Γράφει ο Χρήστος Α. Πλειώτας*

Ι/ Όταν ο νομοθέτης παλινδρομεί και αλλάζει απόψεις, δεν είναι σεβαστός ούτε στους Δικηγόρους, ούτε στους Δικαστές, ούτε στην Επιστημονική κοινότητα, αλλά ούτε και προς τον ίδιο τον εαυτό του. Μετά την ανάγνωση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο: «Παρεμβάσεις στον ποινικό κώδικα και τον κώδικα ποινικής δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας» του οποίου επίκειται η ψήφιση, καθίσταται πλέον φανερό κατ’ εμέ, ότι θα πρέπει να οδηγηθούμε στην κατασκευή εξ’ αρχής ενός νέου ποινικού κώδικα, διότι εάν ψηφιστεί το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, ό,ποιος νομικός και εφαρμοστής του δικαίου σέβεται τον εαυτό του, θα νοιώθει απέχθεια να πιάσει τον παρόντα ποινικό κώδικα στα χέρια του. Εάν ψηφιστεί το υπό κρίσιν νομοσχέδιο, θα πρόκειται για την ποιο ακραία ποινικοποίηση που έχει ζήσει η ελληνική κοινωνία, την οποία επινόησαν «οι καβαλάρηδες της υπερασφάλειας» και οι «ασφαλειομανείς» που επενδύουν στον στραγγαλισμό της ελευθερίας του ατόμου και τον σωφρονισμό του υποχρεωτικά μέσα από το κελί της φυλακής!!!

ΙΙ/ Παραθέτω επακριβώς το σημείωμα σύνταξης με τίτλο «ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΥΣΤΗΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ;» που υπογράφει στο τεύχος «10» της ποινικής δικαιοσύνης η εξαιρετική καθηγήτρια ποινικού δικαίου στο Α.Π.Θ. Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου: «Ο νέος Υπουργός Δικαιοσύνης, ήδη από τις πρώτες ημέρες ανάληψης των καθηκόντων του, εξαγγέλλει μια νέα αυστηροποίηση του ποινικού μας δικαίου, ακολουθώντας το παράδειγμα του προκατόχου του. Συγκεκριμένες προτάσεις δεν έχουν ανακοινωθεί επισήμως την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο. Ενδεχο­μένως θα έχουν ανακοινωθεί κατά την δημοσίευση του. Σε κάθε όμως περίπτωση, πριν από την ψήφιση οποιωνδήποτε αλλαγών, είναι χρήσιμο να συνεκτιμηθούν ορισμένα κρίσιμα μεγέθη, όπως αυτά προκύ­πτουν από στατιστικές του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και από συ­στάσεις του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση λοιπόν τα ετήσια στατιστικά στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον πληθυσμό των φυ­λακών, που δημοσιεύτηκαν μέσα στο καλοκαίρι (SPACE I - 2022 – Penal Statistics: Prizon Populations. Council of Europe and University of Lausanne) η Ελλάδα είχε στις φυλακές της, το 2022, πληθυσμό με­γαλύτερο του μέσου όρου των ευρωπαϊκών κρατών: 106,2 κρατούμενοι ανά 100.000 κατοίκους, την ίδια στιγμή που η Φινλανδία βρίσκεται στο 50, η Γερμανία στο 67,1, η Δανία στο 70, η Σουηδία στο 76, 1, και η γειτονική Ιταλία στο 90. Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί ότι ενώ η τάση στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών είναι η σταδια­κή μείωση του αριθμού των εγκλεισμών από το 2005 έως το 2022, στην Ελλάδα παρατηρείται αύξηση 35 μονάδων, μικρότερη μόνο από εκείνη της Ζερβιάς, της Αλβανίας, της Μάλτας και της Τουρκίας. Την ίδια στιγμή, ο διαθέσιμος χώρος δεν φαίνεται επαρκής. Για κάθε 100 θέσεις στις φυλακές αντιστοι­χούν στην Ελλάδα 107,6 κρατούμενοι, αναλογία που κατατάσσει την χώρα μας στις τέσσερις χειρότερες της Ευρώπης, λίγο επάνω από το Βέλγιο, την Γαλλία και την Κύπρο. Η έλλειψη χώρου επιβαρύνει συνο­λικά τις συνθήκες κράτησης σε πολλές από τις φυλακές μας. Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση της Επι­τροπής κατά των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης (Αύγουστος 2023), στην Ειδική Πτέρυγα Γ' των Ανδρικών Φυλακών Κορυδαλλού οι συνθήκες κράτησης – κατά την πραγματοποίηση του ελέγχου – συνιστούσαν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Τα κελιά ήταν βρώμικα, ανθυγιεινά και υπερ­πλήρη. Αντιστοιχούσαν λιγότερα από 2m2 ζωτικού χώρου σε κάθε κρατούμενο (http: www.coe.int/en/web/news - 2023). Ο δείκτης για την αναλογία προσωπικού και κρατουμένων είναι επίσης απογοητευτικός. Ενώ ο μέσος ευ­ρωπαϊκός όρος είναι 1,6 κρατούμενοι ανά μέλος προσωπικού των φυλακών (με πολλές ευρωπαϊκές χώ­ρες να έχουν δείκτη μικρότερο της μονάδας), στην Ελλάδα αντιστοιχούν 2,6 κρατούμενοι για κάθε μέλος του προσωπικού, γεγονός που μας κατατάσσει στις τρεις χειρότερες θέσεις, μόλις πριν από την Γεωρ­γία και την Τουρκία. Πριν λοιπόν αποφασίσει κανείς για την αύξηση του αριθμού των κρατουμένων και για την αύξηση του χρόνου παραμονής τους στην φυλακή, θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι οι υπάρχουσες φυλακές την αντέχουν. Ότι δεν θα χρειαστεί να εκτίθεται η χώρα για τις συνθήκες που επικρατούν εκεί, ούτε να πληρώνει τα υψη­λά χρηματικά ποσό που ορίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ως δίκαιη ικανοποίηση των παθόντων, λόγω πα­ραβίασης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει επίσης ότι το υπάρχον προσωπικό μπορεί να ανταποκριθεί με επάρκεια στο επιπλέον βάρος. Οφείλει τέλος να συνεκτιμήσει τις επιπτώσεις που θα έχει η επιλογή του στην δικαστική συνεργασία με τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα Συμπεράσματά του (4. 12.2019), διαπιστώνει, με επίκληση αποφάσεων του ΔΕΕ, ότι η συμφόρηση των φυλακών και η εντεύθεν αδυναμία διασφάλισης συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης για τους κρατουμένους, παρεμποδί­ζει την ομαλή δικαστική συνεργασία και υπονομεύει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών. Χωρίς αυτήν, η αμοιβαία αναγνώριση των ποινικών αποφάσεων, που έχει αναγορευθεί σε «ακρογωνιαίο λίθο» της συνεργασίας στον κοινό δικαστικό ενωσιακό χώρο (αρθρ. 82 παρ. 1 ΣΛΕΕ), δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Υποστηρίζεται Βέβαια από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ότι η αυστηροποίηση των ποινών είναι αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπιστεί η εγκληματικότητα. Αυτό ήταν όμως το επιχείρημα για όλες τις επί το αυ­στηρότερο τροποποιήσεις των τεσσάρων τελευταίων ετών, χωρίς να έχει επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος: παρά την αύξηση των ποινών, που συνεπάγεται και την αύξηση του χρόνου παραμονής στις φυ­λακές, όχι μόνο δεν έχει παρατηρηθεί μείωση της εγκληματικότητας, αλλά συμβαίνει το ακριβώς αντίθε­το. Όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία της ελληνικής αστυνομίας, ενώ κατά το έτος 2020 – πριν από την πρώτη αύξηση των ποινών – είχαν Βεβαιωθεί συνολικά 191.224 εγκλήματα, κατά το έτος 2022 – μετά την αύξηση των ποινών – Βεβαιώθηκαν 241.549 εγκλήματα. Ποσοστό αύξησης 26,27%. Για την αποτυχία είχε άλλωστε προειδοποιήσει εγκαίρως η επιστημονική κοινότητα. Η Α. Ψαρούδα – Μπενάκη (Προβλήματα της ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα και οι νέοι ποινικοί κώδικες, ΠοινΧρ 2020, 5) σημείωνε σχετικά: «Μόνη η απειλή δια του νόμου αυστηρότατων ποινών δεν συμβάλλει τόσο καθοριστι­κά στην αποτροπή της τέλεσης σοβαρών εγκλημάτων. Μεγάλης κλίμακας εμπειρικές μελέτες έχουν κα­ταλήξει στο συμπέρασμα, ότι εκφοβιστική επιρροή στον πιθανό δράστη δεν έχει τόσο η απειλή στο νόμο υπέρμετρα βαριάς ποινής, όσο το κατά πόσο, κατά την εκτίμηση του, θα συλληφθεί και πάντως το ότι θα εκτελεσθεί, όπως προβλέπεται στον νόμο, η ποινή που θα του επιβληθεί». Ένας άλλος λοιπόν δείκτης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση της εγκληματικότη­τας, ο οποίος λείπει συνήθως από τον δημόσιο διάλογο: είναι εκείνος της εξιχνίασης των εγκλημάτων, που είναι απογοητευτικός, με βάση τα στοιχεία που δίνει η ίδια η αστυνομία. Εντελώς ενδεικτικά μπο­ρεί να αναφερθεί ότι κατά το 2022, από τα 12.113 βεβαιωμένα εγκλήματα κατά της περιουσίας, έμειναν ανεξιχνίαστα έως το τέλος του έτους τα 9.388, ποσοστό 77,5%. Από τα 104.472 βεβαιωμένα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας (συμπεριλαμβανομένων των ληστειών), έμειναν ανεξιχνίαστα τα 83.061, ποσοστό 79,5%, και από τα βεβαιωμένα 7.970 εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα, έμειναν ανεξιχνίαστα τα 5.201, ποσοστό 65,2%. Όταν το «ρίσκο» της σύλληψης είναι τόσο μικρό, καμία ποινή – όσο υψηλή κι αν είναι – δεν πρόκειται να βοηθήσει στην μείωση της εγκληματικότητας που απασχολεί καθημερινό την μεγάλη πλειοψηφία των πο­λιτών. Αν λοιπόν το κρότος ενδιαφέρεται πραγματικό να αντιμετωπίσει την εγκληματικότητα, από την βελτίωση αυτού του δείκτη θα πρέπει να ξεκινήσει: από την πραγματική εξιχνίαση των σοβαρών εγκλη­ματικών πράξεων, ώστε όσοι εγκληματούν να δικάζονται και να τιμωρούνται για τις αξιόποινες πράξεις που έχουν τελέσει».

ΙΙΙ/ Τι άλλο θα μπορούσε ποιο εύγλωττα να ειπωθεί και να καταγραφεί, ώστε να αποτελέσει αφετηρία για μια υγιή και οφειλόμενη στον νομικό μας πολιτισμό εξέγερση του νομικού κόσμου της χώρας (δικηγόρων, δικαστών, πανεπιστημιακών) στο επερχόμενο «έκτρωμα» μιας απεχθούς παρέμβασης στον ποινικό κώδικα και τον κώδικα ποινικής δικονομίας, που όχι μόνο δεν επιταχύνει και αναβαθμίζει ποιοτικά την ποινική δίκη, αλλά τουναντίον προσβάλει το σύγχρονο ποινικό δίκαιο, που επιδιώκει όπως εύστοχα, λακωνικά και εμπνευσμένα αναφέρουν οι συντάκτες της αιτιολογικής έκθεσης στο σχέδιο νόμου, για την κύρωση του νέου ποινικού κώδικα, που ψηφίστηκε με τον Ν 4619/2019 «την αποτελεσματική προστασία των εννόμων αγαθών και την ουσιαστική εξασφάλιση του προσώπου, από τις παραδοσιακές καταχρήσεις της ποινικής καταστολής».

IV/ Αυτός και εάν είναι μείζον λόγος για την διαρκή αποχή τον δικηγόρων από τα ποινικά δικαστήρια περισσότερο από κάθε είδους εξοντωτικό φορολογικό νομοσχέδιο.

(*) Δικηγόρος

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr