Σταύρος Ξαρχάκος: Ο θρυλικός Έλληνας συνθέτης και το μεγαλειώδες έργο του
H ζωή και το έργο ενός σπουδαίου συνθέτη. Έχει γράψει τραγούδια για περισσότερους από 42 δίσκους, μουσική για 21 ταινίες και 15 τηλεοπτικές παραγωγές, μουσική για αρχαία τραγωδία, δράματα και διεθνή μπαλέτα.
ΕΛΛΑΔΑ. Ο Σταύρος Ξαρχάκος γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1939, στο κέντρο της Αθήνας, όπου κατοικεί μέχρι και σήμερα. Κατάγεται από τη Λακωνική Μάνη. Μεγαλώνοντας σε μία γειτονιά της πρωτεύουσας, όπου άνθιζαν οι τέχνες, ήλθε σε επαφή με το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και με το ευρωπαϊκό, που ακουγόταν στο ραδιόφωνο, ενώ επηρεάστηκε έντονα από την εκκλησιαστική μουσική. Μουσικά ερεθίσματα έλαβε και από τη γιαγιά του, που έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε μαζί άριες από όπερες και καντάδες. Από μικρή ηλικία επέδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική και παρακολούθησε μαθήματα βιολοντσέλου και πιάνου.
Στις αρχικές σκέψεις του ήταν να ασχοληθεί με την κλασσική μουσική, ωστόσο από πολύ νέος έγραψε μουσική και τραγούδια για το θέατρο και τον κινηματογράφο, γνωρίζοντας πολύ γρήγορα την επιτυχία και καταξίωση από τις αρχές της δεκαετίας του 60.
«Ήμουν αλητάμπουρας, ο πιο άτακτος μαθητής. Στο Γυμνάσιο έπαιρνα συνέχεια αποβολές. Με είχε σώσει όμως ότι επειδή τραγουδούσα πάρα πολύ ωραία και έπαιζα και κιθάρα με είχαν ανάγκη οι καθηγητές κάθε 28η Οκτωβρίου και 25η Μαρτίου και βέβαια στο τέλος της χρονιάς. Είχα βρει και είχα δημιουργήσει με δυο- τρία άλλα παιδιά ένα συγκρότημα, οπότε έτσι γλίτωνα πάρα πολλά πράγματα… Τότε τα σχολεία διαχωρίζονταν σε κλασικό και πρακτικό. Πήγαινα σε κλασικό, γιατί δεν τα πήγαινα καθόλου καλά με τα Μαθηματικά, τη Χημεία και τη Φυσική, καθόλου καλά. Σε αντίθεση, τα πήγαινα καλά με την Ιστορία, τα Θρησκευτικά, τα Αρχαία Ελληνικά, αλλά η διαγωγή ήταν κοσμία», είχε πει σε μια σπάνια συνέντευξη που είχε δώσει στους μαθητές της σχολικής εφημερίδας «Το Κουνούπι» του 1ου Δημοτικού Σχολείου Νέου Ψυχικού.
Το 1958 εισήχθη στο Ωδείο Αθηνών, στο οποίο πραγματοποίησε τις πρώτες του σπουδές στην μουσική. Το 1968, ενώ βρισκόταν σε μία ιδιαίτερα παραγωγική στιγμή της καριέρας του, επιδιώκοντας να εξελίξει τη μουσική του και να διευρύνει τις γνώσεις του, αποφάσισε να σπουδάσει μουσική και σύνθεση στο Παρίσι, ως μαθητής της κορυφαίας Γαλλίδας μουσικολόγου και παιδαγωγού Nadia Boulanger, έως και το 1973.
Το 1978, επιθυμώντας να μελετήσει την τεχνική της κλασικής μουσικής και να εντρυφήσει στην αρμονία, τη σύνθεση και τη διεύθυνση ορχήστρας, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στη Σχολή Juilliard, στη Νέα Υόρκη, ύστερα από παρότρυνση του Leonard Bernstein, με τον οποίο αλληλογραφούσε, αφότου τον έφερε σε επαφή μαζί του ο Kimon Friar, διεθνούς φήμης ακαδημαϊκός και μεταφραστής του έργου του Νίκου Καζαντζάκη. Στη σχολή Juliard μαθήτευσε δίπλα στο συνθέτη David Diamond, για τρία χρόνια. Δίπλα στον Bernstein διδάχθηκε ανάλυση παρτιτούρας, για δύο χρόνια και διηύθυνε πολλά κονσέρτα. Ενδεικτικά αναφέρεται η συναυλία που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη, στην οποία διηύθυνε τη Συμφωνική Ορχήστρα της πόλης.
Από τη μουσική και τα τραγούδια που έγραψε για θεατρικά έργα «Το Πάρτυ» (1961) και «Τα κόκκινα φανάρια» (1961), καθώς και για τις ταινίες «Ταξίδι» (1962) «Κόκκινα φανάρια» (1963), «Τρίτος δρόμος» (1963), «Λόλα» (1964), προέκυψαν οι πρώτες του μεγάλες επιτυχίες: «Άπονη ζωή», «Φτωχολογιά», «Τα δάκρυά μου είναι καυτά», «Όνειρο δεμένο» και «Χάθηκε το φεγγάρι».
Επιτυχίες της ίδιας δεκαετίας είναι τα τραγούδια «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή», «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι» (μουσική για την σπονδυλωτή ταινία «Τετράγωνο», βασισμένη σε διηγήματα του Αντώνη Σαμαράκη), «Τα τρένα που φύγαν», «Τι έχει και κλαίει το παιδί», «Υπομονή», «Μάτια βουρκωμένα», «Άσπρη μέρα», «Στου Όθωνα τα χρόνια», πολλά από τα οποία ξεκίνησαν από το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Την περίοδο αυτή συνεργάστηκε στενά με τον δημοσιογράφο Λευτέρη Παπαδόπουλο, που έκανε τα πρώτα του βήματα στην στιχουργική. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και η Βίκυ Μοσχολιού ήταν από τους ερμηνευτές που ανέδειξαν με τις σπουδαίες φωνές του τις συνθέσεις του.
O Γκάτσος, ο Θεοδωράκης, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος
Από το 1965 κι έπειτα ο Ξαρχάκος, θα συνεργαστεί με τον Νίκο Γκάτσο. Μια συνεργασία που είχε σαν αποτέλεσμα την ύπαρξη μεγάλων και διαχρονικών επιτυχιών, όπως η «Άσπρη Μέρα», τα «Μάτια Βουρκωμένα» ξανά σε ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση, «Στου Όθωνα τα χρόνια», «Με τι καρδιά τον κόσμο ν΄αρνηθώ» σε ερμηνεία του Σταμάτη Κόκοτα και πολλά άλλα.
Η συνεργασία τους συνεχίστηκε και την δεκαετία του ΄70, αλλά και στην μεταπολίτευση και με άλλα τραγούδια. Μερικά εξ αυτών ερμήνευσε και ο Νίκος Ξυλούρης. «Ήτανε μια φορά», «Γεια σου χαρά σου Βενετιά», «Έβαλε ο Θεός σημάδι», «Παραμύθι παραμύθι» αποτελούν ορισμένα από αυτά. Ο Σταύρος Ξαρχάκος είχε αρχίσει από τα τέλη της δεκαετίας του ΄60 να γράφει κλασική μουσική, ενώ μεταξύ άλλων στα έργα του περιλαμβάνονται σουίτες μπαλέτου, κονσέρτα αλλά και συμφωνικά έργα.
Ένας από τους πιο σπουδαίους του δίσκους θεωρείται το «Ρεμπέτικο», που ήταν και μουσική, για την ομότιτλη ταινία σκηνοθέτης της οποίας ήταν ο Κώστας Φέρρης. Παράλληλα ο ίδιος είναι και ενορχηστρωτής, με την πιο πρόσφατη δουλειά του να είναι ο δίσκος «Ερημιά» του Μίκη Θεοδωράκη και του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Μουσική στο θέατρο και τη μεγάλη οθόνη
Σημαντικός ο ρόλος του στη σύνθεση μουσικής για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Χαρακτηριστικές δουλειές του αυτών των χρόνων οι δίσκοι: «Χρώματα», «6+6», «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» σε στίχους Λόρκα, «Διόνυσε καλοκαίρι μας», «Νυν και αεί», και «Συμφωνία της Γιάλτας».
Την ίδια περίοδο συνέθεσε την μουσική της θρυλικής παράστασης των Καζάκου/Καρέζη «Το μεγάλο μας τσίρκο» (1973) στα χρόνια της χούντας, μουσική για τα θεατρικά έργα «Πειρασμός», «Κόκκκινα τριαντάφυλλα για μένα» και «Κομέντια», καθώς και για τις ταινίες «Κορίτσια στον ήλιο» (1968) του Βασίλη Γεωργιάδη και «Γυμνοί στο δρόμο» (1969) του Γιάννη Δαλιανίδη.
Έχει βραβευτεί πολλές φορές σε κινηματογραφικά και μουσικά φεστιβάλ, όπως το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το Μάιο του 1994 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Adelphi της Νέας Υόρκης. Στις αρχές του 1995 ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της «Κρατικής Ορχήστρας Ελληνικής Μουσικής» (KOEM). Τον Δεκέμβριο του 2019 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών.
Διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων και αντιδήμαρχος Πολιτιστικών Θεμάτων. Επίσης, διετέλεσε βουλευτής Α' Αθηνών από το 1989 έως το 1990[4] όπου παραιτήθηκε για λόγους αρχής και ευρωβουλευτής από το 2000 έως το 2004.
Έχει παντρευτεί δυο φορές: την πρώτη με τη ζωγράφο Μαργαρίτα Μπακοπούλου ενώ το 1970 απέκτησε το πρώτο του παιδί από την εκτός γάμου σχέση του, με την Καρλότα Ξανθοπούλου. Ο δεύτερος γάμος του έγινε το 2005 με κυρία αγνώστων στοιχείων και από το 2015 είναι νυμφευμένος με την τραγουδίστρια Ηρώ Σαΐα. Την 1η Νοεμβρίου 2016 έγινε ξανά πατέρας καθώς η σύζυγός του έφερε στον κόσμο δίδυμα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
Η ενασχόληση με την πολιτική, η παραίτηση και η επιστροφή
Παράλληλα με τα καλλιτεχνικά η πολιτική πάντα τον γοήτευτε. Το 1986 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων με την παράταξη του Μιλτιάδη Έβερτ και ανέλαβε αντιδήμαρχος Πολιτισμού. Τον Ιούνιο του 1989, πέρασε στην κεντρική πολιτική σκηνή και εξελέγη βουλευτής της Α’ Αθηνών με την Νέα Δημοκρατία. Επανεξελέγη στις εκλογές του Νοεμβρίου του ιδίου χρόνου, αλλά αιφνιδιαστικά στις 12 Ιανουαρίου 1990 υπέβαλε την παραίτησή του. Δηλώνοντας ότι «δεν μπορεί να εξυπηρετήσει συμφέροντα και να υπηρετήσει το δημόσιο αγαθό.»
Στις αρχές του 1995 ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της νεοσύστατης Κρατικής Ορχήστρας Ελληνικής Μουσικής (KOEM), της μοναδικής ορχήστρας της Ελλάδας με αποκλειστικά ελληνικό ρεπερτόριο από όλο το φάσμα της μουσικής. Το 2000, επανασυνδέθηκε με την πολιτική και την Νέα Δημοκρατία και εξελέγη ευρωβουλευτής. Το 2014 ήταν υποψήφιος και πάλι με την Νέα Δημοκρατία για την Ευρωβουλή, αλλά δεν εξελέγη.