Ο μποναμάς
Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη
Το σγουρομάλλικο κοριτσάκι κρατούσε σφιχτά το γαντοφορεμένο χέρι της μητέρας του. Το κρύο τσουχτερό χτυπούσε με μανία τα ροδαλά μαγουλάκια και τα χρωμάτιζε κόκκινα στο μισόφωτο του Δεκεμβριάτικου δειλινού.
Τόσο δυνατό κρύο είχαν χρόνια να ζήσουν στη μικρή τους πόλη. Το είχε πει και ο πατέρας το ίδιο μεσημέρι την ώρα που η οικογένεια ήταν μαζεμένη γύρω από το τραπέζι και απολάμβανε τη ζεστή της σούπα.
Με το άλλο χέρι, το ελεύθερο, σήκωσε το, έτσι και αλλιώς, κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό επανωφόρι της στην προσπάθεια να προφυλαχτεί κάπως από το κρύο που όσο περνούσε η ώρα, μεγάλωνε.
-Εγώ μαμά το θέλω κόκκινο τούτη τη φορά. Βιάσου σου λέω να προλάβουμε. Την άλλη χρονιά αργήσαμε και δεν βρήκαμε ούτε ένα κόκκινο. Θυμάσαι, μαμά;
-Εντάξει. Κόκκινο θα ζητήσουμε και μακάρι φέτος να το βρούμε. Έλα να περάσουμε απέναντι και βλέπουμε, είπε η μητέρα και τράβηξε με δύναμη το τρυφερό χεράκι της κόρης της για να την οδηγήσει με ασφάλεια στο πεζοδρόμιο εκεί απέναντι από την μεγάλη πλατεία.
Έφτασαν στον προορισμό τους και με ανακούφιση στάθηκαν κάτω από το υπόστεγο πίσω από τις κολώνες που έκοβαν λιγάκι το κρύο. Ή έτσι τους έκαναν να νοιώθουν. Δεν είχε βέβαια καμιά σημασία Η μικρή βρήκε έξω από το μαγαζί με τους ξηρούς καρπούς και τα λιγοστά παιγνίδια, εκείνο που λαχταρούσε μέρες τώρα, εκείνο που της είχε τάξει η μητέρα της, εκείνο που περίμενε με λαχτάρα έναν ολόκληρο χρόνο. Κάτω από το υπόστεγο, μπροστά στο φωταγωγημένο μαγαζί στεκόταν ένα νέος άντρας με μια φυσούνα που την πατούσε ρυθμικά με το δεξί του πόδι. Στην άκρη, εκεί που έβγαινε ο αέρας της φυσούνας κρατούσε σφιχτά ένα γαλάζιο μπαλόνι. Με κάθε πάτημα του ποδαριού του το μπαλόνι γινότανε πιο μεγάλο, πιο μεγάλο, πιο μεγάλο. Όταν ο νεαρός έκρινε πως δεν υπήρχε άλλος χώρος μέσα, σταμάτησε, έσφιξε τον λαιμό, τον έδεσε με μια χρωματιστή κορδέλα και το έδωσε στο μικρό αγόρι που παρακολουθούσε και ανυπομονούσε τόση ώρα παραδίπλα του.
Σαν γύρισαν στη ζεστασιά του σπιτιού τους η μικρή ήταν χαρούμενη, χαμογελαστή, ευτυχισμένη! Κρατούσε τρυφερά και καμάρωνε το τεράστιο για τα μέτρα της μπαλόνι. Εκείνο το όμορφο στρογγυλό κατακόκκινο σαν τα μαγουλάκια της μπαλόνι που της είχε αγοράσει η μάνα της από το μαγαζάκι της πλατείας. Τελικά είχαν βρει το χρώμα που λαχταρούσε τόσο πολύ! Σε λίγο θα άλλαζε ο χρόνος και εκείνη είχε επιτέλους το μπαλόνι της. Και όταν η μητέρα της την σκέπασε με το ροζ πάπλωμα, στην φίλησε στο μάγουλο και την καληνύχτισε, εκείνη κοιτούσε το μπαλόνι που είχε απαγκιάσει στην πολυθρόνα δίπλα στην μπαλκονόπορτα.
Την άλλη μέρα που ο μήνας ήταν πιά Ιανουάριος , νωρίς το πρωί, μόλις που είχε φέξει, η μικρή άκουσε βήματα και ψιθυριστές κουβέντες στον διάδρομο. Αφού σιγουρεύτηκε πως το χθεσινό, πολύτιμο απόκτημα της ήταν στην πολυθρόνα, σηκώθηκε από το κρεβάτι της και βγήκε από το δωμάτιο. Στο διάδρομο είδε τον πατέρα της, ντυμένο με το καλό του το κοστούμι, να κρατάει ένα ποτήρι με νερό και να πηγαίνει προς την πόρτα που έβγαζε στην αυλή. Δεν της μίλησε, δεν της είπε καλημέρα, δεν την πήρε αγκαλιά και της κακοφάνηκε. Η μητέρα που κατάλαβε τις σκέψεις της κόρης της, άλλωστε και ποια μητέρα δεν το κάνει, έβαλε το δάχτυλο μπροστά στη μύτη της, προτρέποντας την να σιωπήσει. Από το παράθυρο είδε τον πατέρα να ραντίζει τα δέντρα της αυλής, για να τρέχουν στο σπιτικό του όλα τα καλά της Γής, όπως τρέχει το νερό στα δέντρα, (όπως της εξήγησε αργότερα).
Κατόπιν μπήκε στο σπίτι, φίλησε τη μητέρα, έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα και της το έβαλε στο χέρι.
-Ευτυχές το Νέον Έτος γυναίκα! Να και ο Μποναμάς σου για την καλή χρονιά.
Ύστερα πήρε στην αγκαλιά του το κοριτσάκι, το φίλησε τρυφερά στο ροδαλό του μαγουλάκι. Έβγαλε από την τσέπη του άλλο ένα χαρτονόμισμα και το έδωσε στη μικρή.
-Καλή χρονιά κόρη μου. Πάρε και εσύ τον Μποναμά σου!.
Μετά από αυτό πήγαν και οι τρείς μαζί στην κουζίνα για να πάρουν το πρωινό τους. Έπρεπε να βιαστούν. Η καμπάνα του Αγίου Νικόλα είχε ήδη κτυπήσει και η εκκλησία τους περίμενε για να γιορτάσουν την Μεγάλη Γιορτή, του Αγίου Βασιλείου, την πρώτη γιορτή του χρόνου!