ΚΟΣΜΟΣ. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1812, ο Γιάκομπ Γκριμ (Jacob Ludwig Carl Grimm) και ο Βίλχελμ Γκριμ (Wilhelm Carl Grimm) στην ηλικία των 27 και 26 χρονών αντίστοιχα, δημοσιεύουν τον πρώτο τόμο μιας συλλογής, η οποία στην πορεία του χρόνου θα γινόταν η πιο αγαπημένη συλλογή παραμυθιών για μικρούς και μεγάλους. Παραμύθια που έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές παιδιών και έχουν εμπνεύσει ατελείωτες εκδοχές τους σε βιβλία, τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη.

Ο πρώτος αυτός τόμος, υπό το όνομα «Kinder – und Hausmärchen», δηλαδή Παιδικά και Οικογενειακά Παραμύθια, περιείχε 86 ιστορίες και κυκλοφόρησε εν μέσω αντιδράσεων, επειδή τα περισσότερα από αυτά ήταν ακατάλληλα για παιδιά.

Τα παραμύθια που γνωρίζουμε σήμερα, αυτά που συνεχώς ανατυπώνονται, μεταφράζονται σ’ όλες τις γλώσσες και έχουν γίνει διάσημα, δεν είναι εκείνα που δημοσιεύτηκαν το 1812. Τα γνωστά σ’ όλους μας παραμύθια με τη σημερινή τους μορφή δημοσιεύονται στην έκδοση του 1857, η οποία είχε ελάχιστες, ίσως και καμία, ομοιότητες με την αρχική έκδοση του 1812. Μέσα στα 45 χρόνια και τις 6 εκδόσεις που μεσολάβησαν ανάμεσα στην αρχική έκδοση του 1812 και στην τελική του 1857, οι αδερφοί Γκριμ διόρθωσαν και, σε αρκετές περιπτώσεις, ξαναέγραψαν πλήρως τις ιστορίες ώστε να ανταποκρίνονται στις παιδικές ψυχές.

Γιατί, σε αντίθεση με ό,τι γράφεται σήμερα, οι μύθοι του βορρά, δηλαδή η κέλτικη, η γερμανική και η σκανδιναβική παράδοση και μυθολογία, απ’ όπου έλκουν την καταγωγή τους τα περισσότερα γνωστά παραμύθια, ήταν τραχείς, αιματηροί και καθόλου δεν νοιάζονταν για τις σύγχρονες ευαισθησίες της κοινωνίας μας.

Γονείς εγκαταλείπουν τα παιδιά τους στο έλεος του Θεού και των στοιχείων της φύσης χωρίς ίχνος συμπόνιας, άκαρδες μαγείρισσες παρασκευάζουν ακατονόμαστα εδέσματα από μέλη μικρών παιδιών, πανούργοι άρχοντες εκμεταλλεύονται την αφέλεια και την αδυναμία των υπηκόων τους, μητέρες βασανίζουν τις κόρες τους, πατεράδες τις παντρεύονται ή έρχονται σε σεξουαλική επαφή μαζί τους και οι δεισιδαιμονίες κυριαρχούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας.

Τα παραμύθια, τα οποία εμείς σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως παιδικό ανάγνωσμα, απευθυνόταν αρχικά σε ενήλικους. Ακόμη και αν αυτές οι ιστορίες γινόταν ακούσματα για τα παιδιά ή τους εφήβους, είχαν σκοπό να τους προστατέψουν από τους κινδύνους που τους περίμεναν στο «σκοτεινό δάσος» της ενηλικίωσης και να τους βοηθήσουν να μεταβούν στην ωριμότητα και την ολοκλήρωση. Η παιδική λογοτεχνία, με τη σημερινή έννοια, εμφανίστηκε πολύ αργότερα στις κοινωνίες, μαζί σχεδόν με την υποχρεωτική εκπαίδευση των παιδιών και την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού.

Ποιοι ήταν οι αδελφοί Γκριμ

Οι αδελφοί Γιάκομπ και Βίλχελμ Καρλ Γκριμ ήταν δύο ιδιαίτερα δημοφιλείς συλλέκτες παραδοσιακών παραμυθιών. Γεννήθηκαν στις 4 Ιανουαρίου του 1785 και στις 24 Φεβρουαρίου του 1786 αντίστοιχα, στο Χάναου της Γερμανίας. Οι γονείς τους Φίλιπ Βίλχελμ και Δωροθέα είχαν συνολικά εννέα παιδιά, από τα οποία τα τρία απεβίωσαν όταν ήταν ακόμα βρέφη.

Το 1796, όταν ο Γιάκομπ, που ήταν και ο μεγαλύτερος εν ζωή γιος, ήταν ένδεκα ετών, ο πατέρας τους πέθανε από πνευμονία, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη φτώχεια στην οικογένεια, δυσκόλεψε τη ζωή τους και τους επηρέασε ανεπανόρθωτα. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια τα αδέρφια, αν και διαφορετικοί χαρακτήρες (ο Γιάκομπ ήταν εσωστρεφής χαρακτήρας, σε αντίθεση με τον κοινωνικό Βίλχελμ) ανέπτυξαν έναν έντονο μεταξύ τους δεσμό και συνδέθηκαν ιδιαίτερα αντιμετωπίζοντας από κοινού τις δυσκολίες της ορφάνιας τους.

Ο Γιάκομπ Γκριν εν ώρα διδασκαλίας 1830

Οι Γκριμ τελείωσαν το Γυμνάσιο στο Κάσσελ και μετά σπούδασαν νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, όπου βίωσαν έντονα τον ρατσισμό λόγω της κατώτερης κοινωνικής τους τάξης. Αφού εργάστηκαν ένα διάστημα ως βιβλιοθηκάριοι στο Κάσσελ προσελήφθησαν ως καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, ο Γιάκομπ το 1830 και ο αδελφός του πέντε χρόνια αργότερα. Όμως, το 1837 απολύθηκαν επειδή διαμαρτυρήθηκαν μαζί με άλλους πέντε συναδέλφους τους κατά του βασιλιά Ερνέστου Αυγούστου Α’, για την απόφασή του να καταργήσει το φιλελεύθερο σύνταγμα του βασιλείου του Ανόβερου. Η ομάδα των επτά, αυτών διαδηλωτών έγινε γνωστή ως «οι επτά του Γκέτινγκεν» (Göttinger Sieben).

Οι σπουδές τους είχαν ως αποτέλεσμα να αναπτυχθεί η αφοσίωση τους στη συλλογή γερμανικών λαϊκών παραμυθιών. Η άνοδος του ρομαντισμού, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, αναβίωσε το ενδιαφέρον τους για τις παραδοσιακές λαϊκές ιστορίες, οι οποίες αντιπροσώπευαν για τους Γκριμ μια καθαρή μορφή εθνικής λογοτεχνίας και πολιτισμού. Με στόχο την ακαδημαϊκή τους έρευνα για τα λαϊκά παραμύθια καθιέρωσαν μια μεθοδολογία συλλογής και καταγραφής λαϊκών ιστοριών που αποτέλεσε τη βάση για τις μετέπειτα λαογραφικές μελέτες. Όπως αναφέρει ο Βίλχελμ στην αυτοβιογραφία του «η αγάπη με την οποία μελετήσαμε την παλιά γερμανική μας βοήθησε να ξεπεράσουμε την πνευματική κατάθλιψη εκείνων των ημερών».

Οι Γκριμ ήταν συγγραφείς και συλλέκτες παραδοσιακών παραμυθιών, στα οποία ο Βίλχελμ Καρλ Γκριμ έδωσε λογοτεχνική μορφή και τα προσάρμοσε για παιδιά. Άρχισαν να συλλέγουν παραμύθια γύρω στο 1807, μια περίοδο που υπήρχε έντονο ενδιαφέρον για παρόμοια έργα, καθώς μεταξύ του 1805 και του 1809 οι Λούντβιχ Άχιμ φον Άρνιμ και Κλέμενς Μπρεντάνο είχαν κυκλοφορήσει μία συλλογή με παραδοσιακά ποιήματα και λαϊκά γερμανικά τραγούδια με τίτλο «Des Knaben Wunderhorn» (Το μαγικό κέρας του παιδιού), ενώ περίπου έναν αιώνα νωρίτερα ο Γάλλος Σαρλ Περώ είχε εκδώσει και αυτός τη δική του συλλογή με παραμύθια.

Τα χρόνια εκείνα ήταν ιδιαίτερα δύσκολα για την οικογένεια Γκριμ. Όπως γράφει σε μια επιστολή που έστειλε στη θεία του ο Βίλχελμ: «Πέντε άνθρωποι τρώμε τρεις μερίδες φαγητό μια φορά την ημέρα». Για ένα διάστημα μάλιστα ο Γιάκομπ αναγκάζεται να μεταβεί στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως βοηθός έρευνας του νομικού και ιστορικού Φον Σαβινί για να μπορεί να συντηρεί όλη την οικογένεια. Επιστρέφοντας από το Παρίσι το 1806, ο Κλέμενς Μπρεντάνο (Γερμανός λογοτέχνης, ιταλικής καταγωγής) ζήτησε τη βοήθεια των αδελφών για να προσθέσει στη συλλογή του λαϊκές ιστορίες, οπότε οι Γκριμ άρχισαν να συγκεντρώνουν παραμύθια με οργανωμένο τρόπο.

Το εξώφυλλο του «Kinder – und Hausmärchen»

Μέχρι το 1810, είχαν δημιουργήσει μια πλούσια χειρόγραφη συλλογή παραμυθιών, η οποία αποκτήθηκε έπειτα από πρόσκληση αφηγητών στο σπίτι τους και καταγραφή όσων άκουσαν. Κατόπιν αιτήματος του Μπρεντάνο, έγραψαν και έστειλαν αντίγραφα 53 ιστοριών για να συμπεριληφθούν στον τρίτο τόμο της έκδοσης «Des Knaben Wunderhorn» (Το μαγικό κέρας του παιδιού). Ο Μπρεντάνο είτε τις αγνόησε είτε ξεχάστηκε, αφήνοντας τα αντίγραφα σε μια εκκλησία στην Αλσατία, όπου βρέθηκαν το 1920 και έγιναν γνωστά ως χειρόγραφο Ölenberg. Πρόκειται για την παλαιότερη εκδοχή της συλλογής των αδερφών Γκριμ. Το συγκεκριμένο χειρόγραφο εκδόθηκε το 1927 και στη συνέχεια το 1975.

Oι Γκριμ εξέδωσαν τελικά οι ίδιοι τον πρώτο τόμο παραμυθιών το 1812 υπό το όνομα «Kinder – und Hausmärchen» (Παιδικά και Οικογενειακά Παραμύθια), ο οποίος περιείχε 86 ιστορίες. Ακολούθησαν άλλες 70 ιστορίες σε ένα δεύτερο τόμο, που εκδόθηκε το 1814. Αυτή η έκδοση ήταν εικονογραφημένη από τον Λούντβιχ Έμιλ Γκριμ, τον τρίτο αδερφό της οικογένειας, ο οποίος ήταν ζωγράφος και χαράκτης. Διετέλεσε μάλιστα και καθηγητής της ακαδημίας ζωγραφικής του Κάσσελ και φιλοτέχνησε πολλούς πίνακες με θρησκευτικά θέματα και προσωπογραφίες, που ακόμα και σήμερα παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον.

Ο Γιάκομπ ως φιλόλογος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μεσαιωνική λογοτεχνία και γλωσσολογία. Συνέταξε τη Γερμανική Γραμματική, ενώ διατύπωσε και μία γενική αρχή, γνωστή ως Νόμος του Γκριμ, που περιγράφει τη σχέση μεταξύ των διαφόρων γλωσσών. Ο Βίλχελμ ασχολήθηκε περισσότερο με τη λογοτεχνική κριτική. Το 1829 ο Γιάκομπ εξέδωσε άλλο ένα σημαντικό πόνημά του, τις Γερμανικές Μυθολογίες, με όλες τις δοξασίες της προχριστιανικής Γερμανίας.

Το 1840 ο βασιλιάς Φρειδερίκος Ουίλιαμ IV της Πρωσίας τούς κάλεσε στο Βερολίνο, όπου έγιναν μέλη της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών. Ξεκίνησαν να εργάζονται για τη δημιουργία ενός τεράστιου ιστορικού λεξικού, το οποίο άφησαν ημιτελές, καθώς ο Βίλχεμ πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου του 1859 και ο Γιάκομπ στις 20 Σεπτεμβρίου του 1863. Το έργο τους ολοκληρώθηκε από μεταγενέστερους ερευνητές, πολλά χρόνια αργότερα.