτέρω έτη που δεν αποδόθηκε με βάση τα ίδια ποσά των φερομένων ως εικονικών στοιχείων του κατηγορητηρίου, ξεπερνά το όριο των 50.000 ευρώ και ως εκ τούτου θα έπρεπε να αθωωθούν για την υπό κατηγορία πράξη (της αποδοχής εικονικών φορολοτικών στοιχείων) κατ’ εφαρμογή του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. β΄υπό εδ. τελευταίο Ν 4174/2013 και άρθρο 1 έως 4 Ν 4174/2013 ως τροποποιήθηκαν με άρθρο 8 Ν 4337/2015, σε συνδυασμό και με άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ.
ΙΙΙ/ ΤΡΙΤΟΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ: Τόνισαν στο Δικαστήριο ότι για τα συγκεκριμένα φερόμενα ως εικονικά φορολογικά στοιχεία έχουν επιβληθεί σε βάρος τους πρόστιμα και προσαυξήσεις από την αρμοδία φορολογική αρχή ενώ επίσης με εξωλογιστικό υπολογισμό, τους έχει καταλογιστεί ο φόρος τον οποίο διέφυγαν όπως και ο Φ.Π.Α. που δεν απέδωσαν.
Ησκήθη δε, όπως είπαν, ποινική δίωξη εναντίον τους σε προγενέστερο χρόνο για το πλημμέλημα της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο που διώκεται κατ’ άρθρον 25 Ν 1882/1990 ως τροποποιήθηκε και ισχύει με άρθρο 71 ν 4174/2015 (προηγούμενες τροποποιήσεις άρθρο 23 Ν 2523/1997, άρθρο 34 παρ. 1 Ν 3220/2004, άρθρο 3 παρ. 1 Ν 3943/2011 και άρθρο 20 Ν 4231/2015).
Τόνισαν στο Δικαστήριο ότι: Ως γνωστόν (ΑΠ 357/2013 ΠοινΔικ. 2013, 1994 και ΤρΠλημΘεσ. 5286/2015 ΠοινΔικ 2015, 930) μεταξύ των ποινικών αδικημάτων του Ν 1882/1990 και του Ν 2523/1997 και νυν 4174/2013 υφίσταται φαινομενική πραγματική συρροή, υπερισχύουν δε τα αδικήματα φοροδιαφυγής του Ν 2523/1997 με βάση την αρχή της απορρόφησης. Το αδίκημα του Ν 1882/1990 είναι μη τιμωρητή ή συντιμωρητή υστέρα πράξη. Εάν έχει προηγηθεί απόφαση δικαστηρίου για τα χρέη προς το Δημόσιο Ν 1882/1990 δεν είναι δυνατή η πρόοδος της διαδικασίας για τα αδικήματα πλημμελήματα ή και κακούργημα του Ν 4174/2013 (παλιό 2523/1997) διότι το ενιαίο συμβάν αποτρέπει την διπλή αξιολόγηση. Η εκκρεμοδικία (αναλογική εφαρμογή άρθρων 57, 128 επ, 132 ΚποινΔ) ή το δεδικασμένο (57 ΚποινΔ) βρίσκουν την δικαιολογία τους στην αποφυγή πολλαπλής χρήσης των ιδίων πραγματικών περιστατικών κατά του ιδίου προσώπου, ανεξάρτητα από τον Νομικό χαρακτηρισμό. Τα ανωτέρω ποινικά αδικήματα όπως είπαν, αφορούν το ίδιο έννομο αγαθό, δηλαδή την περιουσία του Ελληνικού δημοσίου που πλήττεται από την απώλεια συγκεκριμένων φόρων, τελών ή εισφορών (Γ. Δημήτραινα εγκλήματα φοροδιαφυγής 2011 σελ. 84, Ι. Μανωλεδάκη πρακτ. Δ, ΠανΣυν. ΕλΕτ Π.Δ. 1993 σελ. 97, Σαλτάνη Χ Μεθοδολογικά Προλεγόμενα 1999 σελ. 405 Παπακυριάκου Θ. φορολογικό ποινικό δίκαιο 2005 σελ. 1992 επ και ιδίως 1997.
Τόνισαν περαιτέρω ότι: Αν το αδίκημα του άρθρου 17 και 18 Ν 2523/1997 διαμορφώνει την φορολογική αξίωση (αποκρύπτω περιουσιακά μου στοιχεία για να αποφύγω φόρο ή παραλείπω να υποβάλω ή υποβάλλω ανακριβώς δήλωση ΦΠΑ) το αδίκημα του Ν 1882/1990 «ενυλώνει» την αξίωση αυτή, αναφέρεται δηλαδή στην μη ικανοποίησή της, πλην όμως αφορά την διατήρηση και την εμπέδωση της προσβολής της αυτής μονάδος του αυτού εννόμου αγαθού.
Επίσης επεσήμαναν ότι το αδίκημα του άρθρου 25 1882/1990 προϋποθέτει μεν κάποια διαφορετικά στοιχεία σε σχέση με τα αδικήματα του Ν 2523/1997 δηλαδή την ταμειακή βεβαίωση του χρέους και το ληξιπρόθεσμο του χρέους πλην όμως είναι έγκλημα που αφορά και αυτό την φορολογική υπερημερία και επιπλέον ναι μεν στο αδίκημα του άρθρου 25 Ν 1882/1990 αθροίζονται στο οφειλόμενο ποσό και οι προσαυξήσεις, πλην όμως παρ’ όλα αυτά, οι προσαύξησεις δεν καθιστούν διαφορετικό το αντικείμενο των δύο εγκλημάτων, στο βαθμό που αυτές είναι μόνο δευτερογενείς παράγωγες συνέπειες ενός και του αυτού κεφαλαίου.
Με βάση τα ανωτέρω ζήτησαν εφόσον πριν την παρούσα δίωξη ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον τους για το ποινικό αδίκημα του άρθρου 25 Ν 1882/1990 και έχει επέλθει ήδη πρωτοδίκως η καταδίκη τους, εκκρεμούσης της εφέσεώς τους, να κριθεί ότι υφίσταται εκκρεμοδικία όσον αφορά το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα της παράβασης του άρθρου 19 Ν 2523/97 που κωλύει την εκ νέου ποινική τους δίωξη για την προσβολή του αυτού εννόμου αγαθού και να κηρυχθεί απαράδεκτη η σε βάρος τους ποινική δίωξη.
Το ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟ ΣΠΑΡΤΗΣ αθώωσε κατά πλειοψηφία τους κατηγορούμενους κάνοντας δεκτούς τους αυτοτελείς τους ισχυρισμούς. Η απόφαση βρίσκεται στο στάδιο της θεωρήσεως και καθαρογραφής και η υπεράσπιση δεσμεύθηκε για την δημοσίευσή εις τα Ποινικά Νομικά περιοδικά.
*Δικηγόρος