Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Η εμπιστοσύνη που έχει κάποιος στον εαυτό του, στις δυνάμεις και τις ικανότητές του και η βεβαιότητα ότι είναι κοινωνικά ωφέλιμος αποτελούν θεμέλια της ισορροπίας και της σταθερότητάς του. Η σιγουριά και η αξιοπιστία που προκύπτουν από την καλλιέργεια του πνεύματος, την εκπαίδευση και τη μόρφωση, αλλά και η ενεργή συμμετοχή του στους αγώνες για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής όλων συμβάλλουν στην ολόπλευρη ανάπτυξή του και ενισχύουν την αυτοεκτίμηση και την αυταξία του. Η αξιολόγηση αυτή, κατά βάση υποκειμενική, πρέπει να αποδειχθεί με ουσιαστικές και εφαρμόσιμες παρεμβάσεις στον κοινωνικό και πολιτικό χώρο, για να τύχει της γενικής κρίσης, της ευρύτερης αποδοχής ή της απόρριψης.

Συχνά, η πίστη στον εαυτό του είναι υπερβολική στηρίζεται σε επιφανειακές και ανούσιες πιστοποιήσεις, που δεν έχουν σχέση με τα προβλήματα και τις προτεραιότητες της κοινωνίας και αναδεικνύουν νοσηρούς εγωισμούς και υπεροπτικές αντιλήψεις, όπου οι ανεπάρκειες και οι ανικανότητες τον χαρακτηρίζουν και αποκαλύπτουν το μέγεθος της ανασφάλειας και την έλλειψη αυτοπεποίθησης. Και όλα αυτά μικρή σημασία και αξία θα είχαν, πέρα από μια έκθεση ιδεών, αν δεν είχαν σχέση με τα λεγόμενα πρώην υπουργού για τον πρωθυπουργό, που επί τεσσεράμισι χρόνια ήταν μαζί στο τιμόνι της χώρας, χωρίς στο διάστημα αυτό να υπάρξει η παραμικρή ένδειξη διαφωνίας μεταξύ τους. Το θέμα είναι σοβαρό, έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν, εγείρει ενστάσεις και αποπνέει σκοπιμότητες, γιατί πέρα από την ετεροχρονισμένη κριτική δημιουργεί σύγχυση και οδηγεί εσκεμμένα ή όχι σε λανθασμένη κατεύθυνση δίνοντας τη δυνατότητα προπαγανδιστικής αξιοποίησης.

Σήμερα, η αυτοπεποίθηση συνοψίζεται στην πίστη στην εκπαίδευση, στα πιστοποιητικά από ξένα ιδιωτικά πανεπιστήμια και γενικά στη διαφορετικότητα που προκύπτει μόνο από τη φοίτηση ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των σπουδών, τις γνώσεις και τον βαθμό της απόκτησής τους. Από όσα ανέφερε ο υπουργός προκύπτει ότι έχει ξεχωριστή ιδέα για τον εαυτό του, η οποία διακατέχει τον ίδιο και τους ομοίους του προσπαθώντας να αναδείξει την ανωτερότητά του επικαλούμενος δημόσια άκοσμους, απρεπείς και υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, χωρίς να τους συνδέει με αυτά που έγιναν τότε. Ίσως, και η μειοψηφία της ομάδας του μέσα στο κόμμα, μετά και από τις νέες προτάσεις για αλλαγή στο καταστατικό του, τον οδήγησαν σε ανεπίτρεπτες προσωπικές προσβολές και στον ηθικό πολιτικό ξεπεσμό. Η «ανασφάλεια» και η «αστική αυτοπεποίθηση» που επικαλείται είναι δικά του χαρακτηριστικά, με τα οποία προσπαθεί να ανεβάσει το κύρος και την προσωπικότητά του.

Οι λόγοι για τους οποίους κάποιοι προτάσσουν την αυτοπεποίθηση ως ιδιαίτερο γνώρισμα, πέρα από την πραγματική της αξία είναι σημαντικοί, αξιοσημείωτοι και κρύβουν πολλών ειδών σκοπιμότητες. Οι ισχυροί στην προσπάθειά τους να αναδείξουν τη διαφορετικότητά τους επικαλούνται και τις δήθεν «εξαιρετικές» γνώσεις που απέκτησαν με πληρωμή, από ξένα ονομαστά πανεπιστήμια. Η ψευδαίσθηση αυτή έχει κυριεύσει τα παντός είδους κολεγιόπαιδα, τα χρησμένα αρχοντόπουλα, τα οποία με περισσή αυταρέσκεια και μπόλικη αυτοϊκανοποίηση κινούνται μέσα στο πλαίσιο της αυτοεξαίρεσης. Το αρνητικό όμως αποτύπωμα για πλείστους εξ’ αυτών γίνεται φανερό, όταν αναλαμβάνουν θέσεις ευθύνης. Όχι μόνο δεν προσφέρουν κάτι διαφορετικό, πρωτοπόρο και νέο, αλλά ο τρόπος λειτουργίας τους και η απόδοσή τους είναι τέτοια, που αμφισβητείται αν έχουν αποφοιτήσει με την αξία τους από κάποιο μορφωτικό ίδρυμα. Η απουσία τους στο εξωτερικό, η αποξένωσή τους από την Ελληνική νοοτροπία και κουλτούρα και η μη συμμετοχή τους στους κοινωνικούς αγώνες, μακριά από δράσεις και διεκδικήσεις, τούς διαμόρφωσαν χωρίς περίσκεψη και προβληματισμό. Η οικονομική ευμάρεια και η αστική αριστοκρατική τους παράδοση, που τους εμφύτευσαν και τα ξένα πανεπιστήμια, δεν τους προσέφεραν τίποτα ουσιαστικό, εκτός από την αύξηση του βαθμού της υπεροψίας και της ουτοπικής τους κυριαρχίας.

Επανέρχεται ένα ζήτημα, που έχει άμεση σχέση με τις θεωρίες του περιβόητου Γεώργιου Γεωργαλά -κυβερνητικού εκπροσώπου της χούντας του ‘67- που έλεγε ότι τα παιδιά πρέπει να ακολουθούν το επάγγελμα του πατέρα τους. Όχι γιατί η δουλειά του εργάτη ή του αγρότη είναι ντροπιαστική, αλλά οι εκφραστές του συστήματος τη θεωρούν μειονέκτημα, αν όχι στίγμα για τις νέες και τους νέους ενοχοποιώντας τους με βάση την καταγωγή τους. Αντίθετα, η εμπειρία έχει δείξει ότι αυτοί που έχουν ως δεύτερη την Ελληνική γλώσσα μειονεκτούν, γιατί δεν αντιλαμβάνονται τα βαθιά νοήματα που περικλείει και εκφράζει και έτσι άλλα καταλαβαίνουν και άλλα λένε. Ο Ερντογάν υστερεί πολιτικά, που δεν έχει φοιτήσει σε ξένο πανεπιστήμιο και δεν ξέρει ξένη γλώσσα;

Όσες/οι νέες και νέοι, με προσπάθειες και αγώνες απέκτησαν μόρφωση και γνώσεις από το καταξιωμένο διεθνώς Ελληνικό πανεπιστήμιο, την κατανόηση της Ελληνικής γλώσσας, τη γνώση της ιστορίας και τα διδάγματα από τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό αποτελούν άξιες και ικανές μονάδες, στις οποίες στηρίχτηκε σε δύσκολες συνθήκες και στηρίζεται το Ελληνικό έθνος. Η πράξη έδειξε ότι η κοινωνική πραγματικότητα δεν αποδέχεται τις υποβολιμαίες θέσεις περί αδυναμίας του δημόσιου εγχώριου σχολείου να ανεβάσει το επίπεδο της προσωπικής πίστης και της ατομικής εμπιστοσύνης. Γιατί, η ταξική καταγωγή, ως κοινωνική προέλευση δεν είναι σημαντικός παράγοντας της επαγγελματικής εξέλιξης και κατά συνέπεια της ταξικής προοπτικής. Οι θεωρητικοί της «αστικής αυτοπεποίθησης» καλό θα είναι να αποβάλουν τις ψεύτικες και υποκριτικές παρεμβάσεις και αναφορές και να καταθέσουν προτάσεις ωφέλιμες για το κοινωνικό σύνολο. Να αφήσουν τις ταξικές διαφορές, να ενημερωθούν και να συνειδητοποιήσουν ότι διαχρονικά την παγκόσμια ιστορία οδήγησαν τα παιδιά των εργατών, των αγροτών και γενικά των «κατώτερων» κοινωνικά τάξεων, γιατί αυτά αγωνίστηκαν πραγματικά μέσα στη ζωή για τη ζωή και δεν πτοήθηκαν από την ταπεινή καταγωγή τους.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις