Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Τώρα που μπήκε ο Δεκέμβριος και το φως από το άστρο της Βηθλεέμ όλο και ζωηρεύει στα μάτια μας, ξαναγινόμαστε όλοι παιδιά και μια ανάμνηση γλυκιά έρχεται να μας πάρει απ’ το χέρι και να μας πάει σε σάλες του παλιού καιρού με κρυστάλλινες φοντανιέρες πάνω στο τραπέζι, γεμάτες ως πάνω με τα αξέχαστα σοκολατάκια μαργαρίτα.

Εμείς , τα παιδιά του καιρού εκείνου, που η αφθονία δεν είχε ακόμα εισβάλει στη ζωή μας, κάθε που μπαίναμε σε σπίτια συγγενικά ή φιλικά στην περίοδο των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς αλλά και των άλλων γιορτών, το πρώτο που κοιτάγαμε επίμονα ήτανε η φοντανιέρα με τα σοκολατάκια μαργαρίτα πάνω στο τραπέζι. Κι η νοικοκυρά του σπιτιού, χαμογελώντας και χωρίς να μας ρωτήσει, το πρώτο που έκανε ήταν να πάρει τη φοντανιέρα στα χέρια της, να την ανοίξει και να μας προσφέρει ένα σοκολατάκι μαργαρίτα. Κι εμείς το παίρναμε στο χέρι μας, διαλέγαμε ένα πέταλο της σοκολατένιας μαργαρίτας, κόβαμε ένα μικρό κομματάκι με τα μπροστινά μας δοντάκια, το αφήναμε να λιώσει αργά – αργά μέσα στο στόμα μας και μετά καταπίναμε, κλείνοντας τα μάτια από ευχαρίστηση, τη γλυκιά σοκολατένια σταγόνα. Από κει και ύστερα δεν θέλαμε τίποτε άλλο, ούτε κουραμπιέ, ούτε μελομακάρονο … τίποτε … τίποτε ! Μας φαινότανε πως ό,τι κι αν τρώγαμε μετά το σοκολατάκι μαργαρίτα, θα ήταν άγλυκο και άνοστο. Το πολύ – πολύ να κοιτάγαμε ακόμα πιο επίμονα τη φοντανιέρα, μήπως η νοικοκυρά μας δώσει ένα ακόμα. Κι αυτό ήταν ένα «κόλπο» που τις πιο πολλές φορές έπιανε. Όμως, ακόμα και οι μεγάλοι που μας συνόδευαν προτιμάγανε αυτό το μαγικό σοκολατάκι μαργαρίτα, μόνο που εκείνοι το συνοδεύανε και με λικεράκι μπανάνα ή τριαντάφυλλο στα μικρά αξέχαστα, φίνα και λεπτοκαμωμένα ποτηράκια του λικέρ. Γιατί, τελικά, αυτά τα σοκολατάκια μαργαρίτα ερχούντανε από πολύ μακριά στο χρόνο και τα αγαπούσαν ΟΛΟΙ: νέοι, γέροι και παιδιά.

Και τι ήτανε αυτά τα σοκολατάκια μαργαρίτα; Μα αυτό, ακριβώς που λέει το όνομά τους: Μικρά στρογγυλά, πλακουδά σοκολατάκια με ανάγλυφη όψη λουλουδιού μαργαρίτας, τόσο όμροφα και λαχταριστά που έλεγες: «Χάθηκε να είναι κι ένα λουλούδι στον κήπο μας που να κάνει τέτοιες σοκολατένιες μαργαρίτες;». Τα σοκολατάκια μαργαρίτα ήτανε δύο ειδών: Από σοκολάτα γάλακτος και από σοκολάτα υγείας. Εμάς, ό,τι και να ’τανε, δεν μας «χάλαγε» καθόλου. Υγείας ή γάλακτος τα τρώγαμε με την ίδια παιδική λαχτάρα. Άλλωστε δεν ξέραμε κι άλλη σοκολάτα πέρα από τα σοκολατάκια μαργαρίτες, άντε και από τις σοκολατίτσες ΙΟΝ που μας τις φέρνανε οι παππούδες μας για να μας γλυκάνουνε. Οι νοικοκυρές αγοράζανε τα σοκολατάκια μαργαρίτα, χύμα, από τα μπακάλικα ή από τα ζαχαροπλαστεία της εποχής, κυρίως για τις γιορτές. Όμως και τις άλλες μέρες του χρόνου φροντίζανε να έχουνε μερικά σοκολατάκια μαργαρίτα στη φοντανιέρα τους για να «μη ντροπιαστούνε» άμα έρθει κανένας ξένος, μιας και αυτά ήτανε ο βασιλιάς των κερασμάτων και διατηρούντανε (ή κρύο έκανε ή ζέστη) για πολύν καιρό στη φοντανιέρα.

Για τα σοκολατάκια μαργαρίτα γινόμαστε καμιά φορά «κλέφτες» μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, όταν, μην αντέχοντας τον πειρασμό (παιδάκια στερημένα ήμαστε στο κάτω της γραφής), κάναμε τη μάνα μας να ψάχνει να βρει ποιος από τα αδέρφια ήτανε ο «ένοχος» που λιγόστεψε τα σοκολατάκια μαργαρίτα στη φοντανιέρα της. Διότι, όσο υπήρχανε παιδιά στο σπίτι, πάντα θα υπήρχε κι ένα χεράκι να «κλέψει» ένα, τουλάχιστον, σοκολατάκι μαργαρίτα. Κι όταν μας πηγαίνανε με το σχολείο, ομαδικά, για εξομολόγηση κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, υπήρχανε παιδάκια που δεν αντέχανε, τα καημένα, το βάρος της γλυκιάς «αμαρτίας» που είχανε κάνει και την εξομολογούντανε στον παπά:

-Παππούλη έκανα μια αμαρτία …

-Τι έκανες, Γιαννάκη; Για πες μου.

-Έκλεψα, παππούλη.

-Έκλεψες; Τι έκλεψες, Γιαννάκη;

-Δυο σοκολατάκια μαργαρίτες από τη φοντανιέρα της μαμάς μου!

(Χαμογέλαγε αχνά κάτω από τα γένια του ο παππούλης, γιατί αναθυμότανε που ’τρωγε κι αυτός κρυφά απ’ τη μάνα του γλυκά από τα βάζα στο ντουλάπι, μπορεί και σοκολατάκια μαργαρίτα από τη φοντανιέρα).

-Ε, Γιαννάκη, δεν πειράζει. Μπορείς, όμως, να ρωτάς πρώτα τη μαμά σου και μετά να παίρνεις σοκολατάκια μαργαρίτα.

-Δε μου δίνει, παππούλη. Λέει “έφαγες πολλά, άσε και μερικά στη φοντανιέρα μην έρθει κάνας ξένος και δεν έχουμε να τόνε φιλέψουμε”. Δηλαδή, παππούλη, να τρώνε οι ξένοι και να μην τρώω εγώ;

-Ε , Γιαννάκη! Η μαμά ξέρει. Να την ακούς.

Έτσι έλεγε ο παππούλης και κρατιότανε να μη γελάσει μέσα στο Μυστήριο κι ευχότανε μέσα του νάτανε πάντα ν’ ακούει και να συχωράει τέτοιες «αμαρτίες» σαν του Γιαννάκη.

Περάσανε τα όμορφα χρόνια της αθωότητας και τα σοκολατάκια μαργαρίτα χάσανε την πρωτοκαθεδρία από τα άλλα σοκολατάκια ΤΖΟΚΟΝΤΑ, με το περιτύλιγμα, που για πολλά χρόνια θεωρούνταν κι αυτά ό,τι καλύτερο μπορούσε να σε κεράσει μια καλή νοικοκυρά.

Σήμερα έχει γεμίσει ο τόπος με σοκολάτες και σοκολατάκια αμέτρητων ειδών και φανταχτερών συσκευασιών που διαφημίζονται, μάλιστα, και στην τηλεόραση. Όμως, όσοι από μας δοκιμάσαμε κάποτε τα σοκολατάκια μαργαρίτα (μαθαίνω ότι ακόμα κυκλοφορούν) νομίζουμε πως ποτέ πια στη ζωή μας δεν θα φάμε καλύτερο και πιο γλυκό σοκολατάκι απ’ αυτό.

Μια ευτυχία γλυκιά, παιδική, που την απλότητά της δεν την βρήκαμε αλλού πουθενά.