ΕΛΛΑΔΑ. Κατά τη μετεπαναστατική περίοδο, η ληστεία βρισκόταν σε έξαρση, παρά τα διάφορα μέτρα που είχαν πάρει οι κυβερνήσεις για την εξουδετέρωσή της. Το αραιοκατοίκητο της υπαίθρου, η ανεπαρκής αστυνόμευση, η χαλαρή φύλαξη των ελληνοτουρκικών συνόρων και η πολιτική ασυλία κάποιων ληστών, συνέβαλαν στη διατήρηση του φαινομένου καθ' όλο τον 19ο αιώνα.

Στις 30 Μαρτίου, ομάδα των περιηγητών ξεκινά από το ξενοδοχείο «Grand Hotel d’ Angleterre» της πλατείας Συντάγματος (σημερινή Μεγάλη Βρετανία) στην Αθήνα για έναν μακρύ περίπατο με προορισμό τον Μαραθώνα. Την παρέα αποτελούσαν ο 36χρονος Αγγλος βαρόνος Τζόσλιν Φράνσις Μάνκαστερ (βετεράνος του Κριμαϊκού Πολέμου) με τη σύζυγό του λαίδη Κόνστανς Αν Μάνκαστερ (γόνος ισχυρής βρετανικής οικογένειας), ο 23χρονος Φρέντερικ Γκράνθαμ Βάινερ (κουνιάδος του γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου της βρετανικής κυβέρνησης του τότε πρωθυπουργού Ουίλιαμ Γκλάντστοουν), ο 32χρονος Έντουαρντ Χένρι Τσαρλς Χέρμπερτ (τρίτος γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα και ξάδελφος του λόρδου Κάρναρβον, υπουργού της τέως αγγλικής κυβέρνησης Ντισραέλι) με τη σύζυγό του Τζούλια Λόιντ και της 5χρονης κόρης τους Μπάρμπαρα, ο νεαρός κόμης Αλμπέρτο ντε Μπόιλε (γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα) και ο Έντουαρντ Λόιντ (δικηγόρος της Εταιρείας Σιδηροδρόμων Πειραιώς). Μαζί τους βρίσκονται επίσης ο Ντομένικο Ποέλα (μπάτλερ του διπλωμάτη της ιταλικής πρεσβείας Ντε Μπόιλε), ο συνεργαζόμενος με το ξενοδοχείο μεταφραστής Αλέξανδρος Ανεμογιάννης και οι δυο αμαξάδες.

Μαζί τους και συνοδεία τεσσάρων χωροφυλάκων για την ασφάλειά τους, που του συνόδευαν από το ύψος των Αμπελοκήπων και σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού τους.

Λίγο μετά τις 11.30 το πρωί οι εκδρομείς φθάνουν στον Μαραθώνα. Γευματίζουν και κάνουν βόλτα στην παραλία και περιηγούνται στο πεδίο που δόθηκε η ιστορική μάχη μεταξύ Ελλήνων και Περσών. Γύρω στις 14.00 ετοιμάζονται να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής.

Οι ληστές τους κόβουν το δρόμο

Περίπου δύο ώρες αργότερα, οι άμαξες με τη συνοδεία της Χωροφυλακής επιχειρούν να διασχίσουν τη γέφυρα του Μεγάλου Ρέματος στη Ραφήνα όταν ακούγεται μια βροντερή φωνή από το πουθενά: «Στον τόπο!». Οι εκδρομείς σαστίζουν. Έρχονται αντιμέτωποι με καμία εικοσιπενταριά βρωμερούς και αξύριστους φουστανελάδες που ξεπροβάλλουν από τα δέντρα κρατώντας όπλα. Είναι τα μέλη της διαβόητης συμμορίας των αδελφών Αρβανιτάκη, του Τάκου (Δημήτρη) και του Χρήστου, όλοι τους επικηρυγμένοι για φόνους και ληστείες.

Οι δύο προπορευόμενοι χωροφύλακες αφιππεύουν, αλλά πριν προλάβουν να αντιδράσουν δέχονται πυροβολισμούς και τραυματίζονται. Οι άλλοι δύο ένστολοι, που βρίσκονται πιο πίσω, ακινητοποιούνται. Υπό την απειλή των όπλων, οι Αρβανιτάκηδες αναγκάζουν τους ταξιδιώτες να κατέβουν από τις άμαξες και τους μεταφέρουν με άλογα στο λημέρι τους, στη βορειοανατολική πλευρά της Πεντέλης.

Αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για σημαίνοντα πρόσωπα και πως από αυτή την ιστορία μπορούν να βγάλουν αρκετά χρήματα. Έτσι, ελευθερώνουν τις δύο γυναίκες, τη μικρούλα Μπάρμπαρα, τον μπάτλερ και τους δύο χωροφύλακες προκειμένου να μεταφέρουν τα αιτήματά τους: Απαιτούν 32.000 χρυσές λίρες Αγγλίας και πλήρη αμνηστία. Σε αντίθετη περίπτωση θα σκοτώσουν τους ομήρους.

Η βρετανική πρεσβεία στην Αθηνά ενημερώνει το Λονδίνο, ενώ ο υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος διαβεβαιώνει ότι η υπόθεση θα λήξει αναίμακτα, αν και δεν έχει καταρτιστεί μέχρι εκείνη την ώρα κανένα επιχειρησιακό σχέδιο.

Την επόμενη μέρα, οι απαγωγείς στήνουν νέο λημέρι πάνω από το χωριό της Σταμάτας, ενώ έχουν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις. Τα λύτρα δεν αποτελούν πρόβλημα… Το ζήτημα είναι ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί αμνηστία. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται δίχως να αποδίδουν και η αγωνία των ομήρων κορυφώνεται.

Συν τοις άλλοις, επικαλέστηκε και συνταγματικό κώλυμα για τη χορήγηση αμνηστίας, για να λάβει ειρωνική απάντηση από αξιωματούχο του Φόρειν Όφις: «Δεν θα ηδυνάμην να παραδεχθώ ως ισχυράν την αντίρρησιν περί του αντισυνταγματικού της αμνηστίας. Το Ελληνικό Σύνταγμα έχει παραβιασθή ούτω συχνά παρά της κυβερνήσεως, ώστε δεν θα ηδυνάμην να δώσω προσοχήν εις πρόφασιν στηριζομένην επί τοιαύτης δικαιολογίας».

Η καθυστέρηση της κυβερνητικής απάντησης εξόργισε τους απαγωγείς και ο λόρδος Μάνκαστερ, ένας από τους ομήρους, ζήτησε να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Αθήνα για να συγκεντρώσει το ποσό των λύτρων και να φροντίσει για τη χορήγηση αμνηστίας. Ο άγγλος ευγενής έφθασε στην Αθήνα, αλλά η κυβέρνηση παρέμενε ανυποχώρητη και μάλιστα ανέλαβε δράση, στέλνοντας στρατιωτικό απόσπασμα για την ανακάλυψη και τη σύλληψη των απαγωγέων.

Οι Αρβανιτάκηδες, που γνώριζαν πολύ καλά τα κατατόπια της Αττικής, διέφυγαν διαμέσου της Πεντέλης και της Πάρνηθας και κατέφυγαν στον Ωρωπό, αφού πρώτα είχαν απελευθερώσει τις γυναίκες. Από εκεί διαμήνυσαν στην κυβέρνηση ότι αν συνεχιζόταν η καταδίωξη θα αναγκάζονταν να σκοτώσουν τους αιχμαλώτους. Ο Σούτσος, που είχε το γενικό πρόσταγμα από κυβερνητικής πλευράς, το μόνο που συζητούσε τώρα ήταν η άνευ όρων απελευθέρωση των απαχθέντων και η ευνοϊκή μεταχείριση των απαγωγέων. Παράλληλα, στρατιωτικά αποσπάσματα προσπαθούσαν να εγκλωβίσουν τους συμμορίτες στην Αττική για να μην διαφύγουν προς τα ελληνοτουρκικά σύνορα, που τότε βρίσκονταν λίγο πάνω από τη Λαμία.

Μεγάλη Πέμπτη 9 Απρίλιου 1870, ώρα τέσσερις το απόγευμα. Απόσπασμα της Χωροφυλακής προσεγγίζει το χωριό Συκάμινο της Βορειοανατολικής Αττικής. Η συμμορία έχει καταλύσει σε σπίτι της περιοχής. Οι τσιλιαδόροι αντιλαμβάνονται τους ένστολους που πλησιάζουν και χωρίς καθυστέρηση η σπείρα χωρίζεται στα δύο και φεύγει από το χωριό με κατεύθυνση το Δήλεσι. Ο Τάκος Αρβανιτάκης με τη μισή συμμορία παίρνει μαζί τον γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας Ντε Μπόιλε και τον Βρετανό νεαρό Βάινερ, ενώ ο αδελφός του Χρήστος Αρβανιτάκης παίρνει μαζί τον γραμματέα της βρετανικής πρεσβείας Χέρμπερτ και τον δικηγόρο Έντουαρντ Λόιντ.

Στις πέντε το απόγευμα, κοντά στον χείμαρρο του Δηλεσίου πέφτει ο πρώτος πυροβολισμός. Ουδείς μπορεί να πει με σιγουριά αν προήλθε από χωροφύλακα ή από κάποιον νευρικό απαγωγέα. Όπως και να ’χει, μόλις πέφτουν οι πρώτες σφαίρες, δίνεται εντολή από τους Αρβανιτάκηδες να σκοτώσουν τους ομήρους. Οι ληστές Γερογιάννης και Καταραχιάς σφάζουν με τα γιαταγάνια τους τον γραμματέα της βρετανικής πρεσβείας Χέρμπερτ. Εξοργισμένοι οι χωροφύλακες προχωρούν σε καταιγισμό πυρών σκοτώνοντας τον Χρήστο Αρβανιτάκη. Οι δικοί του όμως προλαβαίνουν και φονεύουν τον δικηγόρο Λόιντ.

Από τη μεριά του, ο αρχιλήσταρχος Τάκος Αρβανιτάκης με τους δικούς του ομήρους και επτά άνδρες κατευθύνεται προς το Σχηματάρι. Προκειμένου να γλιτώσουν διασκορπίζονται. Πριν σκορπίσουν πυροβολούν πισώπλατα τον Ιταλό διπλωμάτη Βάινερ και τον νεαρό Ντε Μπόιλε.

«Ελλάς, τόπος ημιβάρβαρων»

Το ρεζιλίκι για τη χώρα μας ήταν μεγάλο και το γόητρό της καταρρακώθηκε. Ο ευρωπαϊκός Τύπος έκανε λόγο για «χώρα ημιβαρβάρων», «φωλεά ληστών και πειρατών», και χαρακτήρισε την Ελλάδα «εντροπή για τον πολιτισμό», που «τίθενται εκτός του κύκλου των πολιτισμένων κρατών» με το κράτος να μην μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια ούτε καν λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα. Κάποιοι άγγλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ανέφεραν ότι «αι ληστείαι αποφασίζονται εν Αθήναις, ένθα και διανέμονται τα χρήματα», υπονοώντας σχέση των ληστών με την πολιτική εξουσία, ενώ κάποιοι άλλοι ζήτησαν στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα.

Από τους πρώτους που παραιτούνται είναι ο υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος, καθώς ο Τύπος αποκαλύπτει ότι χρησιμοποιούσε τους Αρβανιτάκηδες για να προστατεύει την τεράστια έκταση των κτημάτων του στο Τατόι. Το ελληνικό κράτος υποχρεώνεται να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων καταβάλλοντας στην καθεμία εξ αυτών 22.000 χρυσές λίρες. Λίγες μέρες αργότερα, θα παραιτηθεί σύσσωμη η κυβέρνηση του Θρασυβούλου Ζαΐμη.

Την κατάσταση έσωσε ο φιλέλληνας υπουργός Εξωτερικών Γλάδστων και οι πρεσβευτές της Ρωσίας και των ΗΠΑ, που υποστήριξαν τις ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης. Τελικά, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να εκφράσει τη λύπη της στις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Ιταλίας.

Να συμπληρώσουμε ότι, από τους πυροβολισμούς, κατά τη διάρκεια της συμπλοκής έπεσαν νεκροί εφτά ληστές· οι χωροφύλακες τους αποκεφάλισαν επί τόπου, όπως συνηθιζόταν τότε. Τα κεφάλια των ληστών μεταφέρθηκαν στον Ωρωπό. Οι περισσότεροι από τους δολοφόνους θα συλληφθούν τους επόμενους μήνες και θα αποκεφαλιστούν σε κοινή θέα στο Πεδίον του Άρεως. Κάποιοι καταφέρνουν να περάσουν στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία, αλλά και πάλι εις βάρος τους έχουν εκδοθεί διεθνή εντάλματα και εκτελούνται από τους Τούρκους.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις