ΕΛΛΑΔΑ. Σλαβόφωνος οπλαρχηγός, που πολέμησε για την ελληνική υπόθεση στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κονσταντίν (Κότε) Χρίστωφ, το οποίο αργότερα εξελλήνισε σε Κώστας Χρήστου.

Γεννήθηκε το 1863 στο χωριό Ρούλια της Φλώρινας. Από μικρός είχε επαναστατικό χαρακτήρα και έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Ασχολήθηκε με τη γεωργία, καλλιεργώντας τα λιγοστά κτήματα της πατρικής περιουσίας και ευκαιριακά ως οικοδόμος και τσαγκάρης. Αργότερα άνοιξε ένα χάνι, που ήταν ταυτόχρονα και παντοπωλείο. Παράλληλα, αναμίχθηκε στα κοινά της περιοχής και διετέλεσε μουχτάρης (κοινοτάρχης) στη Ρούλια. Ήταν γενναιόδωρος και βοηθούσε τους άπορους του χωριού του.

Σε ηλικία 20 ετών κατατάχθηκε σε ένα σώμα της πολιτοφυλακής το οποίο είχε σκοπό την πάταξη της ληστείας. Στα 33 του χρόνια έγινε πρόεδρος του χωριού και ήρθε σε κόντρα με τον μπέη της Καπεστίτσας, τον Τουρκαλβανό Κασήμ Αγά, ο οποίος αποπειράθηκε να τον σκοτώσει.

Ο Κώττας κρύφτηκε στα σπίτια των συγχωριανών του και το 1897 βγήκε στα βουνά ως αντάρτης. Έναν χρόνο πριν είχε ξεσπάσει η μακεδονική επανάσταση. Ο Κώττας καταδίωκε τους Οθωμανούς και τους Τουρκαλβανούς και η δράση του ενέπνευσε τους νέους της περιοχής, οι οποίοι ήθελαν να τον ακολουθήσουν. Το πρώτο σώμα ήταν ανεξάρτητο και αποτελείτο από επτά άτομα. Δρούσε κυρίως στις περιοχές Πρεσπών και Φλώρινας και προσέφερε βοήθεια στους χριστιανούς.

Αρχικά, ο Κώττας εντάχθηκε στη βουλγαρική ΕΜΕΟ, την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση και συνεργάστηκε με τους Βούλγαρους προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Βοήθησε στη συσπείρωση των Χριστιανών και σκότωσε τον Τούρκο Νουρή μπέη και τον εισπράκτορα Ταχήρ, ο οποίος καταδυνάστευε τα χωριά της Φλώρινας. Λίγο αργότερα ήρθε σε ρήξη με τα μέλη της ΕΜΕΟ, Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ, οι οποίοι προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν.

Απαρνήθηκε την οργάνωση και το 1902 με τη συνδρομή του Μητροπολίτη Καστοριάς, Γερμανού Καραβαγγέλη, συγκρότησε ένοπλα σώματα και τάχθηκε κατά των Βούλγαρων και των Οθωμανών. Το σώμα του αριθμούσε 600 άνδρες και είχε ως κύριο σκοπό την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών.

Στην εξέγερση του Ίλιντεν, που ξέσπασε τον Αύγουστο του 1903 ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανέλαβε την επίβλεψη των οδικών δικτύων και κρατούσε ανοιχτές προς Κορέστια. Επίσης, αναχαίτισε μια οθωμανική επίθεση. Τότε πληροφορήθηκε ότι Βούλγαροι του έστησαν ενέδρα. Μετά την καταστολή της εξέγερσης, οι Βούλγαροι σκότωσαν τον στενό του φίλο και έκαψαν το σπίτι του στο χωριό Πισοδέρι.

Ανυπότακτο πνεύμα, έτρεφε μεγάλο μίσος για τους τούρκους κατακτητές, γι' αυτό εντάχθηκε στη βουλγαρική «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (VMRO), που διακήρυσσε τον αλυτρωτισμό της με το σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες». Η ζωή του πήρε δραματική τροπή το 1898, όταν σκότωσε τον τούρκο μεγαλοτσιφλικά Κασίμ Μπέη, που καταδυνάστευε την περιοχή της Φλώρινας. Πήρε τα όρη και τα βουνά και κατέφυγε στο Βίτσι, όπου σχημάτισε τη δική του ένοπλη ομάδα.

Ο Καπετάν Κώτας γρήγορα αποστασιοποιήθηκε από τη ΕΜΕΟ, καθώς ήλθε σε ρήξη με τα τοπικά στελέχη της Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ. Τον θεωρούσαν πολύ υπερήφανο και ανεξάρτητο και πολλάκις προσπάθησαν να τον εξοντώσουν ως προδότη. Από τη διένεξη αυτή επωφελήθηκε ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός (Καραβαγγέλης), ο οποίος τον προσηλύτισε στην ελληνική ιδέα στις αρχές του 1902.

Ο Γερμανός ανέλαβε να συντηρεί την ομάδα του Κώττα και αυτός να υπερασπίζεται τα χωριά της περιοχής από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες και τους τούρκους. Παρά τη συμφωνία αυτή, ο Κώττας δεν έγινε ποτέ τυφλό όργανο του μητροπολίτη και πάντα διατηρούσε την ανεξαρτησία του, εκφράζοντας τον ελληνικότητά του με τον δικό του τρόπο.

Στις αρχές του 1904 ο Καπετάν Κώττας ήλθε στην Αθήνα και γνωρίστηκε με τον Παύλο Μελά, τον οποίο συνόδευσε στην πρώτη αποστολή στη Μακεδονία. Ο Κώττας ήρθε σε συνεννόηση με μέλος της ΕΜΕΟ, τον Μήτρο Βλάχο, από τον οποίο ζήτησε να ταχθεί με την ελληνική πλευρά. Τότε ήρθε σε διαμάχη με μερικούς συντρόφους του, οι οποίοι τον κατηγόρησαν για την επαφή του με τον Βλάχο επειδή ήταν Βούλγαρος κομιτατζής. Οι ίδιοι λίγο αργότερα τον πρόδωσαν στους τούρκους.

Όταν ο Κώττας στρατοπέδευσε στη Ρούλια μαζί με άλλους τρεις συντρόφους του, τον συνέλαβε οθωμανικό απόσπασμα και τον μετέφερε στις φυλακές της Καστοριάς. Στο μεταξύ ο Μήτρος Βλάχος εισέβαλε στο χωριό του Κώττα και έβαλε φωτιά στο σπίτι όπου έμεναν η γυναίκα με τα παιδιά του, οι οποίοι σώθηκαν τελευταία στιγμή από τους συγχωριανούς.

Στις 9 Ιουνίου 1904, κατόπιν προδοσίας των παλιών του συντρόφων στο ΕΜΕΟ, συνελήφθη από τους Τούρκους και μεταφέρθηκε στις φυλακές του Μοναστηρίου (σημερινή Μπίτολα της ΠΓΔΜ). Ο Κώττας μεταφέρθηκε στις φυλακές Μοναστηρίου, όπου οι ελληνικές αρχές προσπάθησαν να τον ελευθερώσουν. Ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης συμφώνησε την απελευθέρωση του από τους Οθωμανούς υπό την προϋπόθεση να υπηρετήσει στον οθωμανικό στρατό.

Ο Κώττας αρνήθηκε την πρόταση και οδηγήθηκε στην πλατεία Ατ Παζάρ του Μοναστηρίου. Κατά τη διαδρομή προσπάθησε να το σκάσει και έγινε καταδίωξη που κατέληξε στην σύλληψή του.

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1905, ύστερα από δίκη, εκτελέστηκε με απαγχονισμό, παρά τις προσπάθειες του ελληνικού προξενείου να τον απελευθερώσει με δωροδοκίες. Ο Κώττας ανέβηκε στο ικρίωμα. Ζήτησε να του λύσουν τα χέρια και κλώτσησε μόνος του το υποπόδιο. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια!» που σημαίνει «Να ζήσει η Ελλάς» καθώς τα ελληνικά του ήταν από φτωχά έως ανύπαρκτα.

Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, το χωριό του Ρούλια ονομάσθηκε στη μνήμη του Κώττας. Το 1960 στήθηκε επιβλητικός ανδριάντας του στην είσοδο της Φλώρινας, έργο του γλύπτη Δημήτριου Καλαμάρα.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις