Η Ruth Bader Ginsberg αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις για να γίνει δικηγόρος. Το 1956, ήταν μία από τις μόλις εννέα γυναίκες στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ (από 500 φοιτητές). Σε αυτήν και στις συμμαθήτριές της απαγορεύτηκε ακόμη και να χρησιμοποιούν μία από τις βιβλιοθήκες στην πανεπιστημιούπολη. Αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να ακολουθήσει το όνειρό της, το οποίο την οδήγησε να γίνει η πρώτη Εβραία και η δεύτερη γυναίκα που υπηρέτησε στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ - το ανώτατο δικαστήριο της χώρας.

Η Τζόαν Ρουθ Μπέιντερ γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης , στις 15 Μαρτίου 1933. Πολλά κορίτσια στο σχολείο της ονομάζονταν επίσης Τζόαν, οπότε αποφάσισε να πάρει το μεσαίο της όνομα.

Οι γονείς της Ρουθ δεν πήγαν στο κολέγιο. Όμως ήξεραν ότι η εκπαίδευση ήταν σημαντική και την ενθάρρυναν να μάθει όσο περισσότερα μπορούσε. Σπούδασε διοίκηση ενώ βρισκόταν με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ και στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ δύο χρόνια αφότου παντρεύτηκε τον σύζυγό της, Μάρτιν «Μάρτι» Γκίνσμπεργκ, το 1954. Μετά την αποφοίτησή της, η οικογένεια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και η Γκίνσμπεργκ πήρε μεταγραφή για την Νομική Σχολή Κολούμπια, όπου αποφοίτησε το 1959.

Εκείνη την εποχή, πολλές γυναίκες δεν δούλευαν εκτός σπιτιού και μερικοί άνδρες θεωρούσαν ότι οι γυναίκες δεν ήταν τόσο ικανές όσο οι άνδρες, ώστε να μπορούν εργάζονται και να αμείβονται. Έτσι, παρόλο που η Γκίνσμπεργκ αποφοίτησε από τη νομική σχολή με κορυφαίους βαθμούς, δεν μπορούσε να βρει δουλειά ως δικηγόρος. Αντίθετα, έγινε καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Rutgers στο New Jersey.

Όταν οι μαθητές της, της ζήτησαν να διδάξει στην τάξη, το πώς αντιμετωπίζονταν οι γυναίκες σύμφωνα με το νόμο, η Γκίνσμπεργκ αποκάλυψε κάποιες αθέμιτες πρακτικές για παράδειγμα, σε ορισμένες εργαζόμενες μητέρες δεν παρείχε ασφάλιση υγείας από τις εταιρείες τους, παρόλο που είχαν οι άντρες συνάδελφοί τους. Αυτό βοήθησε να τροφοδοτήσει το ενδιαφέρον της να αγωνιστεί για την ισότητα των γυναικών.

Ενώ δίδασκε στο Rutgers, η Γκίνσμπεργκ ανακάλυψε ότι αμείβονταν λιγότερο από τους άνδρες καθηγητές. Τότε ανακάλυψε ότι και άλλες γυναίκες αμείβονταν λιγότερο! Αυτή και οι συνάδελφοί της ζήτησαν ίσες αμοιβές από το πανεπιστήμιο και το πήραν.

Σύντομα η Γκίνσμπεργκ πάλεψε πολλές υποθέσεις στο δικαστήριο για να βοηθήσει άτομα που υφίσταντο άδικη μεταχείριση λόγω του φύλου τους για παράδειγμα, κέρδισε μια υπόθεση που επέτρεπε σε έγκυες γυναίκες και γυναίκες με παιδιά να υπηρετήσουν στο στρατό. Στη συνέχεια, το 1972, βοήθησε να ξεκινήσει το Πρόγραμμα για τα Δικαιώματα των Γυναικών για την Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών, μια οργάνωση που υποστηρίζει τη δίκαιη μεταχείριση όλων των πολιτών των ΗΠΑ. Μέσω αυτού του έργου, η Γκίνσμπεργκ κέρδισε πέντε από τις έξι υποθέσεις ισότητας των φύλων ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Τώρα οι άνθρωποι σκέφτονταν τη Γκίνσμπεργκ, κάθε φορά που σκέφτονταν την ίση προστασία των γυναικών βάσει του νόμου. Το 1980, ο Πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ την διόρισε στο Εφετείο των ΗΠΑ (το δικαστήριο που εκδικάζει υποθέσεις από κατώτερα δικαστήρια όταν οι άνθρωποι δεν συμφωνούν με την απόφαση). Στη συνέχεια, στις 10 Αυγούστου 1993, ο Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον διόρισε την Γκίνσμπεργκ στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.

Η Γκίνσμπεργκ ήταν μία από τις εννέα δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου και πολλές φορές διαφωνούσε με τις αποφάσεις τους. Έγραφε όμως πολύ δυνατές δηλώσεις όποτε διαφωνούσε, δήλωνε αντίθετη γνώμη και σύντομα κέρδισε το παρατσούκλι «Μεγάλος Διαφωνητής».

Μερικές φορές αυτές οι δηλώσεις οδήγηθηκαν στο Κογκρέσο, για να ψηφιστούν νέοι νόμοι. Το 2007, το Ανώτατο Δικαστήριο άκουσε την υπόθεση από μια γυναίκα ονόματι Lily Ledbetter, η οποία ανακάλυψε ότι πληρωνόταν λιγότερο από τους άνδρες συναδέλφους της. Οι περισσότεροι από τους δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου είπαν ότι περίμενε πάρα πολύ για να έρθει στο δικαστήριο και η Ledbetter έχασε την υπόθεσή της. Όμως, λόγω της αντίθετης γνώμης της Γκίνσμπεργκ, το Κογκρέσο ψήφισε νόμο δύο χρόνια αργότερα, αλλάζοντας αυτά τα χρονικά όρια και ως εκ τούτου παρείχε στις γυναίκες περισσότερη προστασία.

Η Ruth Bader Ginsburg υπηρετούσε καθημερινά στο Ανώτατο Δικαστήριο μέχρι τον θάνατό της, στις 18 Σεπτεμβρίου 2020. Ήταν 87 ετών. Για αρκετές μέρες, οι χώροι του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Ουάσιγκτον, καλύφθηκαν με λουλούδια και μηνύματα από ανθρώπους σε όλη τη χώρα, οι οποίοι θυμούνταν και σέβονταν το πώς πάλευε πάντα για την ισότητα και ότι ποτέ δεν φοβόταν να διαφωνήσει με κανέναν.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις