Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Η κυρα- Ζαχαριού ήτανε μια σπουδαία Γυναίκα . Από κείνες τις σπουδαίες , τις παλαιές , τις απλές , τις αγράμματες , τις αθώες Γυναίκες του Λαού μας , με τις αγνές ψυχές τις απονήρευτες , που ξέρανε , χωρίς κανείς να τους το έχει διδάξει , πως ο άνθρωπος πρέπει να νοιάζεται πρώτα για τα θέμελα και μετά για τα πανωσηκώματα της ζωής . Για την κυρα - Ζαχαριού , λοιπόν , τα θέμελα ήτανε η Οικογένεια , το Σπίτι, τα παιδιά , τ’ αγγόνια … Αυτά έκανε σκοπό της ζωής της απ’ όταν παντρεύτηκε τον κυρ – Ζαχαριά , φτωχό βιοπαλαιστή («μεροδούλι – μεροφάι») κι έκανε δική της οικογένεια , κάπου εκεί ανάμεσα στους δυο μεγάλους πολέμους . Ελένη τη λέγανε στα γονικά της , Ζαχαριού την είπανε όταν παντρεύτηκε τον Ζαχαριά , έτσι όπως γινότανε τότε που οι γυναίκες μετά την παντρειά «χάνανε» το όνομά τους το βαφτιστικό και παίρνανε όνομα από τον άντρα : Εκείνη που έπαιρνε Κώστα λεγότανε Κώσταινα , Γιώργη … Γιώργαινα , Παναγιώτη … Παναγιώταινα και πάει λέγοντας . Οι «προοδευτικοί» των ημερών «φρίττουν» κι «επαναστατούν» μπροστά σ’ αυτήν την εκ παραδόσεως συνήθεια , θεωρώντας την σημείο υποτέλειας , ανισότητας κλπ της γυναίκας εκείνων των καιρών απέναντι στον άντρα της , όμως αν ρώταγαν μια από κείνες τις γυναίκες θα τους έλεγε (χωρίς δεύτερη σκέψη) πως ήτανε μόνο σημείο αγάπης και αφοσίωσης . Αλλά , πού να καταλάβουν οι «προοδευτικοί» των ημερών ! Ας είναι !

«Φτώχεια και των γονέων» , κατά πώς λέει ο λαός μας , ζούσε – λοιπόν - η οικογένεια της κυρα – Ζαχαριούς , αλλά εκείνη λόγιαζε «πλούτια» τα παιδιά της , ένα κορίτσι και τρία αγόρια . Μετά τον πόλεμο , την κατοχή και τον εμφύλιο βρέθηκε η φαμελιά της κυρα-Ζαχαριούς μ’ ένα μικρό οικοπεδάκι εδώ στη Σπάρτη . Πού λεφτά , όμως , να χτιστεί σπίτι ; Φτιάξανε , για τούτο , μια καλύβα από καλάμια μέσα στο οικόπεδο κι εκεί ζήσανε κάμποσα χρόνια , ο ένας απάνω στον άλλονε : Φτώχεια ζωής – πλούτος ζωής … αγκαλιά . Κάποια στιγμή το ένα παιδί κατάφερε με τη δουλειά του να πιάσει λίγα λεφτά , αγόρασε πέτρες , κι άρχισε να φτιάχνει ένα σπιτάκι . Δεν πρόλαβε . Αρρώστησε … χάθηκε … . Μείνανε για χρόνια οι τοίχοι με τις πέτρες χαμηλά , στο ένα μέτρο χτισμένοι , κι η οικογένεια στην καλύβα . Μέχρι που παντρευτήκανε τα παιδιά , και τα δυο απ’ αυτά αποφασίσανε να τελειώσουνε το σπίτι του αδερφού , να το χωρίσουνε και να μείνουνε εκεί . Με τα πολλά καταφέρανε να φτιάξουνε ένα χαμηλό πέτρινο σπίτι , ρίξανε και μια πλάκα από πάνω και κουρνιάσανε εκεί τις ζωές τους τα δυο παιδιά (ένα αγόρι κι ένα κορίτσι) με τις οικογένειές τους . Η κόρη πήρε τη μάνα της στο σπίτι ( δυο καμαρούλες όλες κι όλες) και η καλύβα έμεινε έρημη , για πολλά χρόνια , στο άχτιστο κομμάτι του οικόπεδου και πηγαίναμε και μπαίναμε μέσα της εμείς τα παιδιά , τα γειτονάκια , όταν κάναμε «συνομωσίες» και σχέδια πετροπόλεμου με τις άλλες γειτονιές ή παίζαμε «κλέφτες κι αστυνόμους» και «κρυφτό» τα βράδια του καλοκαιριού . Κοιτάγαμε μέσα από τις χαραμάδες τον έξω κόσμο , περιεργαζόμαστε τα καπνισμένα καλάμια από τη φωτιά που άναβε η κυρα- Ζαχαριού το χειμώνα για να ζεστάνει (τι να ζεστάνει ;) τη φαμελιά της κι αναρωτιόμαστε ( κι ας ήμαστε παιδιά , κι ας είχαμε κι εμείς τη μαύρη φτώχεια μας) «πώς έζησε μέσα σε τούτη την καλύβα από καλάμια η οικογένεια της κυρα-Ζαχαριούς;» . Κι όμως έζησε : «Του φτωχού η καλύβα χωράει χίλιους και του άρχοντα το παλάτι λίγους».

Στο σπίτι της κόρης της , λοιπόν , η κυρα - Ζαχαριού , είχε και το γάλα της , το φαγάκι της , το κρεβατάκι της , τη ζεστασιά , τη φροντίδα της , ό,τι – τέλος πάντων - μπορεί να θέλει μια γιαγιούλα βασανισμένη και κουρασμένη από τη ζωή .

Να , όμως που ήρθε το πρώτο εγγόνι και πια δε χωράγανε στο σπίτι . Πήρανε γι’ αυτό απόφαση τα παιδιά , να φτιάξουνε , απ’ έξω , κολλητά στο σπίτι , μια καμαρούλα , για να κοιμάται η κυρα - Ζαχαριού . Πήρανε μάστορα το μακαρίτη τον πατέρα μου , τον Παναγιώτη , (μια από τις πολλές δουλειές που έκανε ήτανε κι αυτή του χτίστη) κι έφτιαξε μια κάμαρη με τσιμεντόλιθους κι έβαλε και μια σκεπή πλαγιαστή από ELENIT , μια πορτούλα από τάβλες κι ένα μικρό παραθυράκι στο πλάι . Μικρή ήτανε η καμαρούλα , ίσα που χώραγε ένα κρεβατάκι , έβαλε κι έναν καθρέφτη η κυρα – Ζαχαριού για να χτενίζει το πρωί τα κάτασπρα μαλλιά της πριν βάλει το μαύρο της το μαντήλι και κρέμασε σ’ ένα καρφί και το εικόνισμα της Παναγίας για να μιλάει μαζί της το βράδυ πριν «πέσει» για ύπνο , αλλά κι όταν - ανακαθισμένη στο κρεβάτι της - σκεφτότανε τη ζωή της , τα περασμένα , τα τωρινά και τα λίγα μελλούμενα .

Είχε πια λυγίσει απ’ τα χρόνια η κυρα - Ζαχαριού. Όταν τη βλέπαμε να βγαίνει από την καμαρούλα με το μπαστουνάκι της , σκυφτή-σκυφτή (δεν μπόραγε , πια , να σηκώσει το κορμί της) , με το πρόσωπό σκαμμένο από τους πόνους και τα βάσανα , με τα αθώα καλοσυνάτα μάτια της , το μαύρο τσεμπέρι στα μαλλιά και τα μαύρα της τα ρούχα , την γκρίζα μπροστοποδιά της , τις μαύρες μάλλινες κάλτσες και τις παντούφλες της - μαύρες κι αυτές - νομίζαμε (μπορεί να ήτανε κι αλήθεια …ποιος ξέρει;) πως η καμαρούλα δεν ήτανε παρά ένα κελάκι μοναστηριού και η γιαγιά , η κυρα – Ζαχαριού , μια καλόγρια καλοσυνάτη , που από το πρωί ως το βράδυ και από το βράδυ ως το πρωί προσευχότανε για τούτονε τον κόσμο , να γίνει καλύτερος , να μην έχει φτώχεια , βάσανα , πόνους και αδικία και οι ανθρώποι να ’ναι αγαπημένοι και από ίσα να μοιράζουνται ό,τι βγάζουνε με τη δουλειά τους .

Έτσι , καθώς την έβλεπες να αργοπατάει στην αυλή της , νόμιζες πως η κυρα-Ζαχαριού είχε βγει , ατόφια ηρωίδα , από κάποιο διήγημα του Παπαδιαμάντη , πως ήτανε η γριά Λούκαινα , η γριά Συρραχίνα , η θειά Σοφούλα , η γριά Καντάκαινα , η γριά Χαδούλα , η θειά Μαθηνώ … εκείνες οι αιώνιες μορφές της μαχήτριας Ελληνίδας Μάνας , Γιαγιάς , Γυναίκας κι Αδερφής , που ΟΛΕΣ , ένα και μόνο κοινό σκοπό είχανε , να τα βγάλουνε πέρα απέναντι στις δυσκολίες και τις απώλειες της ζωής .

Όταν ήτανε χειμώνας , η κυρα – Ζαχαριού καθότανε στο σπίτι της κόρης της , δίπλα στη σόμπα , και πήγαινε στην καμαρούλα της μόνο για ύπνο . Πριν πάει να πλαγιάσει έβαζε κάρβουνα σ’ ένα παλιό μαγκάλι , τα άναβε , έβγαζε το μαγκάλι στο δρόμο για να χωνέψουνε τα κάρβουνα κι ύστερα έβαζε το μαγκάλι στο «κελάκι» της και πήγαινε νωρίς να ξαπλώσει . Όσο κι αν πάσχιζε η θυγατέρα της να την απαλλάξει απ’ αυτή τη δουλειά η κυρα – Ζαχαριού την κράταγε για δική της . Τα καλοκαίρια της άρεσε να κάθεται έξω στη αυλή , σ’ ένα χαμηλό ξύλινο σκαμνί , καταντίκρυ στον ήλιο , και μ’ έναν παλιό μύλο του καφέ στο χέρι να αλέθει , αργά – αργά , τα σπυριά του καφέ , για να της φτιάξει η κόρη της , μετά , ένα καφεδάκι . Κι εμείς που περνάγαμε από κει , της λέγαμε σεβαστικά , «καλημέρα κυρα-Ζαχαριού» , «γεια σου κυρα-Ζαχαριού» κι εκείνη μας αντίλεγε «καλημέρα παιδιά μου» , «να ήσαστε καλά παιδιά μου» και μας κέρναγε μυρουδιά από τον φρεσκοκομμένο καφέ του μύλου της .

Όταν σουρούπωνε , η κόρη της τής έφτιαχνε γάλα με κουάκερ σε μια μεγάλη κούπα και την τάιζε όπως η μάνα το μικρό παιδί . «Τι τρως , κυρα- Ζαχαριού;» τη ρωτάγαμε . «Γάλα με κουάκι» μας απαντούσε . Αφού έτρωγε το γάλα με το «κουάκι» , την έπαιρνε από το χέρι η κόρη της , έβαζε στην αμασχάλη και το ξύλινο σκαμνάκι , και την πήγαινε στην κοντινή ρούγα όπου μαζευούντανε όλες οι γυναίκες της γειτονιάς για να κουβεντιάσουνε , να θυμηθούνε τα παλιά , να πούνε ιστορίες , ν’ αδειάσουνε τις πέτρες από το πηγάδι της καρδιάς τους και να ξελαγαρίσει το νερό της. Η κυρα – Ζαχαριού ήτανε (λόγω ηλικίας) η «πατριάρχισσα» της ρούγας . Περισσότερο άκουγε , παρά μίλαγε . Αλλά όταν ήθελε να μιλήσει σωπαίνανε από σεβασμό όλες οι γυναίκες και ποτέ καμιά δεν αντιμίλαγε σ’ ό,τι έλεγε η κυρα – Ζαχαριού . Άλλωστε δεν είχανε λόγο ν’ αντιμιλήσουνε αφού τα λόγια της ήτανε η κατασταλαγμένη σοφία των χρόνων . Όπως είπε ο Χριστός : « Σε φχαριστώ , Πατέρα , γιατί έκρυψες τα μυστήριά Σου από τους σοφούς κι από τους γραμματιζούμενους , και τα ξεσκέπασες στους νήπιους» .

Άλλες φορές , αντί για τη ρούγα , έβγαζε η κόρη τής κυρα – Ζαχαριούς την ασπρόμαυρη (τότε) τηλεόραση στο παράθυρο , τη γύριζε προς την αυλή και καθούντανε μαζί με άλλες γειτόνισσες να δούνε τα έργα της εποχής («η γειτονιά μας» , «ο μεθοριακός σταθμός» , «το λούνα παρκ» , «ο κ. συνήγορος» , «ο άγνωστος πόλεμος» , «ο παράξενος ταξιδιώτης» κα.) . Πιο πολύ απ’ όλα της άρεσε της κυρα-Ζαχαριούς «το λούνα παρκ» : «Ο μπαρμπα – Γιώργης μοιάζει του μακαρίτη του Ζαχαριά , του άντρα μου» , έλεγε , και ξεκαρδιζότανε στα γέλια με ό,τι έλεγε ο μπαρμπα – Γιώργης - Διονύσης Παπαγιαννόπουλος .

Οι γειτόνισσες είχανε να το λένε , κι ακόμα το θυμούνται όσες ζούνε , πώς η κυρα-Ζαχαριού έσιαζε το φουστάνι της όταν καθότανε στο σκαμνί απέναντι στην τηλεόραση . «Φτιαχτείτε και σεις , να μη σας βλέπουνε από κάτω κείνοι από την τελιόραση» , έλεγε . Ήτανε , βλέπεις , τόσο αθώα η καημένη , που νόμιζε πως εκείνοι που βγαίνανε στο γυαλί της τηλεόρασης ήτανε αληθινοί και πως θα μπορούσανε να ματιάσουνε κάτω από τα φουστάνια των γυναικών , αν δεν τα είχανε φτιάξει καλά !!!

Κάπως έτσι έζησε τα τελευταία της χρόνια η κυρα - Ζαχαριού , η σπουδαία Γυναίκα , από κείνες τις απλές , τις αγράμματες , τις αθώες Γυναίκες του Λαού , που ξέρανε , χωρίς κανείς να τους το έχει διδάξει , πως ο άνθρωπος πρέπει να νοιάζεται πρώτα για τα θέμελα και μετά για τα πανωσηκώματα της ζωής . Από κείνες τις γυναίκες του Λαού που δεν αξιώθηκαν μαρμάρινο Ηρώο σε καμιά πλατεία , ούτε τους απονεμήθηκε ποτέ κανένα μετάλλιο ανδραγαθίας ή εξαιρέτων πράξεων , ούτε γράφτηκαν τα ονόματά τους σε χρυσές σελίδες της Ιστορίας . Τα δικά τους Ηρώα στήθηκαν μέσα στις καρδιές εκείνων που τις αγάπησαν και τα μετάλλιά τους τα πήρανε στις μάχες που δώσανε με τη ζωή από τα γεννοφάσκια τους μέχρι που κλείσανε τα μάτια . Κι αν δεν τις έγραψε η Ιστορία , όμως γράφτηκαν ανεξίτηλα στη συνείδηση και στην ψυχή αυτού που λέγεται Λαός .

Όταν πέθανε (πάνε πολλά-πολλά χρόνια) η κυρα – Ζαχαριού , εγώ κάπου έλειπα . Δεν ήμουνα στην κηδεία της . Έχω γι’ αυτό την αίσθηση πως η κυρα – Ζαχαριού δεν πέθανε ποτέ . Πως κάπου εδώ στη γειτονιά τριγυρίζει ακόμα , σκυμμένη πάνω στο μπαστουνάκι της και πως , απλά , δεν τυχαίνει να συναντηθούμε . Το καλυβάκι της στέκει ακόμα όρθιο , με σφαλιστή την ξεθωριασμένη κόκκινη ξυλόπορτα και το μικρό παραθύρι (σφαλιστό κι αυτό) στο πλάι . Κάθε μέρα που περνάω από κει (μια γειτονιά είμαστε) σηκώνω τα μάτια μου στο κελάκι και θυμάμαι τον πατέρα μου τον Παναγιώτη που το ’χτισε μια φορά κι έναν καιρό και μου φαίνεται πως θα δω την κυρα – Ζαχαριού να ξεπροβάλλει απ’ τη γωνία , να βάζει την παλάμη στο κούτελό της για να σκεπάσει τα μάτια της από το θάμπος του ήλιου και να με καλημερίζει .

Γιατί , ναι , είναι αλήθεια ότι μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας σ’ αυτά που βρίσκουνται γύρω μας κάτω από του ήλιου το φως αλλά όχι στις αναμνήσεις .

Αυτές , οι αναμνήσεις , όταν κλείνουμε τα μάτια , τότε είναι που φαίνονται πιο καθαρά .