Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Το αίτημα της επιστροφής των γλυπτών της Ακρόπολης από το Βρετανικό μουσείο του Λονδίνου είναι αρκετά παλιό.

Πριν από λίγες μέρες διοργανώθηκε δημόσια συζήτηση για το θέμα αυτό από τη δραστήρια ομάδα Culture through Politics, με τη συμμετοχή διακεκριμένων επιστημόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό με αφορμή τα 220 χρόνια από την έναρξη της επιχείρησης του βίαιου διαμελισμού από τον λόρδο Έλγιν, το έτος 1801, πρεσβευτή στην Οθωμανική αυλή στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος κατάφερε να αποσπάσει από την Ακρόπολη των Αθηνών 200 περίπου εξαιρετικά γλυπτά, ή τμήματά τους από μάρμαρο και να τα μεταφέρει στην Αγγλία.

Επειδή διάφορα λέγονται και γράφονται επίσημα και ανεπίσημα σχετικά με το ποιός/ά έθεσε πρώτη φορά το αίτημα της επαναφοράς και επανένωσης των γλυπτών, τα ιστορικά στοιχεία αποκαλύπτουν ότι από τη σύσταση του Ελληνικού κράτους άρχισαν αμέσως οι αντιδράσεις για την αρπαγή τους, οι προσπάθειες και οι ενέργειες για τον επαναπατρισμό τους.

Πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν πρόκειται μόνο για γλυπτά του Παρθενώνα, όπως λέγεται συνήθως, καθότι έχει αρπαχθεί και μια Καρυάτιδα που δεν είναι κομμάτι του Παρθενώνα.

Το 1842 ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, γραμματέας της αρχαιολογικής εταιρείας, διατύπωσε την πρώτη επίσημη κατηγορία της Ελλάδας κατά του Έλγιν και ζήτησε την επιστροφή των γλυπτών.

Το αίτημα επαναλήφθηκε το 1924 με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατο του λόρδου Βύρωνα.

Το 1961 ο Δήμαρχος της Αθήνας Άγγελος Τσουκαλάς, αλλά και η Ακαδημία Αθηνών ζήτησαν από την Αγγλία την επιστροφή των γλυπτών της Ακρόπολης.

Το 1982 η υπουργός πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη προέβαλε το αίτημα για επιστροφή των γλυπτών στην Ελλάδα στη γενική διάσκεψη της UNESCO στο Μεξικό.

Τον Οκτώβριο του 1984 σχετική απόφαση του Ελληνικού υπουργικού συμβουλίου γνωστοποιήθηκε στη βρετανική κυβέρνηση.

Το αίτημα τέθηκε στο ανώτατο επίπεδο στις 18-10-2007 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια στη γενική διάσκεψη της UNESCO στο Παρίσι.

Αυτές οι κινήσεις και άλλες ακόμη, μετά μάλιστα την κατασκευή του νέου μουσείου της Ακρόπολης – μια βασική αντίρρηση των Βρετανών ήταν ότι δεν υπάρχει ασφαλής χώρος για έκθεση και φύλαξή τους – πυκνώνουν συνεχώς.

Έγκριτες εφημερίδες και περιοδικά του εξωτερικού με μεγάλη κυκλοφορία, αλλά και πολλοί επώνυμοι πνευματικοί άνθρωποι παίρνουν ανοικτά θέση στο ζήτημα και απαιτούν από την Κυβέρνηση της Αγγλίας να επιστρέψει τα γλυπτά στον τόπο που γεννήθηκαν.

Αποτελεί προσβολή και έλλειψη σεβασμού τμήματα από τις μετώπες, τη ζωφόρο και τα αετώματα και όχι μόνο, να βρίσκονται στο Λονδίνο και τα υπόλοιπα μέρη τους στην Αθήνα.

Στον Ελληνικό λαό ταιριάζουν, αυτού του λαού έχουν αποτυπωμένα τα χαρακτηριστικά, δημιουργημένα σε μια εποχή πνευματικής έξαρσης και πολιτισμού και είναι στενά δεμένα με τα άλλα αρχαία της πόλης, με τα οποία αποτελούν ένα ενιαίο αναπόσπαστο σύνολο και όχι αποκομμένα και απομακρυσμένα από τον φυσικό τους χώρο να βρίσκονται «σκλαβωμένα» στο Βρετανικό μουσείο.

Είναι τουλάχιστον ανήθικο να θησαυρίζουν κάποιοι εκμεταλλευόμενοι έναν πολιτισμό που δεν τους ανήκει.

Η εικόνα με τη γυναικεία φιγούρα μπροστά από τον Παρθενώνα, που συνοδεύει το κείμενο και βρίσκεται στη στάση «Ακρόπολη» του Μετρό στην Αθήνα και στις δυο πλευρές της αποβάθρας είναι απαράδεκτη. Κανείς δεν μπορεί να σκιάζει τον Παρθενώνα με οποιοδήποτε πρόσχημα.

Ο αγώνας για την επιστροφή, ανάδειξη, φύλαξη και έκθεση των αρχαίων γλυπτών δεν μπορεί να οικειοποιηθεί από κανέναν. Ανήκει στον Ελληνικό λαό, ο οποίος με μεγάλες προσπάθειες, διαμάχες, αιματηρούς πολέμους και θυσίες προστάτευσε και διέσωσε ό,τι μπόρεσε από την επιδρομή των βαρβάρων.

Η παράλληλη πορεία λαού και μνημείων ήταν, είναι και θα είναι συνεχής. Η ταύτιση ενός έργου μπορεί να γίνει με τους δημιουργούς του.

Μόνο οι αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καλλικράτης και ο υπεύθυνος του γλυπτού διακόσμου Φειδίας έχουν θέση στην εικόνα του Παρθενώνα.

Με αφορμή την τσιμεντοποίηση της Ακρόπολης η εφημερίδα «Liberation» με τίτλο: «Η Ακρόπολη τσιμενταρισμένη και παραμορφωμένη ομορφιά» και υπότιτλο: «Στο πιο επισκέψιμο μνημείο στην Ελλάδα γίνονται έργα που, με το πρόσχημα της αποκατάστασης και της βελτιωμένης προσβασιμότητας του χώρου, απειλούν να μεταμορφώσουν για πάντα τον λόφο στην καρδιά της Αθήνας» γράφει:

«Τώρα, η κορυφή του λόφου μοιάζει περισσότερο με ποδηλατόδρομο ή πίστα για σκέιτμπορντ παρά με έναν ιστορικό χώρο, που θαυμάζει κανείς τα ερείπια της αρχαιότητας».

«Ένα έγκλημα κατά της Ακρόπολης» χαρακτηρίζει τα έργα που πραγματοποιήθηκαν στην κορυφή του ιερού λόφου, μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων.

Η εφημερίδα φιλοξενεί και την άποψη του αρχιτέκτονα Τάσου Τανούλα, επί 40 χρόνια επικεφαλής αποκατάστασης του μνημείου: «Όταν διεύθυνα τις εργασίες, τις κάναμε με το χέρι. Τώρα χρησιμοποίησαν βαριά μηχανήματα που προκάλεσαν ζημιές στο χώρο. […] Η Ακρόπολη περιέχει διάφορες αποδείξεις του παρελθόντος μας. Δεν είναι μόνο τα κτίρια που αποτελούν αυτό το παρελθόν.

Οι πέτρες καλύφθηκαν ξανά. Επομένως καλύφθηκε και μέρος της κατανόησης του παρελθόντος μας».

Ο αρχιτέκτονας Μανόλης Κορρές, πρόεδρος της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακρόπολης, ο οποίος με τη σύμφωνη γνώμη του ΥΠΠΟ σχεδίασε και συντόνισε το έργο, σε συνέντευξή του δήλωσε:

«Είμαι απόλυτα ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα».

Και σε ερώτηση του ανταποκριτή της «Liberation» απάντησε: «Εκατοντάδες ιστορικοί υπέγραψαν μια αναφορά ζητώντας τη διακοπή των εργασιών. […] Πράγματι, ο οργανισμός του ΟΗΕ που είναι υπεύθυνος για την πολιτιστική κληρονομιά έπρεπε να είχε ειδοποιηθεί πριν από την εκτέλεση των εργασιών».

Ερωτηθείσα από την εφημερίδα η διευθύντρια της UNESCO, Mechtild Rossler, επιβεβαιώνει ότι έλαβε πληροφορίες από τρίτους σχετικά με τις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν σε αυτό το Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.

Δηλαδή, ακόμη και η UNESCO ήρθε αντιμέτωπη με τετελεσμένα γεγονότα.

Και μια μικρή αναφορά στα υπερμεγέθη γλυπτά ενός τοπικού και «ασύγκριτου» πολιτισμού.

Η ασπίδα και η περικεφαλαία από μονωτικό υλικό στην είσοδο και την έξοδο της πόλης της Σπάρτης πιστοποιούν την «αξία» και τα «ποιοτικά» χαρακτηριστικά αυτών που τα τοποθέτησαν.

Με τέτοιες καταθέσεις και πρωτοπόρα «οράματα», αμφισβητεί κανείς ότι η πόλη εκτός από παρόν θα έχει και μέλλον;

Αυτοί είμαστε, αυτά μπορούμε, αυτά μας μοιάζουνε! Κρίμα!