ΚΟΣΜΟΣ. Το 1982 το Ισραήλ εισέβαλε στο, ταρασσόμενο από εμφύλιο, Λίβανο. Η εισβολή έγινε με άλλοθι την ύπαρξη εκεί των κεντρικών της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), και συνοδεύτηκε από ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου που έχουν διαπράξει οι Ισραηλινοί στην γεμάτη εγκλήματα πολέμου ιστορία τους: την σφαγή στη Σάμπρα και τη Σατίλα.

Οι Ισραηλινοί εισέβαλαν στο Λίβανο την 6η Ιουνίου και προχώρησαν μέχρι τα περίχωρα της Βηρυτού. Πολιόρκησαν την πόλη τρεις μήνες, έχοντας απέναντί τους παλαιστίνιους και λιβανέζους αγωνιστές. Την 11η Αυγούστου, επιτεύχθηκε συμφωνία, με την παρέμβαση των ΗΠΑ, που προέβλεπε την αποχώρηση της PLO από τη Βηρυτό, υπό διεθνή επίβλεψη, με την υπόσχεση, και την εγγύηση των ΗΠΑ και άλλων δυτικών, ότι θα προστατεύονταν οι άμαχοι. Το Ισραήλ δεν είχε πια άλλοθι.

Το άλλοθι των Ισραηλινών εκλείπει. Μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου όλοι οι μαχητές της PLO έχουν αποχωρήσει. Ο ηγέτης της PLO, Γιάσερ Αραφάτ, από την Τύνιδα όπου έχει φτάσει μέσω Αθηνών, δηλώνει στον Τύπο πως «ανησυχεί ιδιαίτερα για τους αμάχους παλαιστινίους που έχουν μείνει στη Βηρυτό». Έχει δίκιο. Την 11η Σεπτεμβρίου αποχωρούν από τη Βηρυτό όλες οι δυτικές δυνάμεις που επέβλεπαν την αποχώρηση, οι «εγγυητές» της συμφωνίας.

Τρεις μέρες μετά, δολοφονείται ο Μπασίρ Τζεμαγιέλ, ηγέτης των φασιστών Φαλλαγιτών (Καταέμπ) του Λιβάνου. Οι Ισραηλινοί βρίσκουν ευκαιρία να εισβάλλουν στη δυτική Βηρυτό «για να επιβάλλουν την τάξη». Περικυκλώνουν τα στρατόπεδα των παλαιστινίων προσφύγων, κλείνουν όλους τους δρόμους και απαγορεύουν την έξοδο οποιουδήποτε πρόσφυγα από τις δομές.

Τα στρατόπεδα των προσφύγων είχαν αποκλειστεί από τις ισραηλινές δυνάμεις. Όμως το απόγευμα της 16ης Σεπτεμβρίου 1982, δεν εμπόδισαν την είσοδο στους Λιβανέζους παραστρατιωτικούς, όπου βομβαρδίζουν την νότια είσοδο της Σατίλας. Οι σύμμαχοι των ισραηλινών, παραστρατιωτικοί υπό τις εντολές του Σααντ Χαντάντ, κι άλλοι ακροδεξιοί, χριστιανοί κυρίως, εισέρχονται στη Βηρυτό υπό την προστασία και επίβλεψη του Ισραηλινού στρατού.

Από τις 17 ως τις 18 Σεπτεμβρίου του 1982, περισσότεροι από 3.500 άμαχοι παλαιστίνιοι και λιβανέζοι σιίτες, βασανίστηκαν, βιάστηκαν και σφαγιάστηκαν στα στρατόπεδα προσφύγων της Σάμπρας και της Σατίλας.

Οι μάχες ήταν άγριες, αλλά αυτό που συνέβη μετά τη διεθνή συμφωνία του Αυγούστου ξεπερνά τα όρια των πολεμικών εχθροπραξιών ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Παραστρατιωτικές οργανώσεις, υπό την ανοχή του ισραηλινού στρατού, επιδόθηκαν σε θηριωδίες κατακρεουργώντας αμάχους στα προσφυγικά στρατόπεδα Παλαιστίνιων και Λιβανέζων στις γειτονιές Σάμπρα και Σατίλα.

Ως φυσικοί αυτουργοί της σφαγής φέρονται οι Λιβανέζοι Χριστιανοί Φαλαγγίτες, αλλά υπήρχαν πολλές καταγγελίες ότι δρούσαν υπό την ανοχή, αν όχι υπό τις οδηγίες του ισραηλινού στρατού κατοχής.

Οι εισβολείς ανάγκασαν τους αμάχους να βγουν από τα σπίτια τους ή εισέβαλλαν σε αυτά και τους έσφαξαν. Το βράδυ οι Ισραηλινοί έριξαν φωτοβολίδες και το έργο των εισβολέων έγινε ευκολότερο.

Η σφαγή, οι βιασμοί και οι επιθέσεις διήρκεσαν δύο 24ωρα

Υπάρχουν δημοσιογραφικές μαρτυρίες και εικόνες από πτώματα γυναικών με σκισμένα ρούχα και ανοιχτά πόδια. Παιδιά με κομμένους λαιμούς. Σειρές νεαρών ανδρών εκτελεσμένων πισώπλατα. Δεκάδες μωρά βρέθηκαν σε κατάσταση σήψης σε σωρούς σκουπιδιών.

Οι μετριοπαθείς εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 800 νεκρούς. Ωστόσο, σε συνδυασμό με τις εξαφανίσεις, τα θύματα από τη σφαγή στη Σάμπρα και τη Σατίλα φτάνουν τις 3,5 χιλιάδες. Υπουργός Άμυνας του Ισραήλ ήταν ο Αριέλ Σαρόν, μετέπειτα πρωθυπουργός, ενώ ηγέτης των Λιβανέζων παραστρατιωτικών ο Ελίε Χομπίκα, μετέπειτα υπουργός.

Βελγικό δικαστήριο είχε αρχίσει έρευνα για εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας σε βάρος του Αριέλ Σαρόν. Τις μηνύσεις είχαν υποβάλλει 23 επιζώντες, που υποστήριζαν ότι ο Σαρόν είχε δώσει εντολή για την επιχείρηση.

Ισραηλινή επιτροπή του είχε επιρρίψει έμμεσα ευθύνες το 1983 για τη σφαγή στο Λίβανο, με συνέπεια να χάσει τον υπουργικό θώκο. Το Σεπτέμβριο του 2001 το βελγικό δικαστήριο σταμάτησε την έρευνα σε βάρος του Αριέλ Σαρόν, αλλά τον Φεβρουάριο του 2003, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο ποινικής δίωξης σε βάρος του.

Στο μεταξύ, τον Ιανουάριο του 2002 δολοφονήθηκε ο Ελίε Χομπέικα και τρεις σωματοφύλακές του, όταν εξερράγη μια βόμβα σε παγιδευμένο αυτοκίνητο έξω από το σπίτι του.

Εναντίον του Λιβανέζου πολέμαρχου δεν είχαν απαγγελθεί κατηγορίες και εκείνος ισχυριζόταν πως η επιδρομή του στους καταυλισμούς των προσφύγων έγινε κατόπιν εντολών, τονίζοντας πως, «δεν είμαι εγκληματίας πολέμου». Ο Χομπέικα είχε δηλώσει πως ήταν έτοιμος να καταθέσει σε ενδεχόμενη δίκη του Σαρόν και σκόπευε να παρουσιάσει στο δικαστήριο «αδιάψευστα στοιχεία» για την ενοχή του.

Ένας Λιβανέζος υπουργός, ο Μαρβάν Χαμαντέ, είχε δηλώσει τότε πως η δολοφονία διεπράχθη από το Ισραήλ. Το Τελ Αβιβ απέρριψε την κατηγορία ως «ένα σκουπίδι, ένα τεράστιο ψέμα». Δίκη δεν έγινε. Ποτέ δεν τιμωρήθηκε κανείς…

Ο Αραφάτ καταφεύγει στην Αθήνα

Πριν από τη σφαγή, τον Αύγουστο, η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης υποδέχθηκε ουσιαστικά την ήττα της με τη διεθνή συμφωνία που προέβλεψε την αποχώρηση των μαχητών της προς διάφορες χώρες και τη μετεγκατάσταση των αρχηγείων της στην Τυνησία. Ο ηγέτης της PLO Γιάσερ Αραφάτ έφυγε στις 30 Αυγούστου με ελληνικά πλοία και αποβιβάστηκε στο Φάληρο, όπου τον υποδέχτηκε ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου.

Στην Ελλάδα επικρατεί αναβρασμός από διαδηλώσεις συμπαράστασης υπέρ των Παλαιστινίων. Ο πολιτικός κόσμος διχάζεται με τη Μελίνα Μερκούρη να δηλώνει πως ορκίζεται να καρφώσει τη σημαία τους στα Ιεροσόλυμα και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να συστήνει ουδετερότητα, διαμηνύοντας ότι, «τα μεγάλα είναι για μεγάλους».

Ανδρέας Παπανδρέου και Γιασέρ Αραφάτ παραχωρούν συνέντευξη στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ η στάση της Ελλάδας αντιμετωπίζεται διεθνώς με σκεπτικισμό με τον σοσιαλιστή πρόεδρο της Ιταλίας Σάντρο Περτίνι, να είναι από τους λίγους που εκφράζουν τη συμπαράστασή του.

Ο Αραφάτ φεύγει για την Τύνιδα και αργότερα, σύμφωνα με πληροφορίες, ζητά να μεταφερθούν Παλαιστίνιοι μαχητές από τη Βηρυτό σε κάποιο ελληνικό νησί, αλλά η Αθήνα ανησυχεί για τις πιθανές αντιδράσεις της Άγκυρας. Στο Λίβανο εγκαταστάθηκε πολυεθνική δύναμη, αλλά το αίτημα του Αραφάτ για ελληνική συμμετοχή δεν έγινε δεκτό από τη Δύση.