Το κόσκινο της γιαγιάς Αρχοντούλας
Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη
Η γιαγιά Αρχοντούλα σκούπισε όπως-όπως τα χέρια της στην ποδιά της να φύγουν τα αλεύρια. Άνοιξε την πόρτα, βγήκε στο κατώφλι του σπιτιού της και φώναξε με στεντόρεια φωνή την εγγονή της να έρθει στο σπίτι. Το κοριτσάκι άφησε, με βαριά καρδιά, το παιγνίδι στην μικρή πλατεία του χωριού και έτρεξε στο κάλεσμα της αγαπημένης γιαγιάς. Σε δυο μέρες θα γύριζαν δυστυχώς πίσω στην Αθήνα , στην ρουτίνα τους και σε ότι κουβαλάει η μεγάλη πόλη. Γιαυτό η μικρή προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί και το τελευταίο δευτερόλεπτο στην Μάνη, στο χωριό του μπαμπά της.
-Τι θέλεις καλέ γιαγιά και φωνάζεις; ρώτησε.
-Κορώνι μου, πάενε σε παρακαλώ στο μπαξέ που είναι ο παππούς για να φέρεις κάμποσα πορτοκάλια να κάνω λαλάγγια για τις μέρες. Όσο να αναπιάσω το προζύμι νάχεις έρθει. Μην πιάσεις κουβέντα στο δρόμο και αργήσεις. Μ' ακούς;
-Ναι γιαγιάκα, είπε η μικρή και έφυγε χοροπηδώντας ανέμελα στα κακοτράχαλα δρομάκια του μανιάτικου χωριού.
Γύρισε πίσω φέρνοντας όσα περισσότερα πορτοκάλια μπορούσαν να κρατήσουν τα δεκάχρονα χεράκια της. Τα ακούμπησε άγαρμπα πάνω το τραπέζι της κουζίνας που ήτανε δίπλα στο παράθυρο. Ύστερα σκαρφάλωσε σε ένα σκαμνί για να παρακολουθήσει τι θα φτιάξει η γιαγιά. Η παιδική περιέργεια είχε νικήσει πρόσκαιρα την αφοσίωση στο παιγνίδι της αλάνας.
-Κορώνι μου, θα μου κάνεις μια δουλειά ακόμα όσο να στύψω τα πορτοκάλια; Κάνε το μου και σαν γυρίσεις θα σου πω την ιστορία με τους Καλικάντζαρους όπως μου την έμαθε η δική μου η γιαγιά.
-Πες το γιαγιά. Που θες να πάω πάλι; ρώτησε όλο λαχτάρα η μικρή. Η μεγαλύτερη χαρά της όταν βρισκότανε στο χωριό ήταν να κάνει δουλειές για τη γιαγιά γιατί μονίμως ανακάλυπτε καινούργια πράγματα.
-Θα πας στο κατώι να μου φέρεις το μεγάλο το κόσκινο που είναι κρεμασμένο πίσω από την πόρτα. Ξέρεις εκείνο το μεγάλο ξύλινο σαν ταψί με τις πολλές τρύπες που φτιάχνουμε το καλοκαίρι τον τραχανά. Θα το βρεις εύκολα. Μόνο μην αφήκεις την πόρτα ανοιχτή και μπουν ποντίκια μέσα.
Σαν γύρισε η μικρή από την αποθήκη βρήκε τη γιαγιά να ζυμώνει τα λαλάγγια με το χυμό από τα πορτοκάλια που της έφερε πρωτού. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε και ένα γεμάτο ποτήρι για την ίδια. Σκαρφάλωσε πάλι στο σκαμνί της και περίμενε με αγωνία την ιστορία από τη γιαγιά Αρχοντούλα, πίνοντας συγχρόνως το χυμό της,
-Οι Καλικάντζαροι που λες κορώνι μου ζουν κάτω από τη γη. Ανεβαίνουν πάνω τα Χριστούγεννα και φεύγουν με το που αγιάζει τα νερά ο παπάς. Είναι άσχημοι και τριχωτοί και κακοσούλουποι και κάνουν ότι ζαβολιά μπορεί να βάλει ο νους σου. Ξέρεις όλο το χρόνο πριονίζουν το δέντρο της γης για να το κόψουν και σαν έρθουν τα Χριστούγεννα ανεβαίνουν στη γη για τα περάσουν καλά και βγάζουν το άχτι τους. Δεν κάνουν μόνο φασαρία αλλά ανακατεύουν και βρωμίζουν ότι βρουν στο διάβα τους. Μπαίνουν στα σπίτια, την ώρα που κοιμούνται οι άνθρωποι. Μπαίνουν από παντού και δεν αφήνουν τίποτα στη θέση του.
-Ναι αλλά στο σπίτι μας δεν μπήκαν. Τόσες μέρες είμαστε εδώ και το σπίτι είναι μια χαρά γιαγιά, την διέκοψε η μικρή.
-Μα μπαίνουν στα σπίτια όταν τους μυρίσουν τα λαλάγγια. Τρελαίνονται για λαλάγγια. Ξέρεις από πού μπαίνουν πιο συχνά; Από την καμινάδα κορώνι μου. Όταν καίει όμως η φωτιά δεν τολμάνε γιατί φοβούνται πως θα καψαλιστούν και τότε προσπαθούν να μπουν από την πόρτα. Γιαυτό οι άνθρωποι προσπαθούν να έχουν τη φωτιά αναμμένη συνέχεια.
-Και το κόσκινο γιατί με έστειλες να το φέρω; Τι το θέλουμε καλέ γιαγιά; ρώτησε η μικρή διακόπτοντας την διήγηση της υπέροχης Μανιάτισσας.
-Περίμενε και όλα θα στα ιστορήσω. Με τη σειρά. Μη βιάζεσαι κορώνι μου. Να βάλω πρώτα το τηγάνι στη φωτιά να ζεσταθεί το λάδι και όσο θα πλάθω τα λαλάγγια θα στα πω όλα. Να πάρε και συ ζυμάρι να φτιάξεις το δικό σου λαλάγγι.
Η γιαγιά έβαλε το βαρύ σιδερένιο τηγάνι, που κανένας δεν γνώριζε πόσα χρόνια κουβαλούσε, πάνω στη σιδεροστιά που είχε από πριν στο κέντρο του τζακιού και το γέμισε με το Ευλογημένο ελαιόλαδο της Μανιάτικης γης. Όσο να κάνει να κάψει άρχισε να πλάθει αριστοτεχνικά τα λαλάγγια όπως την είχε μάθει η μάνα της και εκείνη η δική της μάνα και πάει λέγοντας. Ένα – ένα σαν το τέλειωνε το ακουμπούσε με προσοχή πάνω στο πανί που είχε στρωμένο στο τραπέζι. Και παραδίπλα σε εκείνα της γιαγιάς στέκονταν και τα απροσδιορίστου σχήματος της εγγονής.
-Ήρθε η ώρα να σου πω και για το κόσκινο. Τι νομίζεις για πλάκα σε έστειλα να το φέρεις; Οι Καλικάντζαροι λοιπόν, γυρίζουν , βρωμίζουν, ενοχλούν και μόλις μυριστούν να τηγανίζουν οι νοικοκυρές τα λαλάγγια τους, προσπαθούν με κάθε τρόπο να μπουν στο σπίτι. Πρώτα δοκιμάζουν να μπουν από την καμινάδα μα σαν καταλάβουν πως καίει η φωτιά απομακρύνονται. Καραδοκούν τότε στην πόρτα και μόλις κάποιος την ανοίξει απρόσεκτα ,ορμάνε να μπουν. Πλάι στην πόρτα οι καλονοικοκυρές τέτοιες μέρες βάζουν το κόσκινο. Είναι όμως τόσο περίεργοι που σαν δουν το κόσκινο κάθονται να μετρήσουν τις τρύπες του για να μάθουν πόσες είναι. Εκτός από περίεργοι όμως είναι και χαζούληδες και δεν ξέρουν να μετράνε πάνω από το δύο. Ξεκινάνε λοιπόν να μετράνε .. ένα, δύο και πάλι από την αρχή.. ένα, δύο και έτσι περνάει η ώρα και έρχεται ο παπάς με την αγιαστούρα του και οι Καλικάντζαροι όπου φύγει-φύγει.
Το τραπέζι είχε γεμίσει ασφυκτικά από τα λαλάγγια της γιαγιάς και σε μια γωνιά ξεχώριζαν τα <διαφορετικά> της μικρής. Το λάδι στο τηγάνι είχε αρχίσει να τσιτσιρίζει και η καλή Μανιάτισσα άρχισε να ρίχνει ένα – ένα τα δημιουργήματα της για να τα τηγανίσει.
-Γιαγιά γιατί φτιάχνουμε τόσα, μα τόσα πολλά λαλάγγια σήμερα; Ποιος θα τα φάει όλα αυτά; συνέχισε να απορεί η μικρή.
-Θα φάμε ένα σωρό, αλλά και θα κεράσουμε όποιον διαβεί το κατώφλι μας χρονιάρες μέρες κορώνι, μου. Και θα στείλουμε και στους γειτόνους. Θα πάρετε μαζί σας και στη Αθήνα . Όλοι θα φάνε. Μόνο οι Καλικάντζαροι θα γυρίσουν στον κάτω κόσμο νηστικοί και παραπονεμένοι. Και θα ξεκινήσουν από την αρχή να πριονίζουν το δέντρο. Μην ξεχαστούμε με τις ιστορίες, κορώνι μου. Άντε να βάλεις το κόσκινο πίσω από την πόρτα να τους ξεγελάσουμε τους χαζούς.