Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης*

Με τον νόμο 4837/2021, θεσπίστηκε στην Ελλάδα ο ορισμός της παιδικής κακοποίησης, ο οποίος σε αντίθεση με το παρελθόν δεν περιλαμβάνει μόνο τη σωματική, σεξουαλική και λεκτική, αλλά και την ψυχολογική και την παραμέληση.

Προς την κατεύθυνση προάσπισης των δικαιωμάτων των παιδιών, δραστηριοποιούνται οι υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων, η Εισαγγελία Ανηλίκων, ο Συνήγορος του Πολίτη, η αστυνομία, όπως επίσης μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες προσφέρουν έγκαιρη τηλεφωνική επικοινωνία, συμβουλευτική σε θέματα ανατροφής και φροντίδας, ατομική και ομαδική ψυχοθεραπεία, θεραπεία συζύγων και τέλος οικιακή βοήθεια στην περίπτωση που είναι αναγκαίο. Οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οφείλουν να αφουγκράζονται τους μαθητές και να καταγελούν στις αρχές, φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας που πέφτουν στην αντίληψη τους. Οι εκπαιδευτικοί αποτελούν πολλές φορές ένα αποκούμπι και ένας από τους ρόλους τους, είναι να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά για να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές όταν διαπιστώνουν πως κάτι διαταράσσει την οικογενειακή γαλήνη στα σπίτια των μαθητών τους.

Η τραγική περίπτωση του Άλεξ στη Βέροια το 2006 και των πέντε παιδιών που φέρονται ως υπεύθυνα για ό,τι του έχει συμβεί, η φρικτή και συστηματική κακοποίηση του τετράχρονου αγοριού από την ίδια τη μητέρα του και το φίλο της, η 19χρονη κοπέλα που τη βίαζε και τη τρομοκρατούσε για χρόνια ο πατέρας της, ο βιασμός και ο φόνος των δύο μικρών κοριτσιών στο Βέλγιο και, γενικά, τα αυξανόμενα παγκοσμίως αλλά και στην Ελλάδα περιστατικά παιδικής κακοποίησης και παιδικής εγκληματικότητας, επιβάλλουν μια κατανόηση και αντιμετώπιση αυτού του σημαντικότατου και πανανθρώπινου προβλήματος από μία ευρύτερη οπτική γωνία.

  • Εάν κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν, θα δούμε ότι οι αναφορές στα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας είναι ελάχιστες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και τότε η βία δεν υπήρχε. Απλώς επικρατούσε η άποψη «τα εν οίκω μη εν Δήμω». Αυτή η άποψη, σε σχέση με το σήμερα, αναθεωρεί την παραπάνω αντίληψη και αποδέχεται ότι η αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας αφορά όλους τους σκεπτόμενους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φύλου.

Θύματα είναι συνήθως τα παιδιά όλων των ηλικιών. Είναι, ωστόσο, αναμενόμενο ότι σε κάθε σχέση μπορεί να δημιουργηθούν προβλήματα ή συγκρούσεις. Όταν όμως τα προβλήματα και οι συγκρούσεις ξεπερνούν τα αποδεκτά όρια, τότε πλέον περνάμε στα όρια της κακοποίησης. Η βία γίνεται δικαίωμα του πιο ισχυρού προς τους πιο αδύνατους. Π.χ. οι άνδρες προς τις γυναίκες, οι γονείς στα παιδιά, οι ενήλικες στους ηλικιωμένους.

Ο όρος «παιδική εργασία» αναφέρεται στην εκμετάλλευση των παιδιών μέσω οποιασδήποτε μορφής εργασίας που τους αφαιρεί το δικαίωμα από την εκπαίδευση και είναι ψυχικά, σωματικά, κοινωνικά ή ηθικά επιζήμια. Η εκμετάλλευση αυτή απαγορεύεται από τη νομοθεσία σε παγκόσμιο επίπεδο. Εξαιρέσεις περιλαμβάνουν τα παιδιά καλλιτέχνες, τα οικογενειακά καθήκοντα και ορισμένες μορφές παιδικής εργασίας που ασκούνται από αυτόχθονες πληθυσμούς.

Η σκληρή πραγματικότητα, κατέστησε επιτακτική την ανάγκη για την καθιέρωση της 12ης Ιουνίου ως Παγκόσμιας Ημέρας κατά της Παιδικής Εργασίας και ειδικότερα κατά του περιορισμού της παράνομης διακίνησης παιδιών, από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας.

Καθίσταται αναγκαία η ευαισθητοποίηση του κόσμου με τη βελτίωση της πληροφόρησης και ενημέρωσης. Η κακοποίηση των παιδιών εντός του οικογενειακού πλαισίου, λαμβάνει ποικίλες μορφές με συχνότερες τη σωματική και σεξουαλική, όπως επίσης τη χημική, η οποία είναι λιγότερο γνωστή και εκδηλώνεται με τη χορήγηση τοξικών ουσιών από τους γονείς στα τέκνα με σκοπό την πρόσκληση σε αυτά βλάβης ή και θανάτου σε πιο ακραίες περιπτώσεις.

Άλλο είδος παιδικής κακοποίησης αποτελεί το επονομαζόμενο «Σύνδρομο του αμέτοχου θεατή», η έκθεση άλλως του παιδιού για μεγάλο χρονικό διάστημα σε διάφορες μορφές ενδοοικογενειακής βίας, χωρίς όμως να υφίσταται το ίδιο κακώσεις. Αυτό επιτυγχάνεται συνήθως με την εκδήλωση βίας σε άλλα μέλη της οικογένειας, επί παραδείγματι σε άλλα αδέλφια ή παππούδες. Ως εξειδίκευση του φαινομένου αυτού παρουσιάζεται η συζυγική κακοποίηση, η οποία έχει έντονο αντίκτυπο στην ψυχολογία του παιδιού, καθώς το τελευταίο εμφανίζει κρίσεις άγχους/θυμού, προβλήματα ύπνου, όπως επίσης αδυναμία συγκέντρωσης στη θέαση βίαιων περιστατικών μεταξύ των γονέων του. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μορφή ψυχολογικής κακοποίησης του τέκνου. Η παιδική εργασία, εξάλλου, εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία της παιδικής κακοποίησης και χρήζει περαιτέρω αναφοράς.

Η φράση «Κακοποίηση Παιδιού» περιλαμβάνει όλες τις μορφές βίας σε ανθρώπους μικρότερους των 18 ετών. Για τα βρέφη και τα νεότερα παιδιά, η βία περιλαμβάνει κυρίως τον όρο κακομεταχείριση – σωματική, σεξουαλική, συναισθητική κακοποίηση και παραμέληση -από γονείς και από άλλες μορφές εξουσίας.

Αγόρια και κορίτσια έχουν ίδιο κίνδυνο σωματικής και συναισθηματικής κακοποίησης και παραμέλησης, ενώ τα κορίτσια εκτίθενται σε μεγαλύτερο κίνδυνο σεξουαλικής κακοποίησης. Καθώς τα παιδιά πλησιάζουν την ενήλικη ζωή, η βία που εκλύεται από τους συνομηλίκους τους και από τους σεξουαλικούς τους συντρόφους, μαζί με την κακομεταχείριση του παιδιού, απαντάται ολοένα και περισσότερο και τελικώς επικρατεί σε πολύ υψηλά ποσοστά, παγκοσμίως.

  • Η κακοποίηση του παιδιού μπορεί να προληφθεί

Η πρόληψη και η αντίδραση στο φαινόμενο της βίας στα παιδιά απαιτεί συστηματική προσπάθεια προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος και να αναδειχθούν όλοι οι προστατευτικοί παράγοντες και στα τέσσερα συναφή επίπεδα κινδύνου (προσωπικό, σχέσεων, κοινοτικό, κοινωνικό). Σε κάθε περίπτωση, κρίσιμος καθίσταται ο εντοπισμός και η αναγνώριση προβληματικών ή και παθολογικών συμπεριφορών από όλους τους φορείς που σχετίζονται καθημερινά με τα παιδιά, όπως οι δάσκαλοι, οι νηπιαγωγοί, οι οποίοι οφείλουν να αξιολογήσουν τη βαρύτητα της εκάστοτε κατάστασης, να συνεργαστούν με άλλους φορείς και να παράσχουν τις κατάλληλες συμβουλές και κατευθύνσεις προς επίλυσή τους.

Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υιοθετήθηκε το 1948 με σκοπό την καταγραφή βασικών θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αποτέλεσε λογικό επακόλουθο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο πλαίσιο του οποίου οι ανθρώπινες ελευθερίες είχαν ξεχασθεί. Σε αυτήν κατοχυρώνονται πλείονες εξουσίες μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα στην εργασία. Έγινε προσπάθεια αντιμετώπισης της εξευτελιστικής μεταχείρισης των εργατών, ορίζοντας στο άρθρο 23 ότι καθένας είναι ελεύθερος να επιλέγει να εργαστεί και να αμείβεται για τις παροχές του. Επίσης, τυποποιείται έκφανση της αρχής της ισότητας, βάσει της οποίας οφείλεται ίση αμοιβή για ίση εργασία.

  • Η αντιπαροχή του εργοδότη πρέπει να είναι τέτοια ώστε ο εργάτης να είναι σε θέση να ικανοποιεί βασικές βιοτικές του ανάγκες.

Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η αξία του ατόμου αποτελούν κριτήρια που αξιοποιούνται για να διαπιστωθεί η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής.

  • Εξάλλου, συμπληρωματικά στο άρθρο 24 αναφέρεται ότι «καθένας έχει το δικαίωμα στην ανάπαυση και την αναψυχή, σε λογικό περιορισμό του χρόνου εργασίας και σε περιοδικές άδειες με πλήρεις αποδοχές».

Έτσι, αναγνωρίζεται η ανάγκη του εργάτη να ξεκουράζεται και να διαθέτει χρόνο σε δραστηριότητες διαφορετικές της εργασίας του. Η διάταξη αυτή αποτελεί ριζοσπαστική για την εποχή ρύθμιση δεδομένου ότι τα ωράρια εργασίας ήταν πολύωρα.

Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού υιοθετήθηκε το 1959 ύστερα από συζητήσεις και προβληματισμούς σχετικά με την αναγκαιότητα σύνταξης υπερνομοθετικού κειμένου που να αφορά αποκλειστικά στους ανηλίκους. Παράγοντας που οδήγησε στη κατάρτιση της Διακήρυξης αποτέλεσε η ανάγκη συγκεκριμενοποίησης των ήδη υφισταμένων δικαιωμάτων, ώστε να προσαρμοστούν στις ειδικές ανάγκες των ανηλίκων. Χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι η πνευματική τους ανωριμότητα, η οποία χρήζει ειδικής φροντίδας. Παρ’ όλο που στον τίτλο της διακήρυξης περιλαμβάνεται ο όρος «δικαιώματα», περιεχόμενό της αποτελούν γενικές αρχές. Στην Αρχή 9 διατυπώνεται ότι το παιδί δύναται να εργαστεί εφόσον πληροί ορισμένο ηλικιακό όριο.

Ο νόμος (άρθρα 1532 – 1533 του Αστικού Κώδικα) παρέχει την δυνατότητα δικαστικής επέμβασης στην άσκηση της γονικής μέριμνας ενός παιδιού όταν συντρέχει περίπτωση κακής άσκησής της από τον γονέα ή τους γονείς και, ειδικότερα, όταν ένας από τους δύο γονείς ή και οι δύο παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του τέκνου ή την διοίκηση της περιουσίας του ή ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε αυτό. Η δικαστική ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας του τέκνου δεν εμποδίζεται μάλιστα ακόμη και αν έχει προηγηθεί η δικαστική ρύθμιση της επιμέλειάς του (άρθρα 1513 – 1514 του Αστικού Κώδικα) μέσω της ανάθεσης αυτής στον έναν από τους δύο γονείς. Στην έννοια της «κακής άσκησης» της γονικής μέριμνας εντάσσεται κάθε περίπτωση παράβασης εκ μέρους του γονέα των υποχρεώσεων που συνεπάγεται η ιδιότητά του ως φορέα ασκήσεως της γονικής μέριμνας.

  • Έτσι, κακή άσκηση της γονικής μέριμνας συνιστά κάθε περίπτωση άσκησης βίας εις βάρος του ανηλίκου (σωματικής, λεκτικής, ψυχολογικής), η μη τήρηση της υποχρέωσης διατροφής του τέκνου, η παρεμπόδιση του άλλου γονέα στην άσκηση του δικαιώματος της επικοινωνίας με το τέκνο και εν γένει η παράβαση των γονικών του καθηκόντων. Επίσης, κακή άσκηση της γονικής μέριμνας συνιστά και η διαμόρφωση από τους γονείς ενός ακατάλληλου περιβάλλοντος διαβίωσης για το παιδί, η κακή διοίκηση της περιουσίας του παιδιού, καθώς και η μη επίπληξη στον ανήλικο που επιδεικνύει παραβατική συμπεριφορά.

Σε κάθε περίπτωση, το αν συντρέχει ή όχι περίπτωση κακής άσκησης της γονικής μέριμνας του τέκνου κρίνεται πάντοτε με γνώμονα το αληθές συμφέρον του τέκνου και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.

Σύμφωνα με το άρθρο 1532 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι σε περίπτωση κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, όπως αυτή περιγράφηκε ανωτέρω, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο, δηλαδή μεταξύ των άλλων αφαίρεση μερική ή ολική μόνον της επιμέλειας ή της ασκήσεως της γονικής μέριμνας, διορισμό επιτρόπου, ανάθεση της φροντίδας σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυμα. Έτσι, η άσκηση της γονικής μέριμνας του τέκνου μπορεί να ανατεθεί σε κάποιο πρόσωπο του οικογενειακού περιβάλλοντος (είτε στον άλλον γονέα είτε σε παππούδες, γιαγιάδες κ.ο.κ), σε τρίτο πρόσωπο (όπως λ.χ. σε ανάδοχη οικογένεια ή επίτροπο) ή ακόμη και σε κάποιο ίδρυμα ή φορέα επίβλεψης. Η αφαίρεση της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς και η ανάθεσή της σε τρίτο πρόσωπο διατάσσεται μόνο ως έσχατο μέσο και λύση, όταν άλλα μέτρα έμειναν χωρίς αποτέλεσμα ή κρίνεται ότι δεν επαρκούν για να αποτρέψουν τον κίνδυνο σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής υγείας του τέκνου. Ο τρίτος στον οποίο μπορεί να ανατεθεί η άσκηση της γονικής μέριμνας του τέκνου είναι καταρχήν μία κατάλληλη, κατά προτίμηση συγγενική οικογένεια, και μόνο αν αυτό δεν είναι δυνατόν, ένα κατάλληλο ίδρυμα. Σε κάθε περίπτωση, πριν αποφασίσει το δικαστήριο, οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να ελέγχει το ήθος, τις βιοτικές συνθήκες και την εν γένει καταλληλότητα του τρίτου προσώπου, στηριζόμενο σε έκθεση που συντάσσεται από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία, έκθεση η οποία είναι απαραίτητη ακόμη και αν η ανάθεση της γονικής μέριμνας γίνεται σε κάποιο ίδρυμα. Εφόσον ο κοινωνικός λειτουργός κρίνει αναγκαία την απομάκρυνση του παιδιού από το οικογενειακό του περιβάλλον για τη διασφάλιση της ψυχοσωματικής του ακεραιότητας, κάνει έγγραφη αναφορά στην αρμόδια εισαγγελία (Εισαγγελία Ανηλίκων) και στη συνέχεια συμβάλλει στην εύρεση κατάλληλου πλαισίου παιδικής προστασίας ή εναλλακτικής μορφής φροντίδας (αναδοχή ή υιοθεσία).

Ο κατάλληλος χειρισμός του προβλήματος είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων, που έχουν άμεση σχέση με τον κοινωνικό λειτουργό σαν επαγγελματία αλλά και με την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία κινείται και εργάζεται που απαιτεί συνειδητοποίηση, αποδοχή και συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους για το θέμα επαγγελματίες – υπηρεσίες – φορείς. Συνέπεια, της κακής άσκησης της επιμέλειας τέκνου, είναι η επέμβαση, μετά από αίτηση του άλλου γονέα ή των πλησιέστερων συγγενών του τέκνου ή του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, των δικαστικών αρχών προκειμένου να διατάξουν οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο.

Συγκεκριμένα, το δικαστήριο δύναται: α) να αφαιρέσει από τον υπαίτιο γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας, ή την επιμέλεια, ολικά ή μερικά, και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο γονέα, β) να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο προς διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου και τέλος γ) αν συντρέχει στο πρόσωπο και των δύο γονέων κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, μπορεί να αναθέσει την πραγματική φροντίδα του τέκνου, ή ακόμα και την επιμέλειά του, ολικά ή μερικά, σε τρίτο, ή και να διορίσει επίτροπο.

Πέρα από τις προαναφερόμενες αρμοδιότητες του Δικαστηρίου, ειδικά για εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 1532 ΑΚ και επίκειται άμεσος κίνδυνος για τη σωματική ή την ψυχική υγεία του τέκνου, στην τρίτη (3η) παράγραφο του άρθ. 1532 ΑΚ, καθιερώνεται και η αρμοδιότητα του Εισαγγελέα να διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του ανήλικου, μέχρι την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου, στο οποίο πρέπει να απευθύνεται εντός ενενήντα (90) ημερών, με δυνατότητα αιτιολογημένης παράτασης της προθεσμίας αυτής κατά ενενήντα (90) επιπλέον ημέρες.

Ο Εισαγγελέας στην συγκεκριμένη περίπτωση ενεργεί ως δικαστική αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία, κατά το άρθρο 24 § 1 ν. 1756/1988 (Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων), και ασκεί αρμοδιότητα, την οποία του παρέχει ο νόμος (άρθρο 25 § 1 περ. ι΄ ν. 1756/1988, σε συνδυασμό με άρθρο 1532 § 3 ΑΚ.) Η αρμοδιότητά του είναι αντίστοιχη του Δικαστηρίου και εκτείνεται στη λήψη κάθε πρόσφορου για την προστασία του ανήλικου τέκνου μέτρου, φτάνοντας ακόμα και στην αφαίρεση της επιμέλειας από τον γονέα, αν αυτό κριθεί αναγκαίο. Η ως άνω αρμοδιότητα του Εισαγγελέα ασκείται στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης, είναι δικαστικής φύσεως και προσωρινού χαρακτήρα.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα μέτρα που ορίζονται στην εισαγγελική διάταξη ισχύουν μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, στο οποίο αυτός τελικά θα απευθυνθεί. Υπ’ αυτήν την άποψη, η αρμοδιότητά του συντρέχει με την αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου να διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα και να εκδίδει προσωρινές διαταγές, κατά το άρθρο 691-691Α Κ.Πολ.Δ.

(*) Δικηγόρος Αθηνών - Συνταγματολόγος - Νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ελλάδα - Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα - Δ.Σ. Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων - Δ.Σ. Ιδρύματος Μπότσαρη - Νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr