Πρωτεύουσα VS Επαρχία
Γράφει ο Θεοδόσης Λάζαρης
Μεγαλώνοντας σε μία μικρή και κλειστή κοινωνία, ο μόνος προβληματισμός που απασχολούσε το τότε μυαλό μου ήταν να βρω τον τρόπο που θα μου εξασφάλιζε το εισιτήριο για τη μετακίνησή μου και παραμονή μου στην πόλη που ονομάζεται Αθήνα. Στην πρωτεύουσα, με την ανωνυμία, με τις αμέτρητες ευκαιρίες και τις πολλαπλές ευκαιρίες για μία καλύτερη, πιο ελεύθερη και δημιουργική ζωή. Στόχος επετεύχθη και ήδη μετράω στο ενεργητικό μου δέκα χρόνια ζωής στην πρωτεύουσα. Συνηθιζόταν βλέπεις η εσωτερική μετακίνηση των ανθρώπων από τις μικρές, επαρχιακές πόλεις στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ήδη από τις δεκαετίες των 70s και 80s, άνθρωποι από κάθε γωνιά της Ελλάδας, αναχωρούσαν με όπλο την ελπίδα για μία καλύτερη ζωή στη μεγαλούπολη.
Άνθρωποι που αναζητούσαν μία θέση εργασίας σε βιοτεχνίες, βιομηχανίες και εργοστάσια, φερέλπιδες νέοι που επιδίωκαν μία θέση παραπάνω στην κοινωνική ιεραρχία. Τα θυρωρεία των μεγάλων πολυκατοικιών ήταν ένα πρόσφορο έδαφος για τους ανθρώπους της εποχής να απασχοληθούν, να γεμίσουν τα πορτοφόλια τους και να εξασφαλίσουν στους ίδιους και τα παιδιά τους ένα καλύτερο μέλλον. Οι περισσότεροι τα κατάφεραν. Ορθοπόδησαν, συγκέντρωσαν χρήματα, έκτισαν σπίτια και η συνέχεια γνωστή. Τα χρόνια περνούσαν και πια το διαβατήριο για μία θέση στην Αθήνα το έδιναν οι σπουδές. Εισαγωγή σε πανεπιστήμια, σε ΤΕΙ και ΙΕΚ, ότι ο καθένας μπορούσε να επιτύχει, ήταν θεμιτό προκειμένου να κλείσει μία θέση στον «παράδεισο».
Παράδεισος ή κόλαση; Ακόμα το αναζητάω. Τα χρόνια βλέπεις τότε ήταν αλλιώς. Οι νέοι είχαν όνειρα και αισιοδοξία σε μία κοινωνία που είχε ανάγκη από μορφωμένους ανθρώπους να στελεχώσουν τμήματα εταιρειών που ανθούσαν. Και πάλι το μοτίβο γνωστό. Οι τυχεροί έστρωναν ένα δρόμο γεμάτο ροδοπέταλα ενώ οι πιο άτυχοι εξακολουθούσαν να προσπαθούν να βρουν μία διέξοδο. Η επιστροφή στην επαρχία ακουγόταν σα μία μορφή αυτοκτονίας αφού πια ένιωθαν ότι δεν είχε τίποτα να προσφέρει και περισσότερο παρέμενε στο σεντούκι των αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας ή μία σίγουρη εναλλακτική για τη μέρα που θα θελήσουν να κάνουν οικογένεια.
Κοίτα πως τα φέρνει όμως η ζωή καμιά φορά. Τα πράγματα, εν έτη 2013 έχουν αλλάξει ριζικά. Η Αθήνα κοχλάζει, η ασφάλεια και η ηρεμία έδωσαν τη θέση τους στον πανικό και την αναστάτωση και οι τύχες των ανθρώπων πια καταπνίγονται από τις εσφαλμένες τακτικές πολιτικών και «θνητών» όλα αυτά τα χρόνια που αφήσαμε πίσω μας. Τα ενοικιαστήρια και τα πωλείται διαμερισμάτων-κλουβιών διαρκώς αυξάνονται και άνθρωποι που έχουν ένα ξεχασμένο οίκημα, ένα οικόπεδο από κάποια κληρονομιά που κάποτε ευθαρσώς αναρωτήθηκαν τι να το κάνουν, ένα κάποιο σπίτι σε κάποια επαρχιακή πόλη-που τώρα πια τους θυμίζει τουριστικό θέρετρο στη Γαλλική Προβηγκία ή την Ιταλική Ριβιέρα- εγκαταλείπουν την άλλοτε πολλά υποσχόμενη πρωτεύουσα και επιστρέφουν ηττημένοι και απογοητευμένοι. Δεύτερη δεκαετία του 2000 και η εσωτερική μετακίνηση κάνει ξανά την εμφάνισή της αντίστροφα…
Η επαρχία κερδίζει το έδαφος που σταθερά όλα αυτά τα χρόνια είχε χάσει και μπαίνει στον ανταγωνισμό με δυνατά εφόδια. Χαμηλότερο κόστος ζωής, φυσιολογικοί ρυθμοί, καθαρός γαλανός ουρανός, αστέρια που ακτινοβολούν και μπορείς να τα δεις, καμία απεργία, καμία ταλαιπωρία και φυσικά πια περισσότερες επιλογές. Αλήθεια στην Αθήνα πόσες από τις ευκαιρίες που σου δίνει, επωφελήθηκες; Πόσοι όλα αυτά τα χρόνια ανέβηκαν στην Ακρόπολη; Πήγες ποτέ σε κάποια παράσταση; Σε κάποιο event από αυτά που δεν μπορείς να βρεις στην επαρχία; Αναζήτησες δουλειές διαφορετικές, ιδιαίτερες που δεν μπορείς να βρεις στην επαρχία; Ή τελικά προσπάθησες να χτίσεις μία ζωή επαρχίας στο χάος που λέγεται Αθήνα; Την εκμεταλλεύτηκες ή σε εκμεταλλεύτηκε και σε πέταξε;
Για σκέψου… Κάνε έναν ειλικρινή απολογισμό και δες και εσύ: Αξίζει να το ζεις;
Η αρχή έχει ήδη γίνει αυτό που φοβάμαι είναι το τέλος. Θα κλάψουμε ή θα γελάσουμε;