ΕΛΛΑΔΑ. Οι Αθηναίοι είχαν ξεκινήσει την άνοιξη του 415 π.Χ. για την εκστρατεία στη Σικελία με στόχο να περιορίσουν τον εκεί ηγεμονικό ρόλο των Συρακουσών που ήταν σύμμαχες της Σπάρτης. Όταν έφτασαν στη Σπάρτη πρεσβείες Συρακουσίων με έκκληση για βοήθεια εναντίον των Αθηναίων αλλά και όταν ταυτόχρονα αυτομόλησε εκεί ο Αλκιβιάδης, οι Σπαρτιάτες πείσθηκαν με όσα άκουσαν από όλες τις πλευρές ότι έπρεπε οπωσδήποτε να αναχαιτίσουν την πιθανή αθηναϊκή προέλαση στη Σικελία.

Ανέθεσαν τότε στον Γύλιππο, που ήταν ήδη γνωστός για τις στρατιωτικές του ικανότητες, να βρει με τη βοήθεια της συμμάχου τους Λευκάδας και της Κορίνθου, πλοία και πληρώματα και μάχιμους ώστε να ενισχύσουν τους Συρακουσίους.

Ο Γύλιππος βρισκόταν ακόμα στο Ιόνιο όταν έμαθε ότι οι Συρακούσες ήταν έτοιμες να παραδοθούν ή ότι είχαν παραδοθεί ήδη. Αλήθευε τελικά το πρώτο, αλλά εκείνος αποφάσισε να κινηθεί με μεγάλη ταχύτητα ούτως ή άλλως.

Ανέθεσε σε έναν Κορίνθιο στρατηγό να πλεύσει κατευθείαν στις Συρακούσες και να ενημερώσει τους πολιορκούμενους ότι εν πλω βρισκόταν επαρκής δύναμη πλοίων και ανδρών από τη Σπάρτη και από άλλες συμμαχικές πόλεις για να τονωθεί το ηθικό τους. Ο ίδιος άρχισε προσπάθεια στρατολόγησης ανδρών αλλά και σύναψης συμμαχιών.

Οι Συρακούσιοι όντως αναθάρρησαν αλλά ο Νικίας, που ήταν επικεφαλής των αθηναϊκών δυνάμεων που πολιορκούσαν την πόλη, δεν θορυβήθηκε όσο θα έπρεπε. Είχε από τους πληροφοριοδότες του την εικόνα ότι ο Γύλιππος ηγείτο ασήμαντου στόλου και στρατού και όπως έδειξε στη συνέχεια τον περιφρονούσε αν όχι ως προσωπικότητα, πάντως ως αριθμητικά μη υπολογίσιμο αντίπαλο.

Ο Γύλιππος όμως αύξησε ταχύτατα τις δυνάμεις του. Πήγε αρχικά στους Θούριους ελπίζοντας ίσως ότι επειδή ο δήμος της πόλης (μιας πόλης όχι αμιγώς αθηναϊκής) όφειλε πολλά στον πατέρα του, θα εμπιστευόταν και τον ίδιο, οπότε θα πειθόταν εύκολα να συμπλεύσει και να συμμαχήσει μαζί του. Οι Θούριοι όμως δεν είδαν συναισθηματικά το όλο ζήτημα και έφυγε άπραγος, για να καταλήξει στην Ιμέρα, στη δυτική Σικελία.

Από εκεί και από άλλες πόλεις πέτυχε να συγκεντρώσει 1.500 άνδρες στους οποίους προσέθεσε και τα πληρώματα των τριήρεών του, δηλαδή περίπου άλλους τόσους. Κατευθύνθηκε λοιπόν από ξηράς με 3.000 άνδρες πεζός προς την ανατολική Σικελία και μπόρεσε να μπει στις Συρακούσες εντυπωσιακά, ουσιαστικά αιφνιδιάζοντας τους Αθηναίους.

Τις επόμενες μέρες άρχισαν από τους αντιπάλους να καταβάλλονται φρενήρεις προσπάθειες και από τις δύο πλευρές για να υψωθούν δύο τείχη με ακριβώς τον αντίθετο στόχο: οι μεν Αθηναίοι, αφού με το στόλο τους στο λιμάνι είχαν αποκόψει τον ανεφοδιασμό των Συρακουσών από θαλάσσης, επεδίωκαν τώρα να τις απομονώσουν και από ξηράς, ώστε να μην ανεφοδιάζονται από το βόρειο και δυτικό τμήμα της Σικελίας.

Ο Γύλιππος απεναντίας επεδίωκε να χτίσει ένα τείχος που να αποκόπτει τους Αθηναίους και να μην έχουν τρόπο να ολοκληρώσουν το δικό τους τείχος. Καθημερινά δίνονταν μάχες κατά τις οποίες εν μέσω ξιφών και βελών η κάθε πλευρά πάσχιζε να οικοδομεί το τείχος που τη συνέφερε και να γκρεμίζει το τείχος του αντιπάλου της. Κάθε παράταξη έκανε κυριολεκτικά ό,τι προλάβαινε και από τα δύο, φροντίζοντας ταυτόχρονα να πολεμά.

Τελικά ο Γύλιππος κατάφερε να υψώσει το τοίχος που ήθελε, χρησιμοποιώντας μάλιστα τις πέτρες που είχαν φέρει οι Αθηναίοι για να υψώσουν το δικό τους. Αυτό είχε την τραγική συνέπεια οι Αθηναίοι να μεταβληθούν σταδιακά οι ίδιοι σε πολιορκημένους. Το τείχος του Γύλιππου τους απέκοπτε από ανεφοδιασμό από την ξηρά και ήταν υποχρεωμένοι για να βρουν νερό ή τροφή να μετακινούνται μόνον με το στόλο τους στα παράλια. Αυτό τους εξέθετε σε πολλές φθορές, γιατί οι Συρακούσιοι διέθεταν δυνάμεις που επιτίθεντο στον αθηναϊκό στόλο κάθε φορά που απομακρυνόταν για να βρει προμήθειες σε μια άλλη ακτή.