Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Σαν ήτανε να φτάσει το Πάσχα το Ελληνικό , βγαίνανε πρώτα οι «μπροστάρηδες» να διαλαλήσουνε και να σαλπίσουνε τον ερχομό του :

Ή Άνοιξη έστρωνε τα καλύτερα λουλούδια της για να διαβεί το Πάσχα , πουλάκια λογιώ -λογιώ «σε φουντωμένου δέντρου κλωνάρι» κελαηδούσαν το καλωσόρισμά του , ο ουρανός απόδιωχνε τα σύννεφα κι ο ήλιος φορούσε την πιο λαμπρή του φορεσιά για να ’ναι έτοιμος στην υποδοχή .

Οι νοικοκυρές με τις βούρτσες στα χέρια και με το ντενεκέ γεμάτο ασβέστη άσπριζαν αυλές , τοίχους και πεζούλια , κι ύστερα «ξεσήκωναν» το σπίτι , σκουπίζανε , καθαρίζανε , ξεσκονίζανε («να μας βρει καθαρούς η Λαμπρή»), ανοίγανε τις ντουλάπες και χαλάγανε τις τρακάδες να μπούνε τα χειμωνιάτικα να βγούνε τα καλοκαιρινά , κρεμάγανε τα ρούχα (χειμωνιάτικα και καλοκαιρινά) σε μπαλκόνια και παράθυρα ανοιχτά να πάρουνε τον αέρα και τη μυρουδιά της Άνοιξης και μοιάζανε – έτσι κρεμασμένα και πολύχρωμα – σα λάβαρα γιορταστικά στο δρόμο για τον ερχομό του Πάσχα . Φυτεύανε και βασιλικά και μαντζουράνα και απήγανο και βιγκόνιες στις ντενεκεδένιες γλάστρες και τις αραδιάζανε στις αυλές και στα σκαλοπάτια και στα μπαλκόνια και στα παράθυρα και στα πεζούλια για να φχαριστηθεί η Πασχαλιά και να βρει κουράγιο ο Χριστός ν’ αντέξει τα βάσανα τη Μεγαλοβδομάδα κι όταν θα βγει αναστημένος απ’ τον τάφο να κόψει ένα κλαράκι μυριστικό απ’ τη γλάστρα για να στυλωθεί και να λησμονήσει τη μαυρίλα του Κάτου Κόσμου .

Και τα παιδιά μαθαίνανε από άξιες μανάδες να νηστεύουνε χωρίς να γκρινιάζουνε και να πηγαίνουνε στην εκκλησιά (τι αξία θα ’χε η Πασχαλιά χωρίς νηστεία και προσευχή) και περιμένανε το νουνό ή τη νουνά να έρθει με τα λαμπριάτικα παπούτσια και τη λαμπάδα την αναστάσιμη στο χέρι , εκείνη τη σεμνή λαμπάδα την άσπρη με το χάρτινο λουλουδάκι τυλιγμένο πάνω της που θα κρατούσανε με καμάρι στην Ανάσταση κι ύστερα θα ξετυλίγανε το λουλουδάκι να το κρατήσουνε στο συρτάρι τους (πόσα λουλουδάκια χάρτινα … πόσες αναμνήσεις ) και τη λαμπάδα θα την πήγαινε η μάνα τους , για να την αποκάψει , στην εκκλησία , στη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής ή τ’ Αγιωργιού .

Και τα πιο μικρά παιδάκια , εκείνα της πρώτης δημοτικού , λαβαίνανε το μήνυμα για τον ερχομό της Πασχαλιάς μέσα από το Αναγνωστικό τους , όταν – λίγο πριν από τις διακοπές του Πάσχα – η κυρία τούς έκανε το πρώτο πασχαλινό μάθημα : «Η Λαμπρή» . Το μάθημα είχε μια εικόνα που ’δειχνε μια αναστάσιμη λαμπάδα με ένα κόκκινο λουλουδάκι και μια λευκή ταινία δεμένη φιόγκο πάνω της κι ανάμεσα στα γραμματάκια του μαθήματος δυο κόκκινα αυγά , το ένα με το όνομα της Άννας και το άλλο με το όνομα του Μίμη . Και ξεκίναγε το μάθημα με το χτύπημα της καμπάνας τα μεσάνυχτα της Ανάστασης και την οικογένεια (μπροστά τα παιδιά … πίσω οι γονείς) να πηγαίνουν στην εκκλησία λαμπροντυμένοι με τις άσπρες λαμπάδες στα χέρια . Και μετά να μπαίνουν στην εκκλησία και να φωτίζουνε τα σκοτάδια από τα καντήλια και τα κεριά και όλα να είναι χαρούμενα «γιατί ο Χριστός θα αναστηθεί» και να είναι χαρούμενα τα παιδιά , χαρούμενοι να είναι και οι γονείς τους.

Πόση απόσταση του «Χθες» από το «Σήμερα» που πολλοί δεν πάνε στην εκκλησία ούτε στην Ανάσταση κι αν πάνε , πάνε από συνήθεια , με ό,τι ρούχο τους κατέβει , άλλοι πάνε με τ’ αμάξι και δε βγαίνουνε απ’ αυτό παρά περιμένουνε να πάρουνε το Άγιο Φως μέσα από το αυτοκίνητο και να φύγουνε κατευθείαν για να φάνε μαγειρίτσα . Κι άλλοι πολλοί δεν μπαίνουνε στην εκκλησία (φαντάσου να σε έχει καλέσει κάποιος στη γιορτή του κι εσύ αντί να μπεις στο σπίτι του , να κάθεσαι στο δρόμο) και στέκονται απ’ έξω και περιμένουνε πότε θα αναστήσει , ν’ ανάψουνε τη λαμπάδα και να φύγουνε «τρέχοντας» να πάνε στα σπίτια τους να φάνε και να πιούνε και να κάνει την αναστάσιμη λειτουργία ο ιερέας (τόσα ωραία , πανέμορφα , χαρούμενα , θριαμβικά, αναστάσιμα τροπάρια) με λίγους «αμετανόητους» πιστούς που έχουνε μάθει , πάππου προς πάππου , να κάθονται μέχρι να τελειώσει η λειτουργία .

Και την άλλη μέρα τα «πρωτάκια» του σχολείου κάνανε το μάθημα : «Επιστρέφουν στο σπίτι» . Εκεί διαβάζανε πώς η οικογένεια , μετά την Ανάσταση , βγαίνανε από την εκκλησία με αναμμένες τις λαμπάδες , εύχονταν ο ένας στον άλλο «Χριστός Ανέστη – Αληθώς Ανέστη» και άλλαζαν το αναστάσιμο φιλί της Αγάπης και της Συγγνώμης . Κι ύστερα διαβάζανε τα πρωτάκια πώς γυρίζανε στο σπίτι προσέχοντας να μη σβήσουν οι λαμπάδες τους και πώς η Έλλη έδινε την αναμμένη λαμπάδα στη γιαγιά (τότε τις γιαγιάδες και τους παππούδες τους είχανε στο σπίτι) και της έλεγε «Χριστός Ανέστη , γιαγιά» και η γιαγιά τη φιλούσε κι έλεγε «Αληθώς Ανέστη , παιδί μου» κι ύστερα έπαιρνε τη λαμπάδα και πήγαινε στο εικόνισμα (τότε τα σπίτια είχανε ακόμα εικονοστάσια) και άναβε το καντήλι . Κι από κάτω το μάθημα είχε μια ωραία εικόνα , το σεβάσμιο χέρι της γιαγιούλας να ανάβει ευλαβικά με τη λαμπάδα το ταπεινό καντηλάκι (νερό και λάδι και λουμινάκι μέσα στο ποτήρι και το ποτήρι μέσα σε πιατάκι και πλάι μια καντηλήθρα και όλα μαζί πάνω σ’ ένα απλό ράφι του τοίχου ντυμένο με κατάσπρο πετσετάκι με δαντέλα ολοτρόγυρα) και δίπλα να ’χει βάλει η γιαγιά το κόκκινο αυγό του Πάσχα που θα ’μενε εκεί μέχρι την άλλη Πασχαλιά .

Μαθήματα σχολικά βγαλμένα μέσα από τη ζωή των παιδιών , μαθήματα αληθινά , γεμάτα οικογενειακή αγάπη και ζεστασιά , γεμάτα από Ορθοδοξία , αγνή Πίστη και Παράδοση , ό,τι ακριβώς λείπει σήμερα από τα σχολικά βιβλία και γενικότερα από το Σχολείο , αφού κάποιοι «γνωστοί – άγνωστοι» φρόντισαν (και φροντίζουν) να κλαδέψουν από το Δέντρο του Ελληνισμού , τα πιο γόνιμα κλαδιά του .

Και την τελευταία ή (το πολύ) την προτελευταία μέρα πριν από τις διακοπές η καλή κυρία , η δασκάλα , φρόντιζε να κάνει στα πρωτάκια της το τελευταίο πασχαλινό μάθημα του Αλφαβητάριου που ήτανε το ποίημα του Χάρη Σακελλαρίου «Πασχαλιά» κι από πάνω δυο χαρμόσυνες , γλυκόλαλες καμπάνες να σκορπούν παντού το μήνυμα της Ανάστασης, της Χαράς και της Ζωής :

Πασχαλιά

Ήρθε πάλι η Πασχαλιά,

με αγάπη , με φιλιά ,

με αυγό και με αρνί .

Χαίρετε , Χριστιανοί.

Τι φορέματα καλά ,

τι γλυκίσματα πολλά ,

τι τραγούδι και φωνή .

Χαίρετε , Χριστιανοί .

Μ’ όλα τούτα (και με άλλα πολλά) που γίνονταν στο σπίτι και στο σχολειό τα μικρά μαθητούδια έμπαιναν στη Μεγαλοβδομάδα με την ψυχούλα τους μια βραγιά καλοσκαμμένη της άνοιξης , φυτεμένη με νιόβγαλτα φυντάνια που αργότερα θα ’βγαζαν καλούς καρπούς .

Τελικά , ναι ! Κάθε φορά που θέλουμε να νιώσουμε , να αισθανθούμε κάτι , να βρούμε και να τρυγήσουμε το νέκταρ κάποιας γιορτής (όπως το Πάσχα) είμαστε αναγκασμένοι να γυρνάμε πάντα πίσω .

Βλέπεις , τη ζωή μας μπορεί σήμερα να την κάναμε πλουσιότερη σε υλικά αγαθά , όμως φτωχύναμε την ψυχή μας . Και ζωή με φτωχιά ψυχή δεν μπορεί να έχει ούτε περιεχόμενο , ούτε προορισμό και ελπίδα , ούτε ομορφιά.

Καλό Πάσχα σε όλους !