ΕΛΛΑΔΑ. Ο μεγαλύτερος Έλληνας συγγραφέας των νεώτερων χρόνων. Υπήρξε επίσης φιλόσοφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας.

Νίκος Καζαντζάκης. Γεννήθηκε 18 Φεβρουαρίου του 1883. Σπούδασε νομικά και έκανε μεταπτυχιακά στο Παρίσι. Θεωρούσε δασκάλους του τον Όμηρο, τον Δάντη και τον Μπεργκσόν. Το 1919 διορίστηκε από τον Βενιζέλο Γεν. Γραμματέας του Υπουργείου περιθάλψεως, υπεύθυνος για τους πρόσφυγες από τον Καύκασο.

Τα πιο γνωστά του έργα: Οδύσσεια, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946), Ο καπετάν Μιχάλης (1953), Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954), Ο τελευταίος πειρασμός (1955), Ασκητική, Αναφορά στον Γκρέκο.

  • Είπε κι έγραψε ο Νίκος Νίκος Καζαντζάκης:
  • Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος.
  • Μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε
  • Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά.
  • Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.
  • Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Nα λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω.
  • Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις —το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ‘ναι πολύ αργά.
  • Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει.
  • Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος.
  • Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
  • Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει.
  • Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.
  • Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ…
  • Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος —αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα ‘ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος— σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται.
  • Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;» Πολέμα!
  • Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα.
  • Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;
  • Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει!
  • Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα.
  • Αν μπορείς κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει.
  • H καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες — φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες!
  • Το ψέμα είναι ανανδρία.
  • Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
  • Tι θα πει λεύτερος; Αυτός που δεν φοβάται το θάνατο.
  • Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα.
  • Δεν τον φοβάμαι το Θεό, αυτός καταλαβαίνει και συχωρνάει. Τους ανθρώπους φοβάμαι. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν και δε συχωρνούν.
  • Οι μισές δουλειές, οι μισές κουβέντες, οι μισές αμαρτίες, οι μισές καλοσύνες έφεραν τον κόσμο στα σημερινά χάλια. Φτάσε, μωρέ άνθρωπε, ως την άκρα, βάρα και μη φοβάσαι! Πιο πολύ σιχαίνεται ο Θεός το μισοδιάολο παρά τον αρχιδιάολο!
  • Αφεντικό σε συμπαθώ πάρα πολύ. Έχεις τα πάντα εκτός από λίγη τρέλα και όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται λίγη τρέλα... Αλλιώς δεν μπορεί να σπάσει το σκοινί και να ελευθερωθεί.
  • Νιώθω σαν να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα. Πολλά κεφάλια θα σπάσουν. Μα κάποια στιγμή, θα σπάσουν και τα σίδερα.
  • Είπα στη μυγδαλιά: «Αδερφή, μίλησέ μου για το Θεό». Κι η μυγδαλιά άνθισε.
  • Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο —ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο.
  • Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
  • Η Κρήτη δεν θέλει νοικοκυραίους, θέλει κουζουλούς. Αυτοί οι κουζουλοί την κάνουν αθάνατη.
  • Σα δεν φτάσει ο άνθρωπος στην άκρη του γκρεμού, δεν βγάζει στην πλάτη του φτερούγες να πετάξει.
  • Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη μήτε η Νίκη· μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος.
  • Η φυγή δεν είναι νίκη, τ’ όνειρο είναι τεμπελιά, και μόνο το έργο μπορεί να χορτάσει την ψυχή και να σώσει τον κόσμο.
  • Ποτέ οι Έλληνες δε δούλεψαν την τέχνη για την τέχνη· πάντα η ομορφιά είχε σκοπό να υπηρετήσει τη ζωή. Και τα σώματα τα ήθελαν οι αρχαίοι όμορφα και δυνατά, για να μπορούν να δεχτούν ισορροπημένο και γερό νου. Κι ακόμα, για να μπορούν –σκοπός ανώτατος– να υπερασπίσουν το άστυ.
  • Εγώ κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο· τον κοιτάζω και δε φοβούμαι· όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει.
  • Το βουνό ανήκει στο μοναστήρι. Το μοναστήρι ανήκει στο Θεό. Και ο Θεός ανήκει σε όλους.
  • Η ζωή είναι μπελάς, ο θάνατος δεν είναι. Ζωντανός άνθρωπος, ξέρεις τι θα πει; Ν’ αμολάς το ζωνάρι σου και να γυρεύεις καβγά.
  • Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.
  • Κάθε Έλληνας που δεν παίρνει, ας είναι και μια φορά στη ζωή του, μια γενναία απόφαση, προδίνει τη ράτσα του.
  • Aλίμονο σε όποιον ζει στην έρημο και θυμάται του κόσμου.
  • Η στερνή, η πιο ιερή μορφή θεωρίας είναι η πράξη.
  • Από τα καλά κερδεμένα παίρνει ο διάολος τα μισά – από τα κακά κερδεμένα, παίρνει και το νοικοκύρη.
  • Αν δε δει ο Θεός χέρι ανθρώπου, δε βάζει μήτε κι αυτός το δικό του.
  • Είδα κάποτε μια μέλισσα πνιγμένη μέσα στο μέλι και κατάλαβα.
  • Καλή ‘ναι η δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους —ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος...
  • Μπας και βρίσκεται στον πάτο της Κόλασης, Κύριε, η πόρτα της Παράδεισος;
  • Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.
  • Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα, αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό.
  • Θέλει, λέει, να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον!
  • Tίποτα γενναίο δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάμει στον κόσμο, αν δεν υποτάξει τη ζωή του σ’ έναν Αφέντη ανώτερό του.
  • Αυτό που θέλω ν’ αφήσω πίσω μου είναι ένα καμένο κάστρο. Τίποτ’ άλλο δε θέλω ν’ αφήσω.
  • Τι φοβερός ανήφορος από τον πίθηκο στον άνθρωπο, από τον άνθρωπο στον Θεό.
  • Πρέπει να χτυπούμε, να χτυπούμε τη μοίρα μας, ως ν’ ανοίξουμε πόρτα, να γλιτώσουμε!
  • Ρωμιοί είναι αυτοί, ανάθεμά τους! Αν δεν μας τύχαιναν στη στράτα μας, θα ’χε φάει τώρα η Τουρκιά τον κόσμο!
  • Ο Μουσολίνι είναι ο αρσενικός Βενιζέλος.
  • Η ευτυχία απάνω στη γης είναι κομμένη στο μπόι του ανθρώπου. Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας.
  • Τι με ρωτάς για την καρδιά του αμαρτωλού; Εγώ κατέχω την καρδιά του ενάρετου, κι είναι όλοι οι δαιμόνοι μέσα.
  • Ο άνθρωπος βιάζεται, ο Θεός δε βιάζεται.
  • Δεν είναι η λευτεριά πέσε πίτα να σε φάω. Είναι κάστρο, και το παίρνεις με το σπαθί σου. Όποιος δέχεται από ξένα χέρια τη λευτεριά, είναι σκλάβος.
  • Ο διάολος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Κόλαση, ο άγγελος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Παράδεισο. Ο άνθρωπος όπου θέλει!
  • Όλα μάταια, και μόνο η πράξη, σαν το κρασί, μας ξεγελάει και μας σηκώνει λίγο.
  • Δεν πολεμούμε τα σκοτεινά μας πάθη με νηφάλια, αναιμικιά, ουδέτερη, πάνω από τα πάθη αρετή. Παρά με άλλα σφοδρότερα πάθη.
  • Αν μια γυναίκα κοιμάται μοναχή, εμείς, όλοι οι άντρες, φταίμε. Όλοι θα ’χουμε την άλλη μέρα, στην κρίση του Θεού, να δώσουμε λόγο.
  • Δεν υπάρχει βαρύτερη τιμωρία από τούτη, να απαντάς στην κακία με καλοσύνη.
  • Να ξέραμε αφεντικό τι λένε οι πέτρες, τα λουλούδια, η βροχή ! Μπορεί να φωνάζουν, να μας φωνάζουν, κι εμείς να μην ακούμε.
  • Η αμαρτία πρέπει να ‘ναι ένα βουνό χοιρινό κρέας, να χωθείς μέσα, μια χαβούζα κρασί, να μπεις να κολυμπήσεις, κι όχι ένα μεζεδάκι!
  • Γλίτωσα από την πατρίδα, γλίτωσα από τους παπάδες, γλίτωσα από τα λεφτά, ξεκοσκινίζω... Λευτερώνουμαι, γίνουμαι άνθρωπος.
  • Η ανώτατη αρετή δεν είναι νά’ σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.
  • Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερη μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ δε με νοιάζει.
  • Θεός δεν είναι; Ό,τι του καπνίσει κάνει. Αν δεν μπορούσε να κάμει αδικίες, τι παντοδύναμος θα ’ταν;
  • Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν’ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα.
  • Να ‘σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.
  • Η δικιά μου εμένα Παράδεισο είναι ετούτη: μια μικρή μυρωδάτη καμαρούλα με παρδαλά φουστάνια και μοσκοσάπουνα κι ένα διπλόφαρδο κρεβάτι με σούστες, και δίπλα μου το θηλυκό γένος.
  • Πάμε όξω φώναξε· κάτω από τ’ αστέρια, να μας βλέπει ο Θεός.
  • Εγώ, μη γελάσεις, αφεντικό, φαντάζουμαι το θεό απαράλλαχτο σαν και μένα. Μονάχα πιο αψηλό, πιο δυνατό, πιο παλαβό· κι αθάνατο.
  • Ένας δρόμος, ένας μονάχα οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος.
  • Δεν πειράζει πατέρα˙ τέλεψες το χρέος σου: γέννησες γιο ανώτερο σου˙ στάσου εδώ σημαδούρα˙ εγώ θα πάω πιο πέρα.
  • Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!
  • Είχα μάθει πέντ’ έξι ρούσικες λέξεις, όσες μου χρειάζονταν στη δουλειά μου: «όχι, ναι, ψωμί, νερό, σε αγαπώ, έλα, πόσα».
  • Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου. Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!
  • Θεριό ’ναι η καρδιά του ανθρώπου. Θεριό ανήμερο… Χριστέ μου, μήτε εσύ μπόρεσες να τη μερώσεις…
  • Τρέχουμε. Ξέρουμε πώς τρέχουμε να πεθάνουμε, μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε.
  • Δεν έχουμε παρά μια μονάχα στιγμή στη διάθεσή μας. Ας κάνουμε τη στιγμή αυτή αιωνιότητα. Άλλη αθανασία δεν υπάρχει.
  • Άνθρωπος δεν είμαι; 'Άνθρωπος, πάει να πει στραβός. Έπεσα κι εγώ με τα μούτρα στο λάκκο όπου κι οι μπροστινοί μου. Παντρεύτηκα. Πήρα την κατρακύλα. Έγινα νοικοκύρης, έχτισα σπίτι· έκαμα παιδιά. Βάσανα.
  • Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπο μας, μια στιγμή, φωτίζεται μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι ευτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Άδη.
  • Εγώ νομίζω πως άνθρωπος είναι αυτός που θέλει να ‘ναι λεύτερος· η γυναίκα δε θέλει να ‘ναι λεύτερη· είναι λοιπόν η γυναίκα άνθρωπος;
  • Ποιος είναι ο σκοπός του αγώνα τούτου; Έτσι ρωτάει ο κακομοίρης, συφεροντολόγος πάντα, νους του ανθρώπου, ξεχνώντας πως η Μεγάλη Πνοή δε δουλεύει μέσα σε ανθρώπινο καιρό, τόπο κι αιτιότητα.
  • Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει, να μας πλερώσει το μεροκάματο μας. Δεν ξενοδουλεύουμε΄ εμείς είμαστε οι αφέντες. Το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας κι αίμα μας.
  • Μωρέ, τον αντρειωμένο μην τον κλαις, όσο κι αν αστοχήσει! / Κι αν αστοχήσει μια και δυο, πάλε θα ζώσει τ’ άρματά του / πάλε θα βάλει το σκουφί στραβά, τον κατηφέ στο αυτί του / και πάλε οι φίλοι του θα θρονιαστούν στα πλούσια του τραπέζια!
  • Καβάλα απάνω σε ίσκινα άλογα τους ίσκιους κυνηγούμε· / ίσκιος κι ο θάνατος, και κυνηγάει τον ίσκιο της ζωής μας.
  • Κρασί δεν είναι, αδέρφια, η λευτεριά μήτε γλυκιά γυναίκα, / μήτε και βιος μες στα κελάρια σας μήτε και γιος στην κούνια· / έρμο τραγούδι ’ναι ακατάδεχτο και σβήνει στον αγέρα!
  • Ω πολυφίλητο κορμί, το πιο κρουφό ‘σαι μονοπάτι.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις