Γράφει ο Χρήστος Α. Πλειώτας

Νομικός Λόγος: Η άποψή μου περί αυστηροποίησης ποινών και λοιπών επερχόμενων τροποποιήσεων του Ποινικού Κώδικος επι το αυστηρότερο

Σε δημόσια διαβούλευση έχει ήδη τεθεί το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο: «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα, Κώδικας ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις».

Πρόκειται για εξαγγελλόμενες διορθωτικές τροποποιήσεις σε συγκεκριμένα άρθρα του ήδη ισχύοντος ποινικού κώδικα, ο οποίος τυγχάνει πολύ πρόσφατος, αφού τέθηκε σε ισχύ από 1 – 07 – 2019 με τον Ν 4619/2019.

Αφορμή για το παρόν μου έδωσε η συμμετοχή μου στο 19ο συνέδριο της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχομένων Δικηγόρων που έλαβε χώρα με μεγάλη επιτυχία στην Καλαμάτα το διήμερο από 10 – 07 – 2021 έως 11 – 07 – 2021.

Ο λόγος που θέλω να παρέμβω στα τεκταινόμενα «με αυτό που μου ανήκει» και δεν είναι άλλο από την φωνή μου ως μαχόμενου Δικηγόρου της ποινικής κυρίως Δικηγορίας είναι ότι «φοβάμαι» την τάση που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται περί άκρατης αυστηροποίησης ποινών και επαναφοράς εννοιών που ο νομοθέτης του Ν 4619/2019 ορθά και συνετά ποιών, «απέβαλλε» και «αποποινικοποίησε» ή και κατέστησε επιεικέστερες σε σχέση με τις προηγούμενες, μετά από 70 ολόκληρα χρόνια ισχύος του παλαιού ποινικού κώδικα.

Εάν μου ζητούσαν να τοποθετηθώ με μία μόνο λέξη αυτή θα ήταν: «ΔΙΚΑΙΟΚΡΑΤΙΑ». Ως δικαιοκρατία ορίζεται η επικυριαρχία του δικαίου. Το Δίκαιο ως δεσμώτης και οριοθέτης κοινωνικής συμπεριφοράς, η οποία τίθεται και ισχύει με την συναίνεση του λαού, όπως αυτή εκφράζεται θεσμικά δια των αντιπροσώπων του.

Η Δικαιοκρατία δεν έχει καμία σχέση με την δημαγωγία και τον λαϊκισμό. Δεν τρέφεται απ’ τις κραυγές των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ούτε από τις ιαχές των αγανακτισμένων ομάδων πολιτών, που διψούν για εκδίκηση απαιτώντας διαρκώς την αυστηροποίηση των ποινών και εν γένει της ποινικής νομοθεσίας.

Όπως με το γνωστό του θάρρος εγγράφως δημοσιοποίησε ο Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χριστόφορος Σεβαστίδης στην ημερίδα του ποινικού δικαίου που πραγματοποίησε η ένωση σε συνεργασία με το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης: «Στην Ελλάδα είναι συχνό το φαινόμενο να επιβάλει η χειρότερη μορφή πολιτικής, η δημαγωγία και ο λαϊκισμός, τα πορίσματα της επιστήμης, να την ποδηγετεί οριοθετώντας εξ αρχής τα πλαίσια στα οποία της επιβάλει να κινείται και να αξιοποιεί τα συμπεράσματα της μόνο όταν αυτά συμπίπτουν με τους προκαθορισμένους πολιτικούς στόχους. Η νομική επιστήμη έχει πέσει συχνά θύμα άσκησης αυτής της μορφής πολιτικής. Σ' αυτήν την πολιτική οφείλεται η νομοθετική κουρελού των εκατοντάδων τροποποιήσεων, αλλαγών, συμπληρώσεων των Κωδίκων, που δεν συμβαδίζουν με την ορθολογική προσαρμογή στις κοινωνικές μεταβολές. Εκεί εύκολα μπορεί να αποδοθεί η ανασφάλεια δικαίου και η έλλειψη σοβαρής και σταθερής αντεγκληματικής πολιτικής. Η νομική επιστήμη στη χώρα μας ετεροκαθορίζεται από τις ανορθολογικές κραυγές των Μέσων Ενημέρωσης και των «αγανακτισμένων» πολιτών που διψούν για εκδίκηση και απαιτούν διαρκώς αυστηροποίηση της νομοθεσίας. Στην Ελλάδα καλός πολιτικός θεωρείται αυτός που απαιτεί την επαναφορά της θανατικής ποινής, τον πραγματικό ισόβιο εγκλεισμό των κρατουμένων και έντιμος δικαστής αυτός που θα επιβάλει τέτοιες ποινές».

Πόσο απλά, πόσο αληθινά και πόσο πειστικά είναι όλα τα ανωτέρω σε όλους τους υγιώς σκεπτόμενους Έλληνες, που σέβονται το νομικό μας πολιτισμό. Διότι χάριν του νομικού μας πολιτισμού υπάρχουμε ως διακριτοί άνθρωποι και ξεχωρίζουμε από τους ολοκληρωτικούς ανθρώπους, φοβιστικών καθεστώτων που έχουν ως απάντηση στο έγκλημα και τον εγκληματία, τον αφανισμό του, την πλήρη καταρράκωσή του, τον απόλυτο κοινωνικό του στιγματισμό, τον βιοψυχικό του θάνατο…

Θυμηθείτε όσοι καλείστε να θεσμοθετήσετε ετούτη την ώρα ότι ο σκοπός της κάθε ποινής σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό νομικό μας πολιτισμό είναι ο σωφρονισμός του εγκληματία και ποτέ η εκδίκηση.

Θυμηθείτε ότι και ο νομοθέτης του παλιού ποινικού κώδικα είχε αποτυπώσει στα άρθρα του βασικές αρχές του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου οι οποίες λόγω της σημασίας τους ως αξιόπιστη εγγύηση των ατομικών ελευθεριών, περιλαμβάνονταν σε κείμενα αυξημένης τυπικής δύναμης. Βασική δικαιοκρατική αρχή του παλιού ποινικού μας κώδικος ο οποίος ίσχυσε από 1 – 01 – 1951 έως 1 – 07 – 2019 (70 περίπου χρόνια) ήταν η αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών που ανέτρεψε την αρχή του «αστυνομικού κράτους».

Θυμηθείτε τα σοφά λόγια μεγάλων Πανεπιστημιακών Δασκάλων: «Η δημοκρατία είναι απαραίτητη προκειμένου το ποινικό δίκαιο, ο υπό μία έποψη κατ’ εξοχήν υπηρέτης και εκφραστής της κρατικής ισχύος να είναι όντως δίκαιο και όχι αυθαιρεσία» (Νίκος Ανδρουλάκης).

Ο Ιωάννης Μανωλεδάκης – τον οποίο ευγνωμονώ τον θεό που πρόλαβα να τον ακούσω να διδάσκει – δίδαξε ότι: «η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι μία απόλυτη δικαιϊκή έννοια με απόλυτο δικαιϊκο αίτημα τον καθολικό σεβασμό της, που θέτει έτσι ένα απόλυτο όριο στην άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας ως ηθικό αυτονόητο της μεταφιλελεύθερης δημοκρατικής έννομης τάξης μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο».

Ο παλιός ποινικός κώδικας με το πέρασμα των χρόνων φυσικό επόμενο ήταν να υποστεί αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, προκειμένου να ρυθμιστούν νέα δεδομένα που προέκυψαν έως ότου ήρθε ο καιρός να εξορθολογιστεί με έναν νέα ποινικό κώδικα. Αυτό έγινε το 2019 από μία διευρυμένη νομοπαρασκευαστική επιτροπή επιφανών πανεπιστημιακών, νομικών και Δικαστικών που πέτυχαν με τα άρθρα του νέου Ποινικού Κώδικα να ορίσουν ένα σύνολο ρυθμίσεων με σταθερά ενοποιητικά στοιχεία που θα καταστήσουν αποτελεσματική την άσκηση της αντεγκληματικής πολιτικής με παράλληλη την προστασία της ελευθερίας των κοινωνών, την οποία εγγυάται το Σύνταγμά μας.

Θυμηθείτε όσοι καλείστε να θεσμοθετήσετε ότι ο νέος ποινικός κώδικα εμφορείται από δυναμικές και ανθρωπιστικές αρχές και δη:

α/ Απ’ την αρχή της νομιμότητας του εγκλήματος και της ποινής, που καθιερώνει το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. ιδίως άρθρα 1 και 2 ΠΚ).

β/ Απ’ την αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, που επιβάλλει το Σύνταγμα στο άρθρο 2 παρ. 1 και εξειδικεύει στο άρθρο 7 παρ. 2, 3 και 4 (βλ. ιδίως άρθρο 137Α ΠΚ και τα κεφάλαια για την προστασία της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας, του ιδιωτικού απορρήτου κλπ).

γ/ Απ’ την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο Σύνταγμα στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. 4 τόσο για την in abstracto (αφηρημένη) ποινική προστασία των εννόμων αγαθών, όσο και την in concreto (συγκεκριμένη) εξειδίκευση της (βλ. ιδίως άρθρα 79 επ. ΠΚ για την «ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος»).

δ/ Απ’ την αρχή της ενοχής, με βάση την οποία η καταδίκη για αξιόποινη πράξη προϋποθέτει δόλο ή αμέλεια του δράστη (άρθρο 26 ΠΚ) και αποκλείει την αντικειμενική ευθύνη. Η ποινική ευθύνη προκύπτει από το ενέργημα του δράστη, ο οποίος, όμως, νοείται ως «ελεύθερος και υπεύθυνος» άνθρωπος, ως φορέας «ελευθερίας βούλησης» και επομένως υπόλογος για τα αποτελέσματα της δραστηριότητας, την οποία απαγορεύει ο νόμος. Ο νόμος έκφραση της «γενικής βούλησης» στη δημοκρατική Πολιτεία, δεν περιορίζει την ατομική ελευθερία, αλλά την συναρμόζει με την κοινωνική ευθύνη, ως «δικαιοσύνη προς έτερον».

ε/ Απ’ την δημοκρατική αρχή, η οποία εξασφαλίζεται με την αρχή της νομιμότητας (άρθρο 1 ΠΚ), με την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος, την προστασία της ελεύθερης και αβίαστης άσκησης του εκλογικού δικαιώματος κλπ.

στ/ Απ’ την φιλελεύθερη αρχή ή αρχή της προσωπικής αυτονομίας (όπως εξειδι­κεύεται ιδίως στα εγκλήματα κατά της προσωπικής επικοινωνιακής ή γενετή­σιας ελευθερίας και της ποινικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής), καθώς και τον κανόνα «εν αμφιβολία υπέρ της ελευθερίας (in dubio pro libertate). Με το κριτήριο αυτό οριοθετούνται νομοθετικά τα εγκλήματα, ώστε να αποβαίνει το Ποινικό Δίκαιο, όχι μόνο μέσο προστασίας των εννόμων αγαθών, αλλά και μέτρο ελευθερίας των πολιτών.

ζ/ Απ’ την αρχή της ισότητας η οποία εκτός από την τυπική ισότητα «ενώπιον του νόμου» και «εντός του νόμου», κατοχυρώνεται και ως αναλογική ισότητα στο άρθρο 4 του Συντάγματος. Με βάση την τυπική ισότητα οι φορείς πολι­τικών αξιωμάτων έχουν προσωπικά την προστασία κάθε πολίτη. Με βάση την αναλογική ισότητα η χρηματική ποινή προσδιορίζεται με βάση την πραγματική οικονομική δυνατότητα του υπαιτίου.

η/ Απ’ την αρχή του κοινωνικού κράτους που εγγυάται ειδικότερα τις κρατικές υποχρε­ώσεις για την προστασία της οικογένειας, της παιδικής ηλικίας και της συνδι­καλιστικής ελευθερίας. Με βάση την αρχή αυτή στον Ποινικό Κώδικα εντάχθηκαν διατάξεις που συνιστούν την ποινική προστασία των ανηλίκων, αλλά και την ποινική μεταχείριση τους με κριτήριο, όχι την τιμωρία, αλλά την αναμόρφωση και τη θεραπεία, που θα επιτρέψει την κοινωνική ένταξη τους. Πέραν αυτών πρέπει να αναφερθεί η ποινική προστασία των εργαζομένων από καταχρή­σεις της εργασιακής εξάρτησης τους, καθώς και η κατάργηση του άρθρου 247 του παλιού ΠΚ για την απεργία των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία έθιγε τη συνδικαλιστική ελευθερία.

θ/ Απ’ την αρχή της επιείκειας. Η αρχή αυτή εκφράζεται στον νέο Ποινικό Κώδικα με επιει­κείς θεσμούς (όπως οι περιπτώσεις δικαστικής άφεσης της ποινής και το αξίωμα in dubio pro mitiore) και έχει ως σκοπό να προσαρμόσει τον κανόνα ουσιαστικού ποινικού δικαίου στις ιδιομορφίες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Η αρχή της επιείκειας αντιμετωπίζει τις in concreto (συγκεκριμένες) ιδιαιτερότητες με ηπιότητα, όχι δηλαδή εις βάρος του κατηγορουμένου (που σημαίνει υπέρ της ελευθερίας και της ανθρώπινης προσωπικότητας, ως αυταξίας). Η ηπιότητα και η επιείκεια δεν αποτελεί ρήτρα που διασφαλίζει άνιση (χαριστική ή προνομιακή) μεταχεί­ριση, αλλά πολιτισμικό μόρφωμα, που ανατρέχει στην αρχαιοελληνική σκέψη («ταυτόν άρα δίκαιον και επιεικές» κατά τον Αριστοτέλη), το πλαίσιο διαμόρ­φωσης του οποίου είναι η «πόλις» και τελικά η δημοκρατία (Ν. Παρασκευόπουλος, Τα θεμέλια του Ποινικού Δικαίου, 2008, σελ. 35-37).

ι/ Απ’ την αρχή της επικουρικότητας του ποινικού δικαίου με βάση την οποία η ποινή αποτελούσα την ενεργοτέραν και βαθύτερον εν τη προσβολή των εννόμων αγαθών του ατόμου χωρούσαν έννομον βίαν, αφ' ενός μεν αναδεικνύεται πρόσφορος όπως παράσχη προστασίαν της εννόμου τάξεως μη δυναμένην να παρασχεθή υπό των άλλων νομικών κυρώσεων, αφ' ετέρου δε πάλιν και επιβάλλει εις τον νομοθέτην μείζονα περίσκεψιν και μέριμναν προς εξασφάλισιν ορθού χειρι­σμού της ποινικής εξουσίας της πολιτείας υπό των οικείων κρατικών οργάνων (Ν. Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, 1978, σελ. 5-6).

ια/ Απ’ την αρχή του κράτους δικαίου, η οποία κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα ως «αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου», ώστε να αναδεικνύει τη διαλεκτική σχέση, το αδιαίρετο της προσωπικής ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η δικαιοκρατική αυτή αρχή με την ουσιαστική έννοια της, είναι η «ελευθερία με ισότητα». Πρόκειται για ένα πλέγμα αρχών και αξιών του Συντάγματος που δεσμεύει όχι μόνο την εκτελεστική, αλλά και τη νομοθετική εξουσία και συναρτάται με την ανεξαρτησία των δικαστών, που είναι «συνει­δητά δεσμευμένοι στο νόμο».

Αυτό είναι το σύγχρονο ποινικό δίκαιο που υπερασπίζομαι ως Έλλην πολίτης και μαχόμενος Δικηγόρος, υπακούοντας στον νομοθέτη μου. Αυτό είναι το σύγχρονο ποινικό δίκαιο που επιδιώκει την αποτελεσματική προστασία των εννόμων αγαθών και την ουσιαστική εξασφάλιση του προσώπου του κατηγορουμένου από παραδοσιακές καταχρήσεις της ποινικής καταστολής.

Η συνταγματική, διεθνοσυμβατική και η ευρωπαϊκή έννομη τάξη κατοχυρώνουν ως ουσιώδεις ατομικές ελευθερίες τα δικαιώματα του ανθρώπου όταν «ανθρώπινα πάθη και αδυναμίαι, αντίξοοι του βίου περιστάσεις ή και η ειλικρινής και ανιδιοτελής πίστις εις ταύτην ή εκείνην την ηθικήν, θρησκευτικήν ή πολιτικήν ιδεολογίαν άγουν τους ανθρώπους εις συμπεριφοράν αντίθετον προς την υπό του δικαίου ειρηνικήν τάξιν της κοινωνικής ζωής», όπως έγραφε με σχολαστική νηφαλιότητα ο Εισηγητής του γενικού μέρους του παλιού ΠΚ μέσα στο κλίμα δοκιμασίας του νομικού πολιτισμού, στο οποίο άρχισε να εφαρμόζεται το 1951 ο παλιός ποινικός κώδικας (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν 4619/2019).

Η Δικαστική απόφαση «απεικονίζει εξατομικεύει και υλοποιεί» την έννομη αντίδραση στην προσβολή του έννομου αγαθού, ποτέ αυθαιρετώντας αλλά ούσα πάντα σύμφωνη με τις άνω αρχές.

Κλείνω λοιπόν εγειρόμενος, αγανακτώντας με όλους και όλες νομικούς και μη που επιδιώκουν μέσα από την άκρατη αυστηροποίηση να «εξανδραποδίσουν» από την ζωή μου έννοιες, θεσμούς και αρχές που με προσδιορίζουν ως ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ και τείνουν να με μετουσιώσουν σε «ανδράποδο» (ανδράποδο: άνθρωπος (άνδρας, γυναίκα ή παιδί) που αιχμαλωτίζεται στον πόλεμο, και μεταβάλλεται σε δούλο (μεταφορικά) αυτός που έχει το χαρακτήρα ανδράποδου, ο άβουλος, ο δουλοπρεπής).

Καμία άκρατη αυστηροποίηση ποινών δεν θα μας σώσει από το ειδεχθές έγκλημα. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο. Καμία δια βίου έκτιση ποινών δεν θα καθυποτάξει εγκληματικά ένστικτα. Όσα κράτη το πίστεψαν αυτό και το θεσμοθέτησαν απέτυχαν παταγωδώς. Ούτε το ειδεχθές έγκλημα μειώθηκε, ούτε οι φυλακές απετέλεσαν σωφρονιστικά καταστήματα. Το έγκλημα τρέφεται από την αυστηρότερη ποινή και αντιδρά γενόμενο ακόμη πιο σκληρό, ακόμη πιο εκτενές. Ο έγκλειστος εγκληματίας που ξέρει ότι δεν θα επανέλθει ποτέ στην κοινωνία, γίνεται άγριο τέρας που ζητά νέο αίμα εντός και εκτός των φυλακών, απλά γιατί δεν έχει σε τίποτε να ελπίζει. Η κοινωνική του επανένταξη απομακρύνεται και μαζί της παίρνει κάθε προσπάθειά του να κοινωνικοποιηθεί εκ νέου (κοινωνικοποίηση: Η διαδικασία εκμάθησης των κοινωνικών κανόνων πίστεων και αξιολογήσεων που προσδιορίζουν και κατευθύνουν την συμπεριφορά του ατόμου).

Απλά θυμηθείτε τα όλα αυτά πριν είναι πολύ αργά. Σαρκαστικά θα δηλώσω ευτυχής που στην παρούσα χρονική στιγμή δεν ετέθη θέμα επαναφοράς της θανατικής ποινής!!

Υ.Γ. Όλα τα ανωτέρω περί των βασικών αρχών που διέπουν τον νέο ποινικό κώδικα δεν είναι δικά μου αλλά του νομοθέτη που συνέταξε την αιτιολογική έκθεση του ν 4619/2020

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr