Γράφει ο Δρ. Ιωάννης Σαϊτάκης

Καλησπέρα.
Σας καλοσωρίζουμε με ευρωσύνη σε αυτήν εδώ την αίθουσα που ας μου επιτραπεί να την προσονομάσω, ιερό τέμενος της Αθηνάς, δωρήτριας της ευλογημένης ελιάς, όπου (τουλάχιστον για την αποψινή εκδήλωση η οποία είναι αφιερωμένη στη μαντινάδα, στον χορό στο κρητικό γλέντι ) συνιερουργεί αναμφίβολα, νιτσεϊκά θα έλεγα, με τον θεό της παυσιλύπου αμπέλου, Διόνυσο.
Θέλω να ευχαριστήσω τον κ. Κ. Κοτσώνη για την ευγενική του πρόσκληση στο πρόσωπό μου, ως ομιλητού∙ να συγχαρώ τον συλήπτορα και πρωτολάτη της ιδέας, για την πραγματοποίηση της εκδήλωσης αυτής, συμπατριώτη μου, Γιάννη Μεγαλακάκη, καθώς και όλους τους υπόλοιπους συντελεστές της αποψινής μας συνάντησης.

Η εισήγησή μου έχει δύο σκέλη: στο πρώτο – με την ιδιότητα του λαογράφου - θα αναφερθώ στη μαντινάδα ως είδος της προφορικής μας παράδοσης• στο δεύτερο θα εστιάσω στο πόνημα του συντοπίτη μου Γιάννη Μεγαλακάκη.

Οι παραδοσιακές αξίες του παρελθόντος, τα λαογραφικά σύμμεικτα, η ίδια η πολιτισμική μας κληρονομιά που κατευθύνει και θα κατευθύνει τα βήματά μας, αποκτούν μιαν ιδιαίτερη - σχεδόν μαγική – διάσταση, όταν μετουσιώνονται σε λαϊκή ποίηση, σε μουσική σε χορό• δηλαδή στα τρία αυτά στοιχεία που αντιπροσωπεύει η μαντινάδα.

Η λέξη μαντινάδα ετυμολογικά παράγεται από τα θέματα των λέξεων: μαντεύω + άδω (διαισθάνομαι και τραγουδώ).

Κατ άλλους η λέξη αποτελεί εξελληνισμένο τύπο του ενετικού "mantinada" που σημαίνει το νυχτερινό τραγούδι του έρωτα ή του ερωτευμένου. Την καντάδα. (Ίσως, όπως λένε οι γέροντες στην Κρήτη, να προέρχεται από την Ελληνική λέξη «Μαντάτα» που θα πει ειδήσεις.)
Η μαντινάδα ανήκει στη μεγάλη οικογένεια του Δημοτικού μας τραγουδιού, το οποίο ως γνωστό ξεκινά τον 11ο αιώνα με τον ακριτικό κύκλο: π.χ. «Το έπος του Διγενή», «Το άσμα του Αρμούρη», «Το κάστρο της Ωριάς», «Του Ανδρίνικου».
Με το πέσιμο της Πόλης ξυπνά η λαϊκή μούσα:
«Ένα πουλάκι ξέβγαινε πω μέσα από την πόλη», «Της Αγιάς Σοφιάς», «Πάρθεν η Ρωμανία», «Το ανακάλημα της Κων/πολης», «Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς» κ.λπ.
Ακολουθούν τα «Κλέφτικα» ( συλλογή Γκλωντ Φωριέλ 1824 Παρίσι), τα «Ιστορικά», τα «Θρησκευτικά», «του κύκλου της ζωής» (νανουρίσματα, ταχταρίσματα, γάμου, μοιρολόγια, ξενιτιάς) όσο και «του κύκλου του χρόνου» (κάλαντα, αποκριάτικα, πασχαλινά κ.λπ.).
Στην Κρήτη ακμάζουν τα Ριζίτικα (της ταύλας και του δρόμου) και οι μαντινάδες.

Μεγάλοι Έλληνες λαογράφοι έχουν ασχοληθεί με την παραδοσιακή μας ποίηση όπως ο Ν. Πολίτης, ο Στίλπων Κυριακίδης, ο Δημ. Λουκάτος, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Κων/νος Ρωμαίος• να αναφέρουμε και μερικούς πολύ γνωστούς ξένους εθνολόγους και ανθρωπολόγους, όπως είναι ο ιδρυτής της δομικής σημασιολογίας Αλγκίρντα Γκρειμάς, ο ρώσος εθνολόγος Βλαντιμίρ Προπ, ο γάλλος ανθρωπολόγος Γκλώντ Λεβί - Στρως, ο Μπο – Μπο Βι, ο Μίλιαν Πάρη κ.λπ.

Τη μαντινάδα και λόγω καταγωγής έχουν μελετήσει ιδιαίτερα, ο Σταμάτης Αποστολάκης, ο Γεώργιος. Σπυριδάκης, ο Γρηγόρης Σηφάκης, ο Στυλ. Αλεξίου κ.α.

Τη μακρόχρονη, χωρίς διακοπή καλλιέργεια της δημώδους μας ποίησης, διαμόρφωσε και διαμορφώνει η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του λαού μας.

Την ποιότητα αυτής της τέχνης προσδιορίζει η εκφραστική αμεσότητα και η τεχνική ωριμότητα μιας κοινωνίας η οποία διαθέτει τη συσσωρευμένη εμπειρία μιας αδιάσπαστης πολιτισμικής συνέχειας.

Το κρητικό δίστιχο (μαντινάδα), με ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς 15/σύλλαβους στίχους, εμφανίζεται ως αυτοτελές ποιητικό είδος στα τέλη του 14ου αιώνα. Έκτοτε αρχίζει να καλλιεργείται συστηματικά σε πολλές ελληνικές περιοχές και ιδίως του νησιώτικου χώρου.

Στη Κρήτη, όπου ακόμα και σήμερα παρουσιάζει ιδιαίτερη άνθιση, έχει καθιερωθεί ως ένα από τα σημαντικότερα μέσα λαϊκής καλλιτεχνικής έκφρασης. Βασικοί φορείς του είναι οι λαϊκοί λυράρηδες, οι ριμαδόροι, αλλά και οι απλοί άνθρωποι, οι οποίοι συνηθίζουν να τραγουδούν με θαυμαστή ευχέρια στα γλέντια.

Η μαντινάδα είναι ένα μικροκείμενο, μια μινιατούρα δημοτικού τραγουδιού με νοηματική αυτοτέλεια που επιγραμματικά με αμεσότητα, πληρότητα, λυρική και θυμοσοφική γνησιότητα, εκφράζει όλα τα σκιρτήματα, όλους τους κάθε λογής κραδασμούς της λαϊκής – Κρητικής μεγαλοσύνης, από τη γέννηση, έως τον θάνατο.

Είναι οι κρυστάλινοι σταλακτίτες μέσα στα σπήλαια της κρητικής ψυχής, όπου αιώνια στάζει δάκρυ θλίψης, χαράς αγάπης, ηρωισμού, λεβεντιάς.
Η λεβεντιά ναι μια πληγή που πάντα αίμα τρέχει
Θέ μου και πώς τηνε βαστά εκείνος που την έχει.

Ο Κονδυλάκης υποδέχεται τον Πατούχα στο όμώνυμο έργο με τη μαντινάδα:

Καλώς τονε που πρόβαλε με τσι μακρές χερούκλες
με τα μεγάλα μάγουλα και με τσι ποδαρούκλες.

Από την άλλη πλευρά ο Καζαντζάκης παρομοιάζει τις λέξεις με οβίδες…έτοιμες να εκραγούν. Πράγματι, μέσα στην κάθε λέξη κρύβεται μεγάλη εκρηκτική δύναμη και μέσα από την ετυμολογική της εικόνα μια πολιτισμική μνήμη που τη βιώνει μόνο όποιος μπορεί να ιχνηλατήσει τη διαδρομή της.

Έτσι και οι λέξεις στις αυθεντικές κρητικές μαντινάδες εκρήγνυνται, λευτερώνονται, ξεπετιούνται από το στόμα του κρητικού ριμαδόρου και ελαύνουν ως ατίθασες φοράδες, ως δυσηνίοχοι ίπποι, για να ταξιδέψουν όπως ο μυθικός ωκύπτερος - ανεμοδρόμος Πήγασος στα πέρατα της οικουμένης.
Κρήτη μου απροσκύνητη και καστροπολεμίστρα
Κρήτη αντρειωμένη μου και λεβεντογενίτρα.

Τα κρητικά τα χώματα όπου και να τα σκάψεις
αίμα παλληκαριών θα βρεις, κόκαλα θα ξεθάψεις.

Μαύρα φορούνε τα βουνά κι ο γέρο – Ψηλορείτης
πενθούν οι πόλεις, τα χωριά τσι ήρωες τση Κρήτης.

Οι χαρές, οι λύπες, οι αντιλήψεις, τα νοήματα, οι αγώνες, οι αγωνίες σαν τις ακτίνες του ήλιου, σαν χρυσές κλωστές, δουλεύουν, υφαίνουν και ξυφαίνουν τον καιρό και τον τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και το πνέμα, για να θυμηθούμε τον συγγραφέα της Ασκητικής.

Όλα ρέουν τριγύρω σαν ποταμός, χορεύουν, στροβιλίζονται, μέσα στα κατώγια του νου του γλωσσοπλάστη και στοιχοπλόκου μαντιναδολόγου, που με λογισμό και μ’ όνειρο, μας τα προσφέρει ως τραγούδια, ως μαντινάδες.

Η Κρήτη έζησε γιατί τραγούδησε, γιατί χόρεψε. Στην επιγραμματική μαντινάδα κωδικοποίησε όλες τις μορφές της ζωής του και σ’ αυτήν καταγράφει το νόημα της ύπαρξής του όπως το νιώθει.

Πολλοί ρωτούν να μάθουνε ίντα ‘ν’ οι μαντινάδες
αγάπη, γνώση, κι ομορφιά να λες με δυό αράδες.

Όλα τα παραπάνω μαζί και οι τρεις χάριτες, οι τρεις θεραπαινίδες της ύπαρξής μας, η μνήμη, η κρίση, και η φαντασία..

Λύρα μου με τσι τρεις χορδές, ωσά τσι τρεις τσι χάρες
χαρίζεις όμορφες χαρές και σβήνεις τσι λαχτάρες.

Σαν τον κατάλευκο κρίνο, σαν τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες του αγρού, άπειρες μα πεντάμορφες και στη μορφή και στην ουσία είναι οι κρητικές μαντινάδες, που δεν έπαψαν και δεν θα πάψουν ποτέ να φυτρώνουν στα καταματωμένα κρητικά χωριά, στη λεβέντικη κρητική ψυχή.
Χαίρομαι που μαι κρητικός κι όπου βρεθώ το λέω
με μαντινάδες τραγουδώ με μαντινάδες κλαίω.

Οι παλιοί κρητικοί μαντιναδόροι - σε μια σχέση υποδόρια και αναγώγιμη, που συνάπτεται με δομές βάθους και όχι επιφάνειας - αυτοδίδακτοι βοσκοί, ζευγάδες, ψαράδες, τσαγκάρηδες, κτίστες, νοικοκυραίοι, μας θυμίζουν τους Ομηρικούς ραψωδούς και τα λόγια του Φήμιου:
« Αυτοδίδακτος δειμί, Θεός δε μοι φρεσίν οίμας, παντοίας ενέφυσεν, έοικα δε τοι παραείδειν ως τε Θεώ…» ( Οδύσ. Χ στ. 347 – 49) .

«Μόνος μου τά μαθα, μου φύσηξε λογής – λογής τραγούδια κάποιος Θεός στα φρένα, κι έτσι θνητούς και αθάνατους με το τραγούδι ευφραίνω» ( Μετ. Καζαντζάκη – Κακριδή).

Και εκτός από την έμπνευση, οι πρόγονοί μου ήξεραν απέξω τον Ερωτόκριτο και τραγουδώντας τον, δεν τον μετέδιδαν μόνο από γενιά σε γενιά, αλλά και πάνω σ’ αυτά τα μοτίβα, έφτιαχναν και δικά τους δίστιχα.

Μη γελαστείς και μπερδευτείς στση ζώνης μου τα κρούσα
γιατί θα πάθεις βάσανα ωσάν την Αρετούσα.

Η Αρετούσα αρνήθηκε και πλούτη και παλάτι
κι αγάπησ’ ένα μερακλή, ένα φτωχό διαβάτη.

Βλέπουμε λοιπόν, ότι εντάσονται ποιητικά μοτίβα τα οποία αναγνωρίζονται ως διακείμενο ανάμεσα στον κορναρικό λόγο και την κρητική μαντινάδα. Οι μελετητές της Νεοελληνικής λογοτεχνίας συμφωνούν ότι και ο Σολωμός και η ποίησή του είναι εμπνευσμένη από τον ομότεχνό του Βιτζέντζο Κορνάρο, τον ποιητή του Ερωτοκρίτου.

Το βεβαιώνει άλλωστε και ο Γιώργος Σεφέρης γράφοντας: « Η έκφραση του Κρητικού δεκαπεντασύλλαβου κυκλοφορούσε ανάμεσα στις θεραπαινίδες του, ώσπου να την ακούσει ο Σολωμός».

Παραθέτουμε εδώ μερικούς από τους πολλούς Σολωμικούς στίχους που ευωδιάζουν Κρήτη και θυμίζουν Β. Κορνάρο και μαντινάδες:

Είναι από το πολύστιχο αφιγηματικό ποίημα «ο Κρητικός» όπου ο Σολωμός ξαναπιάνει το νήμα της κομμένης παράδοσης που είχε αφήσει η μεγάλη Κρητική σχολή.

Δέν εἶν’ θιαμπόλι τό γλυκό, ὁπού τ’ ἀγρίκα μόνος
στόν Ψηλορείτη ὅπου συχνά μ’ ἐτράβουνεν ὁ πόνος.
Κι ἔβλεπα τ’ ἄστρο τ’ οὐρανοῦ μεσουρανίς νά λάμπει
καί τοῦ γελοῦσαν τά βουνά, τά πέλαγα κι οἱ κάμποι·


Ας θυμηθούμε τώρα αποσπάσματα από τους «Ελεύθερους πολιορκημένους», ανιχνεύοντας πολιτισμικούς κώδικες και φυσιολατρικές αναφορές∙ μοτίβα δηλαδή που θα τα συναντήσουμε στη συνέχεια – εκτός από το Σολωμό - και σε μαντινάδες και στον Ερωτόκριτο. Διαβάζουμε, λοιπόν, από το Β ομοιοκατάληκτο σχεδίασμα τους γνωστούς στίχους:


Ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε
κι όσάνθια βγαίνουν και καρποί τόσάρματα σε κλειούνε.
………………………………………………………………
Μάγεμα η φύση κι όνειρο στην ομορφιά στη χάρη
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει∙
όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Σχετικές φυσιολατρικές μαντινάδες

Μες του Μαγιού τσι μυρωδιές τα κόκκινα κεράσια
για δέστε πώς χορεύουνε τση Κρήτης τα κοράσια.

Μεστα κλαδιά του ποταμού πουλιά φωλιά στελιώνουν
η Άνοιξη η ανυφαντού κι αγάπη καμαρώνουν.

Την ώρα που το φως τσ αυγής σαν τη δροσούλα πέφτει
παίζει η ομορφιά σου αστραπές στου νου μου τον καθρέφτη.

Διαβάζουμε από τον Ερωτόκριτο:

Εφάνη ολόχρυση η αυγή και και την αυγούλα ρίχνει
σημάδια της ξεφάντωσης τούτη την ώρα δείχνει
Tα περιγιάλια ελάμπασι, κι η θάλασσα εκοιμάτο,
γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κι εις τα νερά εγρικάτο.
Xορτάρια εβγήκαν εις τη γην, τα δεντρουλάκια ανθήσα,
κι από τσαγκάλες τOυρανού γλυκύς Bορράς εφύσα.
Oλόχαρη και λαμπυρή ημέρα ξημερώνει,
εγέλα-ν η Aνατολή, κι η Δύση καμαρώνει.
………………………………………………

Η περιγραφή της φύσης από τον ποιητή, όπως είδαμε, γίνεται με πολλή λυρικότητα.


Σε άλλο σημείο του Ερωτοκρίτου, προβάλονται οι ευεργετικές δυνάμεις του χρόνου:
Άφηστσι μέρες να διαβού, το χρόνο να περάσει•
τ’ άγρια θεριά μερώνωσι με τον καιρό στα δάση•
……………………………………………………..
με τον καιρόν οι συννεφιές παύγουσι κι οι αντάρες
κι ευκές μεγάλες γίνουνται με τον καιρό οι κατάρες.
Το στοιχείο αυτό του χρόνου θα το ανιχνεύσουμε και σε πολλές μαντινάδες• διαβάζω ενδεικτικά:

Στάλα τη στάλα το νερό το μάρμαρο τρυπά το
το πράμα που μισει κιανείς,γυρίζει κι αγαπά το.

Η νιότη κάνει πείσματα, τσαγάπης χίλια νάζια
θαρθεί καιρός νανθίσουνε του έρωντα τα χάδια.

Ο χρόνος φθείρει τσομορφιές μα η αρχοντιά δε σβήνει
για τούτο κι η αγάπη μας αθάνατη θα μείνει.

Γράφει ο Λίνος Πολίτης, ο ερευνητής του Σολωμικού έργου:

«Ισως ποτέ άλλοτε η δημοτική μας γλώσσα δεν γράφτηκε και δεν μιλήθηκε με τόση καθαρότητα και με τόση συνέπεια στην Νεοελληνική λογοτεχνία, όσο στην Κρητική ποίηση».

Καμιά μαντινάδα δεν μπορεί να γοητεύσει αν δεν είναι γραμμένη στην ατόφια κρητική διάλεκτο, αν δεν είναι κρητικόλαλη. Ο χρησιμοθηρισμός της γλώσσας και το συντέριασμα της ρίμας, οδηγεί πολλές φορές στην απομάκρυνση των στιχουργών από την αυθεντική κρητική διάλεκτο.

Η διαστρέβλωσή της, η ανάμειξη άλλων λέξεων, καταργεί τη νομοτέλεια και θραύει την ευαισθησία της εξαίρετης ποιητικής γλώσσας του Κορνάρου, του Χορτάτζη, της γνήσιας μαντινάδας.

Η μαντινάδα η καλή δε κτίζεται όπως λάχει
πέτρα και χώμα και νερό τση Κρήτης πρέπει ναχει

Ένα παράδειγμα, που αν γίνει χρήση άλλης λέξης εκτός κρητικής διαλέκτου, αλλοιώνεται η μαντινάδα:

Λιάζει την ώρα που γελάς κι οντέ δακρύζεις βρέχει
κι όντε ξανοίγεις χαμηλά η μέρα φως δεν έχει.

Η λέξη όντε δεν μπορεί να γίνει όταν, η λέξη ξανοίγεις δεν μπορεί να γίνει κοιτάζεις κ.λπ.


Υπάρχουν ολόκληρες οικογένειες μαντινάδων που εστιάζουν εξακολουθητικά στην ίδια έννοια, στην ίδια λέξη:

Π.χ. στη λέξη: χέρα ( χέρι)

Έσβησαέρας το κερί που βάστουνα στη χέρα
κι έγινε φως μου η ζωή σκοτίδι νύχτα μέρα.

Στη μια μου χέρα το σπαθί στην άλλη το μαχαίρι
ή θα καώ η θα σφαγώ, ή θα σε κάνω ταίρι.

Άλλη λέξη: άστρα (αστέρια)

Τάστρα κοιτώ στον ουρανό θε μου να πέσει ένα
να κάμω ευχή να μη μπορείς να ζεις χωρίς εμένα.

Μετρώ ταστέρια του ουρανού και λείπει μόνο ένα,
φαίνεται δεν εμέτρησα αγάπη μου εσένα.

Κι άλλο παράδειγμα,η λέξη: ποταμός (ποτάμι)
(Εδώ ενυπάρχουν και φιλοσοφικά στοιχεία)

Τρέχει νερό στο (μ) ποταμό κι η θάλασσα το πίνει,
τρέχει κι η νιότη και περνά μιαν αστραπή και σβήνει.

Τρέχει νερό στο (μ) ποταμό μα τρέχει λίγο – λίγο
Άχι και νά τρεχε πολύ να του κλουθώ να φύγω.

Τρέχει νερό στο (μ) ποταμό κι από λιγού πληθαίνει,
κι όλα τ’ αδύναμα κλαδιά στο πέρασμα (ν)του παίρνει.

Οι τελευταίες θυμοσοφικές μαντινάδες συντεριάζουν ποίηση και αλήθεια κατά τρόπο θαυμαστό. Μελετώντας της κανείς θα μπορούσε να βρει το νήμα της κρητικοπούλας Αριάθνης στο λαβύρινθο της ψυχής του κρητικού λαού. Άλλη θυμοσοφική μαντινάδα:

Ο Θιός τσι δίδει τσι χαρές μα τσι κακομοιράζει
άλλος γελά και χαίρεται κι άλλος αναστενάζει.


Η ευρηματικότητα και η γλωσσοπλαστική πρωτοτυπία, άλλο ένα ρόδο αμάραντο στο περιβόλι της κρητικής μούσας :

Μοσχοκανελογέννητη, ζαχαροζυμωμένη
γαρεφαλοχνωτάτημου κι ακριβαναθρεμμένη.

Ε!Xρυσολαμπαδόκορμη, φεγγαρολαμπηρούσα
χρυσοδακτυλιδόστομη κι ανθοδροσομιλούσα.

Κρουσταλοβραχιονάτη μου, κι αρισμαρόβεργά μου
χρυσομαλλούσα κοπελιά και πήρες την καρδιά μου.

(αρισμαρί = δεντρολίβανο)
Η μαντινάδα πάντα τραγουδιέται και μάλιστα εκ περιτροπής από όλους της συντροφιάς και πολύ συχνά (όταν υπάρχουν), συνοδεύεται από μουσικά όργανα (λύρα, λαγούτο, βιολί, θιαμπόλι, μαντούρα, ασκομαντούρα κ.λπ.).
Ήπαιρνεν το λαγούτο του, κεσιγανοπορπάτει,
κεκτύπαν το γλυκά – γλυκά ανάδια στο παλάτι.
για να θυμηθούμε τον Ερωτόκριτο.

Μια γλυκιά ελεγεία, μια πολυεπίπεδη νοσταλγία νοιώθουμε να διαπερνά εμάς τους Κρητικούς όταν είμαστε μακριά από τη γενέθλια γη και χαϊδεύουν ταυτιά μας η μελωδία και οι στίχοι μιας μαντινάδας.

Ζούμε σήμερα στην Αμοργό του Νίκου Γκάτσου επαναλαμβάνοντας με επιτονισμούς την ελεγεία του:
Μαύρη μεγάλη θάλασσα… Μαύρη μεγάλη μοναξιά…

Μα και στη μοναξιά σύντροφος πιστός και παρηγορητικός είναι η μαντινάδα• μας ξαναδίνει χαρά και ζωντάνια.

Κι όταν ανάψει το κέφι και φουντώσει το γλέντι, αρχίζει ο χορός.

Όσο η Κρήτη τραγουδεί και το χορό δα στένει
με μαντινάδες και σκοπούς, ποτέ τση δεν ποθαίνει.

Οντέ χορεύγει ο Κρητικός δείχνει την αντρειγιά ντου,
την αρχοντιά, τη λεβεντιά και την παλικαριά ντου.

Από τους κρητικούς χορούς οι περισσότερο διαδεδομένοι είναι ο συρτός, γνωστός και ως χανιώτικος συρτός, ο καστρινός πηδηκτός , η σούστα και πεντοζάλης (σιγανός και γρήγορος).

Σύρνω τση Κρήτης το χορό και πράμα δε φοβούμαι
ωσάν τον αετό πετώ και χάρο δε λογούμαι.

Αυτή τη μαντινάδα πρέπει να είχε στη σκέψη του ο μεγάλος Ν. Καζαντζάκης. Ο χορός του Ζορμπά τον αναστάτωνε. Πίστευε πως ήταν μια λυτρωτική άσκηση, ένα ξέσπασμα, ένα φτερούγισμα στον άνεμο. Όταν ο Καζαντάκης έβαζε το Ζορμπά να χορεύει ήταν σα να χορεύει ο ίδιος και να λυτρώνεται από τις πίκρες, τα βάσανα, τη σκλαβιά της ανθρώπινης μοίρας· σαν να έκανε ένα βήμα του κορμιού και του νου προς τη λευτεριά.

Ήταν κάτι σαν τον χορό των άγριων και των λεύτερων πουλιών, που σημάδευε τις ψυχές όλων των ανθρώπων, μα προπαντός των καταπιεζομένων και των αδικημένων, ήταν φως λευτεριάς, ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο νοητός, για να θυμηθούμε τον άλλο μεγάλο κρητικό φωτολάτρη ποιητή, Οδ. Ελύτη.

Μια μαντινάδα για τον ήλιο:

Ήλιε απούσαι στα ψηλά του κόσμου κυβερνήτη
δώσε τση χαιρετίσματα οντέ περνάς την Κρήτη.

Ας έρθουμε τώρα στο βιβλίο του φίλου μας, Γιάννη Μεγαλακάκη .
Οι κρητικές μαντινάδες, όπως προαναφέραμε, ξεχωρίζουν για την ιδιάζουσα έκφραση, το μεστό της φράσης και αντανακλούν τα αισθήματα, τη σκέψη και τη ζωή του κρητικού λαού. Αντλούν τη θεματολογία τους από ποικίλους τομείς και ανάλογα διακρίνονται σε: λόγιες, θρησκευτικές, κάλαντα μαντινάδες, ιστορικές, λαογραφικές, θυμοσοφικές, παρακλητικές, ευχετικές, κατάρες, χαιρετίσματα, νανουρίσματα, παινέματα, της αγάπης, του γάμου, του ερωτισμού, του χορού, της λύρας, του γλεντιού, του όρκου, της μοίρας και του ριζικού, του χωρισμού, του κλήδονα, του αργαλειού, βουκολικές, μοιρολόγια, ευτράπελες, σατιρικές, νατουραλιστικές, σουρεαλιστικές, ψυχολογικές, φυσιολατρικές, αλληγορικές, αινιγματικές, πεισματικές, επιχωριάζουσες, της ξενιτιάς, νοσταλγικές κ.λπ.

Η προσπάθεια του φίλου μας Γιάννη Μεγαλακάκη αριθμεί 104 σελίδες και συνδυάζει το κείμενο δηλ. τη μαντινάδα με την εικόνα.

Το βιβλίο εμπεριέχει 70 περίπου μαντινάδες από το ξεχύλισμα της καρδιάς του Γιάννη. Αν θέλαμε να τις κατατάξουμε σε κατηγορίες θα βλέπαμε ότι τα ¾ του βιβλίου καλύπτονται από μαντινάδες της αγάπης .

Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού η παντοδυναμία του πλατωνικού έρωτα υμνείται σε ένα απέραντο πλήθος από κρητικές μαντινάδες. Κι εδώ τα τραγούδια της αγάπης, καθώς τονίσαμε ήδη, όπως προαναφέραμε καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, όπως και ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου:

Αγαπημένη λέξη μου έγινε τόνομά σου,
το κρύβω μα δεν κρύβεται πως έχω το σεβντά σου.

Οι μαντινάδες της αγάπης είναι γνήσια δημιουργήματα, πηγαία σκιρτήματα της κρητικής ψυχής, που εκφράζουν τον θαυμασμό, τη λατρεία, τη λαχτάρα των ερωτευμένων, τη χαρά, και την ευδαιμονία του έρωτα κι άλλοτε πάλι την πίκρα, την απογοήτευση, το παράπονο, την απόγνωση, τον πόνο και τα δάκρυά του.

Εκτείνονται σε έναν απέραντο σε πλάτος και δυσθεώρητο σε ύψος και βάθος χώρο. Από την πιο «πλατωνική» αγάπη – ιδέα, ως και τον πιο νατουραλιστικό ερωτισμό. Από τον πιο ιδεολογικό λυρισμό, ως τον πιο Αριστοφάνειο σατιρισμό.

Είναι γεμάτες χάρη, λάμψη, δροσιά, θέρμη, γλύκα, πόθο,απόγνωση, πικρόχολο καημό, ευχές, κατάρες, θαυμασμό και περιφρόνηση και είναι ως λόγος ποιητικός αριστουργήματα, σαν τα μυρωμένα ή τα αγκαθωτά αγριολούλουδα του βουνού και του κάμπου.

Διαβάζω μαντινάδες από το βιβλίο που παρουσιάζεται:

της αγάπης

Βρέχει και ρίχνει έρωτα μες στης ψυχής το χώμα
κι ανθίζουνε τα σαγαπώ απ της καρδιάς το στόμα

Όσο καρδιά μου θα χτυπάς κι όσο κορμί μου αντέχω,
τον θάνατο του έρωτα κι ανάσταση θα έχω

Έλα στην μπόρα του σεβντά, σούστα να σε χορέψω
και την καρδιά σου αγάπη μου για πάντα να σου κλέψω

Κάθε σταγόνα και φιλί ,δίνει η βροχή στο χώμα ,
μα εγώ ποθώ κατακλυσμό απ' το δικό σου στόμα

Παινέματα
Η ομορφιά του ανθρώπου, θείο δώρο, με την ακτινοβολία της εμπνέει την ευαίσθητη ψυχή του ερωτευμένου κρητικού. Ζωγραφίζεται με τόση τέχνη, εκθειάζεται με τόση φαντασία, εκφράζεται με τόσο πλούσια γλωσσοπλαστική και συνθετική ικανότητα, προτοτυπία και δύναμη, που πραγματικά γίνεται ύμνος.

Άφησες πάλι τα μαλλιά , να πέσουν ως την μέση ,
ποια μαντινάδα να σου πω φως μου να σε παινέσει

Ψάχνω μια λέξη για να βρω σεσένα να ταιριάζει,
βιόλα μου αψεγάδιαστη τίποτα δεν σου μοιάζει
Προσπάθησα την ομορφιά, που χεις να ζωγραφίσω,
έμεινα μέρες σιωπηλός κι ακόμα να αρχίσω.

Θυμοσοφικές

Κλείνω τα μάτια για να δώ , σωπαίνω να μιλήσω ,
όνειρα βλέπω ξυπνητός πεθαίνω για να ζήσω

Πες μου καρδιά μου ότι θές αφέντρα της ψυχής μου,
καράβι των ονείρων μου και φάρε της ζωής μου

Γαλάζιο χρώμα του ουρανού γέμισε η ματιά μου,
πουλιά που ελεύθερα πετούν θωρώ τα όνειρά μου

Άλλη μια μέρα πέρασε και τώρα αρχίζει άλλη,
άσε το χθες που έφυγε και ονειρέψου πάλι

Του χορού – του γλεντιού

Όταν χορεύει ο μερακλής καλά να τον κοιτάζεις,
χιλιάδες συμπεράσματα 'κείνη την ώρα βγάζεις

Μια μερακλίδικη καρδιά , έτυχε να γνωρίσεις
μα τέτοιο βάρος δύναμη , δεν είχες να κρατήσεις

Όταν θα δεις τον μερακλή να χαμηλοκοιτάει ,
ή θα χορεύει ή καημούς μέσα του θα μετράει

Επιχωριάζουσες

Ως κατακλείδα, στην τελευταία μαντινάδα ο συγγραφέας μας δίνει και τη διεύθυνσή του:

Μες του Ρεθύμνου τα στενά , έλα σε περιμένω ,
όπου μυρίσεις έρωτα , εκεί χαρά μου μένω.

Μέσα σε τούτη την ατμόσφαιρα των αναγωγικών συναισθημάτων μας, ετούτες τις στιγμές της κοινής γηθοσύνης, αναλογίζομαι με τι συναισθηματική φόρτιση, θεήλατη έμπνευση, πειθαρχία σκέψης, ενθουσιασμό και αγάπη αποτύπωσε ο Γιάννης πρώτα στα φύλα της καρδιάς και κατόπιν στα φύλλα του βιβλίου τούτου, εμπνεύσεις ποιητικού νοήματος και στιχουργικής.

Λυγερόκορμη και δυνατή, σκληροτράχηλη και τρυφερή η Κρήτη του σημερινού επισκέπτη. Ένας κόσμος αντιθέσεων κι αρμονίας, ένας κόσμος θαυμασμού και δέους.

Πώς να ορίσει κανείς, πώς να συλλάβει, πώς να αποδώσει ένα πνεύμα, που τη μια στιγμή εμφανίζεται βίαιο και σκοτεινό και την άλλη ήπιο και ολόφωτο;

Η παραδοσιακή τεχνοτροπία, αναχωνευμένη και διάσπαρτη σε αυτό το βιβλίο, ως μηχανισμός απόδοσης της συμπλεκτικής νόησης του δημιουργού, φαίνεται να έχει διαποτίσει τον λόγο του, προβάλλοντας τη νοσταλγία μιας χαμένης προ - νεωτερικής γνησιότητας.

Ωστόσο, μια De profundis διερεύνηση της ποίησης του Γιάννη Μεγαλακάκη, θα μας οδηγούσε στο δίπολο: μιάς εσωστρεφούς, αυτοαναφορικότητας, και μιας εξωστρεφούς, σχεσιακής μετα - νεωτερικής αντίληψης.

Φίλοι μου, αγαπητοί συμπλωτήρες στο καράβι που απόψε μας ταξιδεύει στην Κρήτη. Στο νησί του Δία, του θεού που σε αυτή τη γη γεννιέται και πεθαίνει, την Κρήτη των μινωικών ανακτόρων που υψώνουν στον ουρανό τη φωτεινή τους γεωμετρία, την Κρήτη των θρύλων και των παραδόσεων, καπετάνιος μας, φωτισμένος οιακοστρόφος, ο Γιάννης Μεγαλακάκης.

Κυρίες και κύριοι,
κάθε νέα συλλογή από μαντινάδες, είναι πολύτιμη και ευπρόσδεκτη, όταν μάλιστα προέρχεται από τη γραφίδα με το ενδιαφέρον, το ζήλο και τις ικανότητες του διακεκριμένου ερευνητή Γιάννη Μεγαλακάκη, ο οποίος λόγω καταγωγής από την όμορφη και αμφίαλο Κρήτη, είχε την τύχη να γαλουχηθεί και να ανδρωθεί μέσα στη ζωντανή παράδοση του διστίχου. Και γίνεται πιο αξιόλογη, όταν είναι συγκροτημένη, δομημένη με τον τρόπο που γνωρίζει πολύ καλά ο φιλοξενούμενός μας.

Αγαπητέ Γιάννη, χωρίς να θέλω να επιδαψιλεύσω επαίνους προς το πρόσωπό σου, σε ευχαριστούμε που προσέφερες λίγη από την αύρα της δημιουργικότητάς σου στη μεγάλη δεξαμενή της κρητικής παράδοσης.

Μοιάζεις με τον βασιλικό που στολίζει το καλοκαίρι τις απλοϊκές κρητικές αυλές και πλημμυρίζει με άρωμα τις γειτονιές του κόσμου.

Θα σου αφιερώσω κι εγώ με τη σειρά μου μια μαντινάδα:

Χαλάλι σου, βασιλικέ, για το νερό που πίνεις,
μα εσύ το κάνεις μυρωδιά και πίσω μας το δίνεις.

Το κείμενο αποτέλεσε την Ομιλία του κ. Σαιτάκη στην εκδήλωση παρουσίασης του Βιβλίου του Γιάννη Μεγαλακάκη «Αγαπημένη λέξη μου γινε τονομά σου» που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο της Ελιάς την Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr