Γράφει η Αναστασία Κανελλοπούλου

Όταν ο επί δεκαέξι χρόνια Δήμαρχος της Σπάρτης σου αφήνει με την πένα του μια μικρή τρυπούλα για να διεισδύσεις στην ψυχή του, θα περίμενες να βρεις αναμνήσεις και νοσταλγία των έντονων στιγμών της πολιτικής του καριέρας, ανεκπλήρωτες πολιτικές φιλοδοξίες, αισθήματα από την πολιτική δραστηριότητα.

Όμως ο Δημοσθένης με μια ακόμα συλλογή διηγημάτων που αναφέρονται σε πολύ πιο προσωπικές στιγμές, αφήνει ελεύθερα τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις του από τα μαθητικά και τα εφηβικά χρόνια, αναμνήσεις γεμάτες νοσταλγίες από τους πρώτους έρωτες, τις πρώτες επαναστατικές αποφάσεις, τις πρώτες ερωτικές εμπειρίες. Αναμνήσεις που μας ξανασυστήνουν τον Δημοσθένη, αυτή την φορά έναν άνθρωπο πολύ ευαίσθητο, με τις αδυναμίες εκείνης της ηλικίας, με επιθυμίες, με βιώματα από το οικογενειακό του περιβάλλον, αλλά και με αφοπλιστικά ρεαλιστική απεικόνιση της σημερινής διάθεσης και στάσης ζωής του ιδίου, ως αφηγητή.

Μια συλλογή γεμάτη Σπάρτη, γεμάτη αναφορές σε τοποθεσίες που στην ροή της ανάγνωσης, ανακαλούν στην μνήμη μας στιγμές από την δική μας ζωή, από το διάχυτο συναίσθημα που πλημμύριζε τις καμάρες και τις πλάκες της «παραλίας» στην βραδινή βόλτα τα ανοιξιάτικα βραδάκια, μας θυμίζουν τα φλογερά βλέμματα, και τους ανεκμυστήρευτους έρωτες, τα χτυποκάρδια που ξεχείλιζαν τα κάγκελα του Αρρένων και του Θηλέων, τα σινεάκ στο Φλοράλ και στο Αττικόν, που μύριζαν φρεσκοψημμένο φιστίκι και πασατέμπο από την Παναγιώτα, τα νεανικά μας πάρτι, τις παρανομίες μας, αλλά και την καταπίεσή μας.

Μέσα από την «Υβόν» ο Δημοσθένης μας θυμίζει ότι είμαστε μια οικογένεια που ζήσαμε όμορφα, με δυνατά αισθήματα, που βιώσαμε την νιότη μας με περιορισμούς και με μάγουλα που κοκκίνιζαν, με συστολή και σεβασμό, με αρχές και αξίες, με κίνητρα και φιλοδοξίες.

Μας προβάλει παράλληλα και μια άλλη Σπάρτη, πολύ πιο διαφορετική από την σημερινή, με κοινωνικές διαφοροποιήσεις πιο έντονες, αλλά με ανθρώπους μερακλήδες, με κανταδόρους, με ροκάδες, με κοινωνικές σχέσεις αξεπέραστες. Μια Σπάρτη όπου το αίσθημα της οικειότητας ήταν διάχυτο σε όλες τις γειτονιές της. Μας οδηγεί με τις αφηγήσεις του σε μια διαδρομή που μας θυμίζει τα αγαπημένα καταφύγια της τότε νεολαίας, όπου κρυβόμασταν στις κοπάνες μας.

Και δεν είναι μόνον μια γλυκιά περιήγηση γεμάτη συναίσθημα και αναμνήσεις η αφήγησή του. Είναι και μια ιστορική αναδρομή στον τόπο, στους ανθρώπους, στα σπίτια, στα σχολειά μας, στις γειτονιές, στην πλατεία, στις καμάρες, στον Μυστρά ….

Και τι δεν θα ‘δινα να μάθαινα ποια ήταν η Σπαρτιατοπούλα που βασάνισε τόσο την εφηβική του ψυχή!