"Από μικρή λυπόταν τα δέντρα. Αισθανόταν γι΄ αυτά τρυφεράδα μαζί και έλεος"
Γράφει η Ειρήνη Κοκκορού.
Σύνοικοι
«Υπάρχουν κι αυτοί που με είδαν τη νύχτα/ γυρίζοντας μ΄ ένα θαμπό φαναράκι/ να φωτίζω ένα- ένα τα δέντρα /του κήπου μου (φύσαγε, έβρεχε, /ήταν σκοτάδι) να ιδώ αν φοβούνται ή αν κρυώνουν, όπως έκανα κάποτε /στα παιδιά μου .Υπάρχουν κι αυτοί/ που με ακούσαν να φεύγω μετά /μουρμουρίζοντας:
«Δόξα σοι είμαστε/ όλοι καλά».
Νικηφόρος Βρεττάκος
“Από μικρή λυπόταν τα δέντρα. Αισθανόταν γι΄ αυτά τρυφεράδα μαζί και έλεος. Θυμόταν πως παιδί ακόμα είχε ρωτήσει τη μάνα της: «Μάνα, γιατί τα δέντρα δεν περπατάνε;" Κι εκείνη είχε αποκριθεί: «Γιατί έχουν ρίζες, παιδί μου». Τότε πήγαινε, αγκάλιαζε τους κορμούς τους και τους ψιθύριζε λόγια παρηγοριάς. Κι εκείνα λύγιζαν και βογκούσαν».
Λόγια της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Έτσι ξεκινά το μυθιστόρημα της «Τα δέντρα» το 1993.Με αυτά τα λόγια ξεκινά και το ταξίδι της, η ηρωίδα της .Ένα ταξίδι για να συνδεθεί με τον εαυτό της και τον κόσμο γύρω της. Να προχωρήσει, να στεριώσει.
Αλήθεια λυγίζουν τα δέντρα; Τα κτίρια βογκούν; Τα μονοπάτια βαρυγκομούν στο πετρόκτιστο θεμελίωμα τους;
Είναι να τα λυπάσαι τα δέντρα για τις ρίζες τους ;Να τα λυπάσαι τα κτίρια για τα θεμέλια τους; Να τα λυπάσαι τα μονοπάτια για τα ριζιμιά τους;
Μένουν στον τόπο τους να μαρτυρούν την ιστορία τους. Προσωπική ή συλλογική. Φαινομενικά αμετακίνητα μες στο χρόνο «μαρτυρούν» από τους ανθρώπους, πληρώνοντας αυτή την προσήλωση τους στο χώμα που τα δέχτηκε. «Μαρτυρούν» με το κόψιμο , την κατεδάφιση, το ξεχέρσωμα τους. Ανήμπορα μπρος στα ανθρώπινα χέρια . Χέρια που τα φύτεψαν , τα έκτισαν, τα θεμελίωσαν. Μα που στις μέρες μας στρέφονται ενάντια τους, υπακούοντας στις επιταγές των καιρών.
Ένα μονοπάτι μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς στον Πάρνωνα : Τσίτζινα –Αγία Μαρίνα – Κελί «κακοποιήθηκε» πρόσφατα προς χάρη ενός δρόμου που φτάνει γρήγορα κι εύκολα στην πηγή. Ο στόχος προς άμεση επίτευξη:Το άνοιγμα της πηγής . Η ευκολία στην επίτευξη του στόχου αποτέλεσε το κίνητρο της καταστροφής κομματιού του μονοπατιού. Ένα μονοπάτι που χέρια ανθρώπινα σε συνέργεια με τις ρίζες των δέντρων είχαν κτίσει χρόνια και χρόνια μέχρις σήμερα.
Αναρωτιέμαι τι σημασία έχει η πηγή αν όχι να ξεδιψάσει τον οδοιπόρο ;Τον διαβάτη δεν παραστέκει η πηγή; Είναι το μονοπάτι που οδηγεί στην κρήνη της. Αυτό την αξιώνει Αν αποκόψουμε το μονοπάτι από την πηγή, καταργούμε αυτό το θάμα του ανθρώπου και της φύσης. Βάζουμε την χρησιμοθηρία στη θέση της ωφέλειας .Καταργούμε το βάδισμα, το «τέλειο βάδισμα» που μας οδηγεί από τις απαρχές των πραγμάτων στις ζωογόνες πηγές.
«Θυμάμαι απάνω στο σημείο αυτό τ’ αξιοθαύμαστα αυτά λόγια του Ρώσου Ρογανόφ, που τα διάβασα πολλά χρόνια πίσω και που είχανε πάνω σε με τον ίδιο μια βαθύτατη επίδραση. «Το πέταγμα λέει, είν’ ασφαλέστατα ωραίο. Αλλά το γαλήνιο βάδισμα είν’ ακόμα ωραιότερο».
Τα λόγια αυτά -μεταξύ άλλων- τα μιλά ο Άγγελος Σικελιανός σε ένα γράμμα που έστειλε στη Μαργαρίτα Λυμπεράκη .Με το γράμμα του αυτό, η συγγραφέας προλόγισε το βιβλίο της «Τα δέντρα».
Κι όμως σήμερα προς όφελος της ευκολίας, καταργείται η σπουδή του βαδίσματος υπό την προτροπή του «Σπεύσατε γρήγορα».Και το χειρότερο , το πιο ανησυχητικό είναι ότι καθώς αδρανούμε μπροστά στο νέο καθεστώς, καθώς συμμορφωνόμαστε στις σύγχρονες επιταγές της στείρας κινητικότητας, χάνουμε κι αυτόν «τον κάποιον αμυδρόν ακόμη πόθο , για το «θεσπέσιο βάδισμα».Χάνουμε την ευκαιρία να συνδεθούμε με τη γη, να συνομιλήσουμε μαζί της.
Στο βιβλίο του Φόρεστ Κάρτερ «Η εκπαίδευση του μικρού δέντρου» είναι ολοφάνερη με τον πιο γλαφυρό τρόπο αυτή η σύνδεση – η συνομιλία:
«Είχα περπατήσει στο χαμηλό μονοπάτι{....}Αισθανόμουν και κάτι άλλο, όπως μου είχε πει η γιαγιά ότι θα συνέβαινε. Η μάνα γη , μου μιλούσε μέσα από τα μοκασίνια μου. Αισθανόμουν την πίεση και το πρήξιμο της εδώ, την υποχώρηση της εκεί...και τις ρίζες, που ήταν οι φλέβες της, και τη ζωή του νερού, που ήταν το αίμα της, βαθιά μέσα της. Ήταν ζεστή και ανοιξιάτικη και με έπαιζε στο στήθος της, όπως μου είχε πει η γιαγιά ότι θα έκανε».
Είναι πια τραγικά προφανές πως ο Θεός της μηχανής που βασιλεύει σήμερα, μας αποξενώνει από την βαθύτερη επιθυμία μας, τον πόθο μας να συνδεθούμε με ότι μας περιβάλλει.
«Τα μεγάλα αισθήματα, οι μεγάλες σκέψεις, τα μεγάλα έργα, χρειάζονται πολύ καιρό να γίνουν, όπως τα μεγάλα δέντρα».
Τα χέρια το γνωρίζουν καλά αυτό. Τα χέρια που φύτεψαν ένα δέντρο, τα χέρια που έκτισαν ένα κτίσμα, τα χέρια που θεμελίωσαν ένα μονοπάτι. Η μηχανή σα να φθονεί αυτή τη βαθύτερη σχέση του ανθρώπου με το δημιούργημα του. Το αδιαφιλονίκητο πλεονέκτημα της, η ευκολία και η γρηγοράδα προστρέχουν στην ανάγκη κι αλλάζουν τους όρους. Αντί να μπαίνει η μηχανή στην υπηρεσία της επιθυμίας του ανθρώπου , βάζει τον άνθρωπο στην υπηρεσία της εκτέλεσης ενός έργου. Τον αποκόπτει από την ιδιότητα του ως δημιουργού. Την όλη δουλειά την κάνει το μηχάνημα .Ο άνθρωπος νίπτει τας χείρας του. Χειριστής είναι πια, όχι δημιουργός.
Πριν λίγες μέρες πάλι, το μονοπάτι του Πάρνωνα από τη Γόγκαινα μέχρι σχεδόν δίπλα στην Ανάληψη διανοίχτηκε από το δασαρχείο ως έργο αντιπυρικής προστασίας. Οι μπουλντόζες πιάσαν δουλειά κατατρώγοντας το μονοπάτι. Μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου που ανυποψίαστοι έφτασαν μέχρι εκεί για να το περπατήσουν , βρήκαν αντί αυτού ,δέντρα κομμένα, ξεχερσωμένο τόπο. Οι αμέτρητες ώρες χειρονακτικής εθελοντικής εργασίας ανθρώπων που έσκυψαν με προσήλωση διανοίγοντας, σηματοδοτώντας και συντηρώντας κι αυτό το μονοπάτι - όπως τόσα άλλα - «καταπατήθηκαν» μαζί με το ίδιο το μονοπάτι. Μια ακόμη βίαιη αποκοπή της συνδημιουργίας της φύσης και του ανθρώπου.
Οι αντιδράσεις μας σε αυτή την κατάφορη αποκοπή μας από τη φύση; Την αποκοπή μας από τη δημιουργία ,που είναι ίδιον της φύσης;
Συντηρητική αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της αρρώστιας μας , που λέγεται αλλοτρίωση. Μην χάνουμε χρόνο με ολιστικές θεραπείες. Ο χρόνος άλλωστε -το εμπεδώσαμε πια -είναι χρήμα. Καταπραυντικά για τις υπερευαίσθητες συνειδήσεις. Αναλγητικά για την κοινή γνώμη. Γνωματεύσεις επί γνωματεύσεων. Τεχνητά άκρα να μην φαίνεται ο ακρωτηριασμός.
Και με τέτοια αντιμετώπιση δεν είναι να απορεί κανείς που οι δυο αυτές πληγές του βουνού, του Πάρνωνα,- και πόσες ακόμη - σα να κακοφόρμισαν και να εξαπλώθηκε η μόλυνση και στο σώμα της πόλης.
Εδώ και μέρες χάσκει ανοιχτή η πληγή του ξεθεμελιώματος του διώροφου κτιρίου στην γωνία Κων/νου Παλαιολόγου & Όθωνος Αμαλίας γνωστό σαν την παλιά Νομαρχία και κλινική του Χρήστου Καρβούνη Κλινική του Μάρτυρα γιατρού Χ. Καρβούνη . Όπως «μαρτύρησε» ο ίδιος, αρνούμενος τη χάρη των Γερμανών κατακτητών , αρνούμενος να φύγει από τη γραμμή των 118 Σπαρτιατών που εκτελέστηκαν μαζί του, το Νοέμβρη του 1943 στο Μονοδένδρι, αμετακίνητος στη θέση του ,μια θέση που του όριζε η συνείδηση του και η θεμελιακή ιστορική υπόσταση της πόλης του, σαν έτσι θαρρείς, και το γέννημα – κτίσμα του, «μαρτύρησε», αμετακίνητο κι αυτό όπως του ορίζαν τα θεμέλια του.
Θα μου πείτε αυτή είναι η μοίρα των κτιρίων και των δέντρων και των μονοπατιών. Να κατεδαφίζονται , να κόβονται, να ξεχερσώνονται. Είναι που η ζωή πάει μπροστά. Η πρόοδος , η εξέλιξη. Ο άνθρωπος είναι ο φορέας της αλλαγής .Και δεν είναι πια εκείνο το παιδί από τα χρόνια τα παλιά, εκείνος ο πεζοπόρος που περπατούσε και χαιρόταν το περπάτημα. Εξελίχθηκε πια και προτιμά το πέταγμα από το περπάτημα. Τον βοηθούν και τα χίλια μύρια μηχανήματα που κατέχει σήμερα να ανοίγει γρήγορα κι εύκολα το δρόμο της αλματώδους εξέλιξης του. Τον καλούν οι καιροί , οι αξίες που αλλάζουν . Γι αυτό κι αναλαμβάνει κι αυτό το δυσάρεστο χρέος. Να ξεχερσώνει, να κόβει να κατεδαφίζει ότι δεν μπορεί να τον ακολουθήσει στο πέταγμα του. Στην αποκοπή του από τη γη, από την ιστορία, από το σώμα του τόπου του.
Ανακαλώ και πάλι τον μεγάλο μας Ποιητή, Άγγελο Σικελιανό τα λόγια του προς τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη,(οι υπογραμμίσεις είναι του ιδίου):
«Στο βιβλίο σας λέτε τόσο τρυφερά και τόσο ζωντανά μαζί, για τον καιρό που κάνατε το ερώτημα: «Μάνα , γιατί τα δέντρα δεν περπατάνε;» Κ΄ η μάνα αποκρινότανε: «Γιατί έχουνε ρίζες παιδί μου».{....} Σήμερα, ξέρετε, δεν είναι δυνατό παρά να ξέρετε, πως και τα δέντρα περπατάνε. Περπατάνε με τις ρίζες τους. Μα εκείνες κάνουνε διαρκώς, βαθειά , επίμονη κι υπομονετική προχώρηση προς τις πηγές Το ίδιο τώρα θα το ξέρετε , είμαι βέβαιος και για τους ανθρώπους.{....} Με τον καιρό είμαι βέβαιος, πως θα ιδείτε καθαρά κι αποτελεσματικά, πως κ’ οι άνθρωποι όπως και τα δέντρα περπατούνε με τις ρίζες . Και μονάχα τότε ολοκληρώνονται κι ολοκληρώνουν, μεγαλώνονται και μεγαλώνουν, στερεώνονται και στερεώνουν κι΄ αποδίνουνε τριγύρω τους πλατειά , πυκνή και σταθερή σκιά».
Να λοιπόν που οι ρίζες δεν αναιρούν το περπάτημα ,Το αντίθετο.Μας οδηγούν στις πηγές. Μας οδηγούν μάλιστα κατά τον Cezanne στο φως τον πραγμάτων, στον πυρήνα τους.
Ο Cezanne αναφέρεται, ότι είχε πει για το κοίταγμα μιας εικόνας: «Για να αγαπήσει κάποιος έναν πίνακα ,πρώτα πρέπει να τον έχει ρουφήξει βαθιά με αργές γουλιές. Να χάσει τη συνειδητότητα του. Να κατεβεί μαζί με το ζωγράφο στις αμυδρά μπλεγμένες ρίζες των πραγμάτων και να αναδυθεί μέσα από αυτές με χρώματα, να εμβαπτιστεί στο φως του».
Στις πρώτες ημέρες της ζωής μας , βρέφη ακόμη στην αγκαλιά της μητέρας μας, η εμπειρία μας είναι μια ολότητα. Δεν διαχωρίζουμε τον εαυτό μας από τη μητέρα, από το στήθος που μας τρέφει. . Πως γίνεται άραγε οι άνθρωποι να ξεχνάμε αυτή την εμπειρία της ολότητας ;. Πως γίνεται να καταχωνιάζουμε την ανάμνηση της . Να μη στεριώνει η μνήμη αυτής της μυστικιστικής πρώιμης εμπειρίας μας σε μια επιθυμία επανάληψης της στο καθημερινό γίγνεσθαι;
Ο καθένας από εμάς τους ανθρώπους δεν είναι απλά μια μονάδα . Μεμονωμένα είμαστε ασήμαντοι. Τραγικά ασήμαντοι. . Συμμετέχουμε όμως στο όλον, στο θαύμα. Είμαστε μέρος του, γι αυτό και γινόμαστε ξεχωριστοί, μοναδικοί.
Το κάθε μονοπάτι δεν είναι απλά ένα μονοπάτι. Είναι όλοι οι άνθρωποι που βάδισαν και το θεμελίωσαν, όλοι οι αέρηδες που το έγλειψαν, οι καταιγίδες που το διάβρωσαν, τα δέντρα, τα φυτά , τα πουλιά , τα ζώα που αφήσαν το χνάρι τους, το τετέρισμα τους, τη σκιά τους.
Κάθε κτίριο, δεν είναι απλά ένα κτίσμα. Κι από μόνο του, τίποτα δεν είναι.. Είναι όμως οι άνθρωποι που το οραματίστηκαν, που το σχεδίασαν , που το έχτισαν, η εποχή που ορθώθηκε, η ιστορία της και η ιστορία των κατοίκων του. Η συνομιλία του με τα παρακείμενα κτίρια, το ίχνος του στο φυσικό , αρχιτεκτονικό και κοινωνικό τοπίο.
Ένα μονοπάτι, ένα κτίσμα μπορεί να είναι το πέρασμα μας σε αυτή την πρώιμη εμπειρία της σύνδεσης μας με το όλον. Η ανάγνωση του ξανά και ξανά έχει τη δύναμη να μας κρατήσει συνδεδεμένους , να μην ενδώσουμε απρόσκοπτα στην βίαιη αποκοπή.
Ο Φρανκ Ντελάνι στο βιβλίο του «Ο τελευταίος περιπλανώμενος παραμυθάς» μιλά με τον καλύτερο δυνατό -θεωρώ- τρόπο γι αυτό:
«Παρ΄όλο που ζούσα σε ένα συνηθισμένο , πρακτικό κόσμο {...} έβλεπα, άκουγα, μύριζα και γεύομουν επίσης μια άλλη ζωή. Μερικές φορές έμπαινα σε αυτό τον κόσμο από μια πύλη που συνδεόταν με πρακτικά θέματα. Για παράδειγμα, θυμάμαι τον εαυτό μου να κάθεται στην κουζίνα μας, καθώς η μητέρα μου σέρβιρε αυτό που εμείς λέγαμε χυλό και να αρχίζω ξαφνικά να σκέφτομαι τον αγρότη ο οποίος θέρισε τη βρόμη. Είχε άραγε γενειάδα; Ήταν ψηλός; Μήπως είχε κόκκινα μαλλιά και φορούσε μεγάλο καπέλο; {....}Μετά φανταζόμουν τη συγκομιδή – αλλά έβλεπα με τη φαντασία μου και τα λαγουδάκια και τα ποντικάκια που έφευγαν τρέχοντας για να γλυτώσουν από τις λεπίδες των θεριστών. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο βρισκόμουν μέσα στα μικροσκοπικά σπιτάκια τους κάτω από τη γη, όπου είχαν φτιάξει φωλιές γεμάτες άνεση και ασφάλεια, στις οποίες θα καλοδέχονταν ένα αγοράκι που υποσχόταν ότι θα τους φερθεί καλά.
Όταν σκέφτομαι αυτό το αγόρι τώρα, μερικές φορές μου έρχεται να κλάψω. Εκείνος – δηλαδή εγώ- είχε μια καλοσύνη, ένα μαλακό τρόπο, ποτέ δεν ήθελε να κάνει κακό σε κανέναν, ήθελε μόνο να ζήσει μια εύκολη ζωή
« κοιτάζοντας τα πράγματα και αφήνοντας τα όπως τα είχε βρει», όπως είναι η παλιά έκφραση».