ΠΕΡΟΥ. Στην καρδιά των περουβιανών Άνδεων, σε υψόμετρο 5.000 μέτρων, βρίσκεται η Λα Ρινκονάδα. Μια πόλη που θυμίζει εφιάλτη και έχει χαρακτηριστεί «ο Παράδεισος του Διαβόλου». Περίπου 50.000 άνθρωποι ζουν εκεί, σε συνθήκες που συντομεύουν δραματικά το προσδόκιμο ζωής τους, πολλοί δεν ξεπερνούν τα 30 με 35 χρόνια.

Η ζωή κυλά μέσα στο κρύο, τα σκουπίδια και τη βρομιά. Το πόσιμο νερό είναι μολυσμένο από τον υδράργυρο που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του χρυσού, δηλητήριο που καταστρέφει σταδιακά το νευρικό σύστημα προκαλώντας απώλεια μνήμης, παραμορφώσεις, παράλυση και τελικά θάνατο.

Μια κοινωνία στα όρια της κατάρρευσης

Καθώς τα αποθέματα χρυσού εξαντλούνται, οι κάτοικοι παραδέχονται πως «τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά». Οι συνθήκες χειροτερεύουν: εργάτες σκοτώνονται στα ορυχεία, νεαρές γυναίκες καταλήγουν στην πορνεία, ενώ η βία είναι καθημερινό φαινόμενο.

Η αστυνομία και οι αρχές δυσκολεύονται να επιβάλουν τον νόμο, καθώς οι μεταλλωρύχοι συχνά τους απειλούν με τα ίδια τα εκρηκτικά που χρησιμοποιούν για να ανοίξουν τα ορυχεία. Ακόμη και οι γυναίκες συμμετέχουν στις διαμαρτυρίες – συχνά επειδή τις αναγκάζουν οι άνδρες.

Με λιγότερο χρυσό, οι άνδρες πίνουν περισσότερο. «Περνούν πια περισσότερο χρόνο στα μπαρ παρά στη δουλειά», λέει η Έβα Τσούρα, μια από τις γυναίκες που ασχολείται με την επεξεργασία του χρυσού.

Δηλητήριο από το βουνό ως τη λίμνη Τιτικάκα

Για να απομονώσουν τον χρυσό, οι εργάτες χρησιμοποιούν υδράργυρο, τον οποίο ανακατεύουν με νερό που προέρχεται από λιωμένο πάγο του παγετώνα. Το μολυσμένο νερό στη συνέχεια καταλήγει σε ποτάμια και ρυάκια που τροφοδοτούν γεωργικές περιοχές, μολύνοντας καλλιέργειες και ζώα.

Όπως εξηγεί ο εισαγγελέας προστασίας του περιβάλλοντος, Federico Chavarry: «Όλο αυτό το νερό μεταφέρει βαρέα μέταλλα κατευθείαν στη λίμνη Τιτικάκα». Η λίμνη, η μεγαλύτερη της Νότιας Αμερικής, αποτελεί ζωτική πηγή νερού και τροφής για χιλιάδες ανθρώπους.

Η ρύπανση από την εξόρυξη χρυσού, σε συνδυασμό με τα αστικά λύματα και τα απόβλητα άλλων περιοχών, έχει μετατρέψει τη λίμνη σε μια από τις πιο απειλούμενες του κόσμου. Το 2012, η μη κυβερνητική οργάνωση Global Nature Fund την είχε ανακηρύξει ως την πιο απειλούμενη λίμνη της χρονιάς.

Ζωή μέσα στη φτώχεια και τα σκουπίδια

Η Έβα έφτασε στη Λα Ρινκονάδα πριν από 12 χρόνια, αφήνοντας το χωριό της, Τσούπα. Από τα οκτώ παιδιά της, τα πέντε ζουν μαζί της σε ένα μικρό σπίτι από λαμαρίνες. Το μεγαλύτερο παιδί είναι 13 ετών, ενώ το μικρότερο, ο Άλισον, θηλάζει ακόμα και την ακολουθεί όταν πηγαίνει να ψάξει χρυσό.

Η καθημερινή διαδρομή μέχρι τον χώρο εργασίας της διαρκεί μία ώρα. Εκεί, μαζί με άλλες γυναίκες, μασούν φύλλα από το φυτό κόκα, ανάβουν τσιγάρα «ως προσφορά στους αγίους» και πίνουν λίγο γλυκάνισο για τύχη. Οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να μπουν μέσα στα ορυχεία – οι άνδρες πιστεύουν ότι το πνεύμα της «Ωραίας Κοιμωμένης», του παγετώνα που δεσπόζει πάνω από την πόλη, θα θυμώσει αν επιχειρήσουν να της «κλέψουν» τον χρυσό.

Έτσι, σκαρφαλώνουν σε σωρούς από μαύρα μπάζα που έχουν πετάξει οι άνδρες, ψάχνοντας με τα χέρια για μικρά κομμάτια χρυσού. Στην καλύτερη περίπτωση, μια γυναίκα μπορεί να βρει ένα με δύο γραμμάρια την εβδομάδα, αξίας 50 με 100 δολαρίων στη διεθνή αγορά. Αν είναι τυχερή, μπορεί να βρει και 20 γραμμάρια.

Η δουλειά είναι εξαντλητική, τα κέρδη ελάχιστα, αλλά για πολλές γυναίκες είναι ο μόνος τρόπος επιβίωσης. «Είναι λυπηρό να ζεις μέσα στα σκουπίδια και τη βρωμιά, να πλένεσαι με παγωμένο νερό από το βουνό. Αλλά τα παιδιά σου δίνουν τη δύναμη να συνεχίσεις», λέει η Έβα.

Ένας τόπος χωρίς μέλλον

Στη Λα Ρινκονάδα δεν υπάρχει αποκομιδή απορριμμάτων, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λάσπη και σκουπίδια, ενώ η ατμόσφαιρα είναι μολυσμένη. Χιλιάδες άνδρες και γυναίκες ρισκάρουν καθημερινά τη ζωή τους για μερικά ψήγματα χρυσού που καταλήγουν σε κοσμήματα και ηλεκτρονικές συσκευές σε ολόκληρο τον κόσμο.

Παρά τα πλούτη που κρύβει το βουνό, η πόλη παραμένει μια «κόλαση επί γης», ένα μέρος όπου η φτώχεια, η εκμετάλλευση και η μόλυνση καθορίζουν την κάθε μέρα, και το μέλλον φαντάζει σκοτεινό.