Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Αν κανείς παρακολουθήσει την πορεία της πολιτικής στην Ελλάδα από τον πόλεμο και μετά, θα διαπιστώσει ότι, κατά κύριο λόγο, τρεις οικογένειες κυβέρνησαν τη χώρα. Αυτό δεν είναι τιμητικό για τους πολίτες και ιδιαίτερα για εκείνους που διαθέτουν πιστοποιημένα προσόντα, για να αναλάβουν κυρίαρχες θέσεις πολιτικής ευθύνης. Η μη συμμετοχή στον χώρο των κυβερνητικών αποφάσεων μείζονος σημασίας, ικανών και καταξιωμένων, με προοδευτικές αντιλήψεις και ιδέες, οι οποίοι με τις θέσεις τους και τα κείμενά τους έχουν ταχθεί υπέρ της κοινωνικής ισότητας, απέναντι στις αδικίες και τις ανισότητες, αφήνουν ελεύθερο το πολιτικό πεδίο σε «μικρούς», σε πολύ μέτριους, με πλεονέκτημα μόνο το «προσόν» της κληρονομιάς, να εκμεταλλεύονται τις πολιτικές συγκυρίες και να καταλαμβάνουν ακόμη και το τιμόνι της χώρας. Προκειμένου να σταθεροποιηθούν, στήνουν το κράτος της ιδιοκτησίας, της αλαζονείας και της υποκρισίας, του αυταρχισμού και του κυνισμού, αφού ως εκπρόσωποι του λαού υπολείπονται της απαιτούμενης στιβαρότητας, υπευθυνότητας και πειστικότητας.

Ο Τζον Κένεθ Γκάλμπεϊθ στο βιβλίο του «Εποχή της αβεβαιότητας» έχει θέσει το ζήτημα του αυτοθαυμασμού λέγοντας ότι: αρκετοί ηγέτες … «θεωρούσαν την πολιτική κάτι σαν οικογενειακό δικαίωμα και παράδοση». Φαίνεται δηλαδή ότι η κληρονομιά δίνει σε κάποιον προσόντα για τη δουλειά, την επιτυχία, ακόμη και την αρχηγεία. Συνεπώς, ούτε η ικανότητα, ούτε η αξιότητα, ούτε η γνωστική επάρκεια αποτελούν προϋποθέσεις. Έτσι η δουλειά είναι απλή. Παραχωρούνται όλα στους ιδιώτες και το κράτος γίνεται αρωγός και προστάτης των ιδιωτών και των ιδιωτικοποιήσεων. Όλα παραδίνονται στο βωμό της ιδιωτικής κερδοσκοπίας ανεξέλεγκτα, με τη σχετική βέβαια εξαργύρωση, με τον παραγόμενο πλούτο να καταλήγει όχι σε αυτούς που τον παρήγαγαν, αλλά στα βαλάντια των λίγων. Τα θέματα που διαδίδονται περί ανταγωνιστικότητας και της βελτίωσης του επενδυτικού κλίματος, της πραγματικής αύξησης των μισθών, της καλυτέρευσης της ζωής των εργαζομένων κ.λπ. δεν είναι τίποτα άλλο, παρά οι παγίδες που κρύβονται πίσω από τις εξαγγελίες και τις καλοστημένες αλλά απραγματοποίητες προτάσεις, πίσω από τους αγοραίους οικονομικούς μηχανισμούς.

Το φαινόμενο της πολιτικής κληρονομικότητας έχει βρει στην Ελλάδα την απόλυτη έκφρασή του. Και αυτό αρχικά γίνεται ανεκτό, μέχρι να αποκαλυφθεί η ανεπάρκεια και η ανικανότητα του αρχηγού, αλλά υπάρχει βάσιμη πιθανότητα η ελλιπής οξυδέρκεια, η αποσπασματική ευστροφία και η δεδομένη κατάθεση να δημιουργήσουν σοβαρά θέματα στην άσκηση της πολιτικής, τα οποία μπορεί να μην γίνονται αντιληπτά από τον ίδιο και πολύ περισσότερο κατανοητά. Το έλλειμμα του θάρρους και της αυτοπεποίθησης, ο κλονισμός και η νοηματική αστάθεια οδηγούν στην οπισθοχώρηση και την εθνική ταπείνωση, οι συνέπειες των οποίων μπορεί να είναι οδυνηρές, μέχρι και τραγικές, χωρίς επιστροφή και πολύ δύσκολα μελλοντικά διαχειρίσιμες.

Όταν η εξουσία είναι δοτή και όχι κατακτημένη στα πεδία των διεκδικήσεων και των συγκρούσεων, δεν μπορεί να είναι ανθεκτική, αμερόληπτη και δίκαιη. Είναι μειονεκτική, εξαρτημένη και υποτελής, γιατί είναι αναγκασμένη να στηρίζεται στις πλάτες των ισχυρών, προφανώς με το αζημίωτο, για να στέκεται και να υπάρχει. Και αυτοί άλλο που δεν θέλουν. Πάντοτε προτιμούν και αναδεικνύουν αδύναμους και υποταγμένους κυβερνήτες προκειμένου να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντά τους. Επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά ότι, η πολιτική δεν εκχωρείται, δεν μεταδίδεται, δεν κληρονομείται, παρά σφυρηλατείται στους λαϊκούς αγώνες για τη στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων, των μη προνομιούχων, τη μείωση των ανισοτήτων και τη σύμπλευση με τους ανθρώπους του μόχθου και της εργασίας. Έτσι λοιπόν, το πώς και γιατί κατάντησε η χώρα με τα ασύγκριτα πλεονεκτήματα ουραγός στην Ευρώπη, που διερωτώνται πολλοί και αντανακλάται καθαρά στις όψεις των εργαζομένων και των συνταξιούχων, δεν είναι κάτι αφηρημένο και απροσδιόριστο. Είναι συγκεκριμένο και μετρήσιμο.

Είναι ανάγκη να αφήσουμε πίσω την κληρονομική νοσηρότητα, η οποία για δεκαετίες οδήγησε την κοινωνία στην υιοθέτηση μιας αφοριστικής ισοπέδωσης, γενικευμένης στατικότητας, ακινησίας και παθητικότητας. Να ξανασυναντήσουμε την αξιοπρέπεια που έχει πληγεί ανεπανόρθωτα, να ξαναβρούμε τις επαφές με την αναζήτηση της αυτογνωσίας και να συναρμολογήσουμε τη διαλυμένη κουλτούρα, προκειμένου να υπάρξουμε ως κοινωνία των πραγματικών ανθρώπων. Ο ακριβός χρόνος που χάνεται στερεί πολύτιμες στιγμές από τη ζωή. Η δυναμική που απορρέει από τη συσσώρευση των προβλημάτων, από την ανισοκατανομή του παραγόμενου πλούτου, από την καθίζηση και την ευτέλεια της κοινωνικής ζωής επιβάλλεται να αναδειχθεί και να εκφραστεί. Οι διεκδικήσεις για έναν καλύτερο κόσμο που είναι εφικτός, πρέπει να συνεχιστούν και να ενταθούν.

Το σπάσιμο του εγωκεντρισμού, το άνοιγμα στην κοινωνία και η στήριξη των εργαζομένων, των απλών ανθρώπων, που είναι οι παραγωγοί αλλά και καταναλωτές, θα απομειώσουν τις εντάσεις και θα αποτελέσουν τη βάση του κοινωνικού συμβιβασμού και της προόδου ολόκληρης της κοινωνίας. Γιατί, η ανθρώπινη ύπαρξη, δεν μπορεί να αποδεχθεί εγωισμούς, αυτοθαυμασμούς και αυτοκρατορισμούς, εξευτελισμούς της προσωπικότητας, ψεύτικες φιλοπατρίες και αγοροπωλησίες εθνικού φρονήματος, πιστοποιητικά εθνικοφροσύνης και αναπόδεικτους δογματισμούς. Ούτε υποκύπτει στις απειλές των εξουσιαστών, στις προειδοποιήσεις και τους εκφοβισμούς, στους ομαδικούς και ατομικούς εξαναγκασμούς.

Οι αβεβαιότητες και οι παλινωδίες, οι υποτιμήσεις και οι αναδιπλώσεις, οι ειρωνείες και οι υπεροψίες, όλες οι μορφές της πολιτικής πανούκλας που κυριάρχησαν, έχουν καταγραφεί στη συνείδηση των πολιτών. Το καθάρισμα θα είναι η τελευταία πράξη του παρόντος και η πρώτη του μέλλοντος.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις