Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Ήταν Σεπτέμβρης του 1971 και ήμαστε μαθητές της ΣΤ΄ τάξης του Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης, όταν ο αείμνηστος συμμαθητής μας Γιάννης Κυριακούλιας, από την Γκοριτσά, άρχισε να πλησιάζει, έναν-έναν, όσους από μας πίστευε ότι «ξέραμε μπάλα», για να βγάλουμε δελτίο στη νεοϊδρυθείσα ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού του, τον «ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟ», που έπαιζε, τότε, στο τοπικό πρωτάθλημα Λακωνίας.

Τελικά, ενδώσαμε στις φιλικές πιέσεις του Γιάννη τρεις συμμαθητές, ο Βασιλάκης Κουκούμας (μας «έφυγε», δυστυχώς, νωρίς), ο Αργύρης Βράττης (δικηγόρος σήμερα στην Αθήνα) και ο υποφαινόμενος, Βαγγέλης Μητράκος. Εμείς βγάλαμε μόνο τις φωτογραφίες του δελτίου στον κυρ-Γιώργη τον Ράλλη, τον αξέχαστο φωτογράφο του Μουσείου και όλα τα υπόλοιπα τα ανέλαβε, μετά χαράς, ο Γιαννάκης ο Κυριακούλιας. Πολύ σύντομα τα δελτία είχαν βγει και ήμαστε, πλέον, επισήμως, παίκτες του ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟΥ.

Τώρα, αν αναρωτηθεί κανείς, πώς έγινε, στην τελευταία χρονιά του Γυμνασίου, πριν από τις πανελλήνιες εξετάσεις, εμείς, αντί να αφιερωθούμε αποκλειστικά στο διάβασμα και στην προετοιμασία, βγάζαμε δελτίο για να παίξουμε ποδόσφαιρο, δεν υπάρχει απάντηση. Απλώς έγινε. Ήτανε, βλέπεις, τα νεανικά τα χρόνια, τα φτωχά αλλά τρισευτυχισμένα, τα χρόνια που η καρδιά «δούλευε» περισσότερο από το μυαλό. Χρόνια που μας άφησαν ως «προίκα» μνήμες και εμπειρίες μοναδικές και αναντικατάστατες (ευχάριστες ή δυσάρεστες δεν έχει σημασία), μνήμες που είναι η ίδια μας η ζωή.

Ήταν η πρώτη φορά που θα παίζαμε ποδόσφαιρο σε μια ομάδα. Μέχρι τότε, το ποδόσφαιρο το παίζαμε και το μαθαίναμε στις αλάνες της γειτονιάς μας (ακόμα και στον δρόμο), στα προαύλια των σχολείων μας, στο γήπεδο του Γυμνασίου Αρρένων και όπου αλλού, τέλος πάντων , υπήρχε μια σταλιά τόπος, τόσος που να στήσουμε τα τέρματα με πέτρες τη μια πάνω στην άλλη και ν’ αρχίσουμε εκείνους τους παθιασμένους ποδοσφαιρικούς αγώνες, που μας συνέπαιρναν, αναστάτωναν τη γειτονιά και τελείωναν μόνο όταν το σκοτάδι γινόταν τέτοιο, που δε βλέπαμε πια τη μπάλα.

Μέσα σ’ αυτά τα αυτοσχέδια γήπεδα μεγαλώσαμε και γίναμε άντρες. Μάθαμε τι σημαίνει να ανήκεις σε μια ομάδα και ν’ αγωνίζεσαι για τη νίκη, όχι μόνος σου αλλά με τους συντρόφους σου στο παιχνίδι, και, μάλιστα, χωρίς διαιτητή, ώστε να βάζεις εσύ, μαζί με όλους τους άλλους, τους κανόνες, να τους σέβεσαι και να γίνεσαι, στην πράξη, έντιμος, αξιοπρεπής και αξιόπιστος. Κλοτσώντας τις σκισμένες μπάλες με τις χίλιες φόλες του τσαγκάρη πάνω τους (εκείνες τις μπάλες που έδεναν στο πάνω μέρος με πέτσινο κορδόνι όπως τα παπούτσια μας, γιατί μέσα τους είχανε μια πορτοκαλιά σαμπρέλα που όταν τρύπαγε έπρεπε να την βγάλουμε και να την κολλήσουμε με την μπαρόκολλα, με τον ίδιο τρόπο που κολλάγαμε και τη σαμπρέλα του ποδήλατου) άλλοι ξυπόλητοι κι άλλοι μ’ ό,τι παπούτσι είχανε στο πόδι τους (ακόμα και με το μοναδικό ζευγάρι των κυριακάτικων), μαθαίναμε να νικάμε αλλά και να χάνουμε (κυρίως αυτό), νιώθαμε τι σημαίνει να προσπαθείς να γίνεις σήμερα καλύτερος από χθες, διαλέγαμε τους αρχηγούς μας δημοκρατικά και βρίσκαμε τη θέση μας, αδιαμαρτύρητα, μέσα στην ομάδα. Πράγματι, η αλάνα και το ποδόσφαιρο σ’ αυτήν ήταν ό,τι καλύτερο μας συνέβη ποτέ.

Λοιπόν, τον ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟ τον ίδρυσαν στα 1971 οι Γκοριτσώτες με πρωτεργάτες τον Δάσκαλο Κωστή Φαρμάκη, τον μηχανικό της Νομαρχίας Γιάννη Τριήρη, τον γιατρό Γιάννη Βουλουμάνο και τον Τάσο Φρέτζα Έφορο της ομάδας.

Πρώτος Πρόεδρος του ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟΥ ήταν ο μπαρμπα-Τάσος ο Σεφερλής, ένας άνθρωπος προκομμένος και λεβέντης, ντόμπρος, καλοσυνάτος, προσηνής, πράος και γλυκύτατος, ο οποίος διατηρούσε μεγάλο μπακάλικο στο κέντρο της Γκοριτσάς και είχε κάνει την ομάδα του ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟΥ προσωπική του υπόθεση, όσο κι αν του κόστιζε χρόνο, χρήμα και υποχρεώσεις. Ο μπαρμπα-Τάσος, λοιπόν, που όλα τα φρόντιζε με τον καλύτερο τρόπο, είχε κανονίσει, εμάς από την Σπάρτη να μας παίρνει με το αυτοκίνητό του και να μας μεταφέρει στην Γκοριτσά, (ή όπου αλλού ήτανε ο αγώνας), και να μας γυρίζει πίσω, ο Γκοριτσώτης Μένιος Οικονόμου, υπάλληλος του ΚΤΕΛ Λακωνίας.

Με τον Μένιο, λοιπόν, προσωπικό μας σωφέρ, φεύγαμε την καθορισμένη ώρα από τη Σπάρτη και κουβεντιάζοντας καθ’ οδόν για τον αγώνα, για την πορεία της ομάδας και άλλα διάφορα φτάναμε στο γήπεδο της Γκοριτσάς, όπου μας καλωσόριζε ο μπαρμπα-Τάσος και οι υπόλοιποι συμπαίκτες. Πηγαίναμε σε μιαν αυτοσχέδια αποθήκη-αποδυτήριο από τσιμεντόλιθους, βγάζαμε τα ρούχα μας, τα κρεμάγαμε στις πρόκες του τοίχου, φοράγαμε τα ποδοσφαιρικά μας, σε χρώμα βυσσινί και μπλε, και βγαίναμε στο γήπεδο για ζέσταμα.

Το γήπεδο της Γκοριτσάς ήτανε στο έμπα του χωριού, μεταξύ του Σχολείου και του νεκροταφείου, κοντά σ’ έναν όχτο, και πολλές μπάλες φεύγανε στον κατήφορο και χάνονταν μέσα στους θάμνους και στα δέντρα, φτάνοντας και στο δημόσιο δρόμο για τον Α. Δημήτρη Ζάρακος, που πέρναγε από κάτω. Φυσικά το τερέν ήτανε χώμα με πέτρες, που το χειμώνα έκοβε λάσπη και τις άλλες εποχές ήταν ξερό, με τη σκόνη να σηκώνεται μπουχός, σε κάθε φάση του αγώνα. Στα γήπεδα αυτά, αν έπεφτες, δεν υπήρχε περίπτωση να σηκωθείς χωρίς γδαρσίματα, μώλωπες και πληγές, που έμοιαζαν σαν να είχανε γίνει με γυαλόχαρτο χοντρό.

Προπονητή στον ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟ είχαμε τον Θανάση Γεωργίτσο, Γραμματέα της Κοινότητας!!! Τώρα, μη φανταστείτε ότι γίνονταν προπονήσεις, διδάσκονταν κι εφαρμόζονταν συστήματα μέσα στο παιχνίδι κλπ, κλπ. Ο προπονητής, σίγουρα μαζί με τον μπαρμπα-Τάσο και τους άλλους παράγοντες, απλώς κανόνιζαν, λίγο πριν από τον αγώνα, την ενδεκάδα και η μόνη οδηγία ήτανε: «Μπείτε μέσα και σκίστε τους». Ούτε σύστημα υπήρχε ούτε τίποτα. Ο τρόπος που παίζαμε κάθε φορά ήτανε αποτέλεσμα των στιγμών του αγώνα, έτσι όπως μας έβγαινε από την πείρα και την εμπειρία που είχε ο καθένας από την ποδοσφαιρική του προϊστορία στις αλάνες. Και φυσικά η ανταμοιβή μας ήτανε το ζεστό χειροκρότημα και τα «μπράβο» του μπαρμπα-Τάσου και των συγχωριανών, άντε και μια πορτοκαλάδα κι ένα τραπέζι αγάπης, αναγνώρισης, εκτίμησης και συντροφικότητας.

Γύρω-γύρω, το γήπεδο της Γκοριτσάς, είχε ένα σύρμα σκουριασμένο και ταλαιπωρημένο κι αυτό ήταν όλο. Οι θεατές στέκονταν ολόγυρα, φυσικά όρθιοι, και συμμετείχαν στον αγώνα με τον δικό τους τρόπο, προσπαθώντας να σπρώξουν τον ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟ στη νίκη. Οι Γκοριτσώτες εκτός από φιλότιμοι, εργατικοί και φιλοπρόοδοι άνθρωποι ήταν (και εξακολουθούν να είναι) σπιρτόζικα πνεύματα που όμοιά τους, ίσως, δεν υπάρχουν αλλού. Έτσι κατά τη διάρκεια του αγώνα «πέταγαν» έξυπνες και μπριόζικες ατάκες που έκαναν ακόμα και τους παίκτες να ξεσπούν σε αυθόρμητα γέλια. Φαντασθείτε, τώρα, έναν ποδοσφαιριστή να προσπαθεί να ανακόψει τον αντίπαλο, να πασάρει ή να σουτάρει και ξαφνικά ν’ αρχίζει να γελάει από μια φράση που πέταξε κάποιος φίλαθλος:

«Ρε σεις, η χήρα έχασε μια φορά τον άντρα της… εσείς χάνετε συνέχεια!!!»

«Βρε, γρια-Μήτσαινα, μπες μέσα να παίξεις εσύ σεντερ-φορ»

«Να σου πλακώσω μια με τη μαγκούρα να δεις τι ωραία που θα παίζεις!»

Τέλος πάντων… άλλοι άνθρωποι… άλλες εποχές.

Πραγματικά, μου είχε κάνει ζωηρή εντύπωση η μεγάλη και ολόθερμη συμμετοχή των Γκοριτσωτών στους αγώνες της ομάδας τους. Νέοι, γέροι και παιδιά, άντρες και γυναίκες ήτανε πάντα παρόντες στους εντός έδρας αγώνες και πολλοί ακολουθούσαν την ομάδα με τα αγροτικά και τα τρακτέρ τους και «εκτός έδρας». Ακόμα και παππούδες με τις τραγιάσκες και τις μαγκούρες τους αλλά και γιαγιάδες, μαυροφόρες, που δεν είχανε ιδέα από ποδόσφαιρο, ερχούντανε μαντιλοφορεμένες, με τις ποδιές τους ζωσμένες στη μέση και ποδεμένες με τις παντόφλες, για να δούνε τους αγώνες, φωνάζοντας και φοβερίζοντας με τις χαρακτηριστικές τους τσιριχτές φωνές στους αντιπάλους: «Το σκότωσες το παιδί, άτιμε», «Α ρε θεοσκοτωμένε κι έννοια σου… θα δεις τι θα πάθεις μετά» και άλλα τέτοια.

Όταν ήτανε χειμώνας, μαζεύανε οι φίλαθλοι λιόκλαρες που είχανε μείνει γύρω από το γήπεδο από το μάζεμα και το κλάδεμα των ελιών και τις ανάβανε για να ζεσταίνονται. Κι ήτανε μια εικόνα σουρεαλιστική, μέσα στο γήπεδο να αγωνίζονται οι ποδοσφαιριστές κι ολόγυρα να καίνε φωτιές, να τριζοβολάνε τα λιόκλαρα και να βγαίνουνε καπνοί. Πραγματικά δεν ξέρω πόσο αυτό επηρέαζε τους αντιπάλους, πάντως τις περισσότερες φορές ο ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟΣ νίκαγε κι αυτό οφειλόταν όχι στις φωτιές του γηπέδου, στα σπιρτόζικα αστεία των θεατών και στις τσιριχτές φωνές των γιαγιάδων αλλά στο υψηλό επίπεδο της ομάδας. Οι παίχτες του ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟΥ, είχαν ήθος και ποιότητα και δημιουργήσει ένα σύνολο, το οποίο έπαιζε πολύ καλή μπάλα και είχε κερδίσει την αναγνώριση αλλά και την εκτίμηση ΟΛΩΝ των αντίπαλων ομάδων. Γι’ αυτό, εκτός από τις αγωνιστικές διακρίσεις του, ο ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟΣ, στα πρώτα εκείνα χρόνια του, είχε πάρει μετάλλιο ήθους, το οποίο, σίγουρα, ήταν μέσα στις κορυφαίες διακρίσεις του όλων των εποχών.

Αγωνιστικά, θυμάμαι ένα μεγαλειώδες παιχνίδι με τον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΓΥΘΕΙΟΥ, μέσα στην Γκοριτσά (νικήσαμε 2-1) αλλά και μια ήττα μας από τον σκληροτράχηλο ΖΑΧΑΡΙΑ ΣΚΟΥΡΑΣ (1-0 ;) όπου μετά από ένα σκληρότατο παίξιμο Σκουραίου αμυντικού πάνω στο εξτρέμ μας, τον Θόδωρο τον Μεντή (δάσκαλο) , πήραμε το μήνυμα ότι «εδώ θα χάσετε, ό,τι κι αν γίνει». Και… χάσαμε.

(Ο Θόδωρος πετάχτηκε κυριολεκτικά στον αέρα χτυπημένος άγρια από τον σκληροτράχηλο μπακ του ΖΑΧΑΡΙΑ και προσγειώθηκε βαριά, πρώτα πάνω στα σύρματα και ύστερα στο χώμα. Τρομάξαμε να τον συνεφέρουμε. Αποχώρησε υποβασταζόμενος και κουτσός και για βδομάδες ολόκληρες έφερε τις μελανιές και τις πληγές από το βίαιο μαρκάρισμα).

Σ’ εκείνα τα πρώτα χρόνια της ζωής του, ο ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟΣ, συζητιόταν πολύ στα ποδοσφαιρικά στέκια όχι μόνο για τα αγωνιστικά του προτερήματα αλλά κι επειδή είχε στις τάξεις του τον Πολέτι. Το αργεντίνικο όνομα Πολέτι, ήταν το ποδοσφαιρικό παρατσούκλι του Γιάννη Δρίβα από το Ξηροκάμπι, υπαλλήλου της Δ/νσης Γεωργίας της Νομαρχίας Λακωνίας, ο οποίος, αφού έπαιξε τερματοφύλακας σε άλλες ομάδες, ήρθε, προς το τέλος της καριέρας του, στον ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟ, όπου έπαιξε τερματοφύλακας αλλά και αμυντικός. Πρέπει να ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία παίχτης της ομάδας, τον σεβόμαστε όλοι και ακούγαμε τις συμβουλές και τις οδηγίες του μέσα στο παιχνίδι, μιας και ήταν ο πιο έμπειρος. Ο Γιάννης Δρίβας πήρε την επωνυμία Πολέτι επειδή τότε είχε έρθει στον Ολυμπιακό ένας φημισμένος γκολκίπερ από την Αργεντινή με το όνομα Αλμπέρτο Χοσέ Πολέτι (ο επονομαζόμενος και «ιπτάμενος Πολέτι») και μέσα στον ενθουσιασμό που είχε κυριεύσει τους φιλάθλους του Ολυμπιακού, ο Γιάννης Δρίβας, εξαιρετικός τερματοφύλακας στ’ αλήθεια, βαφτίστηκε απ’ τους ντόπιους φιλάθλους «Πολέτι». Αν και ο πραγματικός ΠΟΛΕΤΙ δεν έκανε καριέρα στον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ και αποδείχθηκε «κουτσό άλογο», ο ΠΟΛΕΤΙ του ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟΥ έμεινε πάντα ζωντανός στη μνήμη όσων τον γνώρισαν και ως ποδοσφαιριστής αλλά και ως άνθρωπος.

Η περίοδος αυτή, που έπαιξα στον ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟ, ήταν από τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου και πάντα την αναπολώ με συγκίνηση, όχι μόνο ποδοσφαιρική αλλά (κυρίως) ανθρώπινη, μιας και μέσα από το ποδόσφαιρο γνώρισα καλούς φίλους και ανθρώπους, στους οποίους «έδωσα» αλλά και από τους οποίους «πήρα». Ιδιαίτερα ο μπαρμπα-Τάσος ο Σεφερλής, ο Πρόεδρος της ομάδας, μας είχε όλους σαν δικά του παιδιά και έκανε τα πάντα για να είμαστε ευχαριστημένοι είτε κερδίζαμε είτε χάναμε. Μεγάλη ψυχούλα!!! Ας είναι αιωνία η μνήμη του.

Στα 1972 τέλειωσα το Γυμνάσιο Αρρένων της Σπάρτης, πέρασα δάσκαλος, την ίδια χρονιά, στην ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΤΡΙΠΟΛΕΩΣ και δεν είχα, πλέον, την ευχέρεια να παίζω τακτικά στην ομάδα του ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟΥ. Έπαιξα σποραδικά σε κάποιους αγώνες (1972-73) και μετά «κρέμασα τα ποδοσφαιρικά μου παπούτσια» όπως λένε στην ποδοσφαιρική διάλεκτο.

Από εκείνη την όμορφη ποδοσφαιρική θητεία μου στην Γκοριτσά και στον ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟ, μου έχουν μείνει πολλοί και καλοί φίλοι, πολλές όμορφες αναμνήσεις, μια βυσσινιά φανέλα σ’ ένα συρτάρι με τον αριθμό 12 στην πλάτη και μια φωτογραφία της ομάδας, στο γήπεδο της Γκοριτσάς, πριν από κάποιον αγώνα, στα 1972.

Ήμασταν, τότε, 18 χρονών παιδιά:

Επάνω σειρά, από αριστερά:

1.Τσελέκης Σπύρος+ 2.Πετράκος Γιάννης+, από Χρύσαφα 3.Σεφερλής Ιωάννης, 4.Κουκούμας Βασίλης+ 5.Παπαγεωργίου Δημήτριος 6.Μητράκος Βαγγέλης 7.Βράτης Αργύρης (από Βρονταμά) 8.Γεωργίτσος Θανάσης+ 9.Σεφερλής Αναστάσιος + (Πρόεδρος).

Κάτω σειρά, από αριστερά:

1.Πετράκος Βαγγέλης, από Χρύσαφα (αδερφός του Γιάννη) 2.Παπαδόπουλος Παναγιώτης (έπαιξε μετά στη Σπάρτη και σε άλλες ομάδες) 3.Φλώρος Πότης+ 5.Δρίβας Ιωάννης (Πολέτι)+ 6.Μαλτέζος Σταύρος 7.Ράλλης Παναγιώτης +.

Μπροστά, με την μπάλα, ο μικρός (τότε) Χρήστος Σεφερλής, γιος του μπαρμπα-Τάσου, ο οποίος ήταν η μασκότ της ομάδας. Σήμερα, ο Χρήστος Σεφερλής, είναι επιφανής Λάκων παραγωγός εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου (πάντα εκεί στην πατρίδα του, την Γκοριτσά) με την επωνυμία «Ελαιώνας Σεφερλή».

Ο θρυλικός ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟΣ άλλαξε στην πορεία την ονομασία του σε «Α.Ε. ΘΕΡΑΠΝΩΝ» και διατηρήθηκε έως τις αρχές του 2000, διδάσκοντας, πάντα, αγωνιστικό ήθος, έτσι όπως παρέλαβε από τους πρωτεργάτες της ομάδας.

Ο ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟΣ υπήρξε ιστορία και αξία ζωής και γι’ αυτό, όσοι τον έζησαν, δεν μπορούν παρά να κρατούν τη μνήμη του άσβεστη μέσα στο κύλισμα των χρόνων. Η ζωή του ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟΥ έγινε κομμάτι και της δικής τους ζωής.

Όλα όσα ξέρω για την ηθική και την αίσθηση καθήκοντος τα έχω μάθει από το ποδόσφαιρο.

Αλμπέρ Καμύ, Γάλλος συγγραφέας, Νόμπελ 1957 (1913-1960)

(στα νιάτα του ήταν τερματοφύλακας)

Υ.Γ.: Ευχαριστώ για τη βοήθειά τους κατά τη συγγραφή του άρθρου τους:

-Κώστα Πούλο

-Χρήστο Σεφερλή

-Βαγγέλη Πετράκο

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις