ΝΑΥΠΛΙΟ. Είχαν κατηγορηθεί ότι συνωμοτούσαν κατά της αντιβασιλείας. Υπέρ της απαλλαγής τους ψηφίζουν οι δικαστές Γεώργιος Τερτσέτης και Αναστάσιος Πολυζωίδης. Η ποινή τους θα μετατραπεί σε κάθειρξη και θα απελευθερωθούν μόλις ενηλικιωθεί ο Όθων, το Μάιος του 1835.


Στις 25 Μαΐου 1834
, στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου, στο πέρας μιας διαδικασίας που προσέβαλε βάναυσα το Γένος των Ελλήνων, ήχησαν τα ακόλουθα λόγια: «Ο Δημήτριος Πλαπούτας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας». Το κράτος των Βαυαρών, σφηνωμένο σαν καρφί στο έδαφός μας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ήθελε να θανατώσει δυο Ελληνες, μπροστάρηδες του πιο ιερού αγώνα, ως «συνωμότες» εναντίον της αντιβασιλείας, η οποία «ζέσταινε» τον θρόνο του ανήλικου Όθωνα.


Οι Γερμανοί ήθελαν να αφαιρέσουν το δικαίωμα στη ζωή
από εκείνους που μας ανέστησαν. Έπλητταν έτσι το βασανισμένο σώμα του έθνους μας, που μόλις είχε αποδράσει από τον οθωμανικό τάφο. Δυο δικαστές που σήκωσαν την τιμή της Ελλάδας στους ώμους τους, ο Γεώργιος Τερτσέτης και ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, μειοψήφησαν και έκαναν το παν για να μην καταδικαστούν οι ήρωες του Αγώνα.


Και οι 115 μάρτυρες υπερασπίσεως πάλεψαν, με όποιον τρόπο μπόρεσαν, για να απονεμηθεί το δίκαιο στους νόμιμους δικαιούχους, τους Έλληνες, ενώ οι ξένοι και οι 44 μάρτυρες κατηγορίας αποπειράθηκαν να χύσουν ξανά το αίμα των αθώων στη γη μας.

Ο Κολοκοτρώνης, ακολουθώντας πιστά το πνεύμα του Σωκράτη, όταν άκουσε έναν οπαδό του που του είπε, «άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ», απάντησε: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια». Δηλαδή, καλύτερα να αδικείσαι παρά να αδικείς.

  • Η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα χάραξε το δρόμο για όσα ακολούθησαν στη συνέχεια σε μια Ελλάδα η οποία για να σταθεί στα πόδια της έπρεπε να δηλώνει υποταγή, να καλεί σε βοήθεια τις σύγχρονες μεγάλες δυνάμεις και να ευχαριστεί δημοσίως τα αφεντικά της μέσα από το Κοινοβούλιο.

    {Την περίοδο της Αντιβασιλείας καταδιώχθηκαν ως ρωσόφιλοι και κατηγορήθηκαν για απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος και εσχάτη προδοσία.}

  • Συνελήφθησαν το 1833 και δικάσθηκαν από Στρατοδικείο στο Ναύπλιο («Δίκη Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα»).

  • Καταδικάσθηκαν σε θάνατο τον Μάιο του 1834, παρά την αντίδραση των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη.

  • Προ της ογκούμενης λαϊκής οργής, η ποινή τους μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη, ενώ μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, το 1835, αμφότεροι αμνηστεύτηκαν.

  • Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενοχοποίηση του Κολοκοτρώνη διαδραμάτισε η αγγλική πρεσβεία.

  • «Στο δικαστήριον επαρρησιάσθησαν μερικοί άτιμοι μικροί άνθρωποι, ψευδομάρτυρες και έλεγαν πως είδαν αναφορές και άλλα ψέματα.-Ηλθαν απ’ όλα τα μέρη τίμιοι άνθρωποι νοικοκυραίοι, είπαν πως όλα αυτά είναι ψέματα.

  • Μας κατέβασαν, μας εδιάβασαν την απόφασιν.-Είδα τόσες φορές το θάνατο, και δεν εφοβήθηκα ούτε τότε.-Καλλίτερα είναι όπου σκοτωνόμουν άδικα παρά δίκαια. (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μετά την ανακοίνωση της απόφασης).

  • Τον Μάϊο του 1834 η Ελλάδα μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια και τη δήθεν προστασία των μεγάλων δυνάμεων, αντιμετώπιζε καινούργια προβλήματα.Η βαβαροκρατία και τα νέα πολιτικά ήθη και έθιμα της εποχής (που δυστυχώς για την Ελλάδα ζουν και βασιλεύουν μέχρι σήμερα),αποφάσισαν να διαπράξουν «από κοινού» ένα από τα πιο ασύλληπτα εγκλήματα κατά αγωνιστών της Επανάστασης του 1821.

  • Έπρεπε πάση θυσία να εξοντωθούν δύο από τους μεγαλύτερους ήρωες της Επανάστασης.Οι στρατηγοί Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Δημήτριος Πλαπούτας.

  • Ο μεν πρώτος συνελήφθη στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 και κλείστηκε στο Ιτς-Καλέκαι ο δεύτερος τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό.

  • Οι δύο τους είχαν συλληφθεί τον Σεπτέμβριο του 1833 μαζί με αρκετούςάλλους αγωνιστές επειδή 12 χρόνια μετά την Επανάσταση οργάνωσαν«συνομωσία επί σκοπώ να ταράξη την κοινήν ησυχία και να προσβάλλητην εσωτερικήν ασφάλειαν του κράτους και εις την εθνικήν ανεξαρτησία {…}Δεν άφησαν ουδεμίαν μυστικήν μηχανορραφίαν, ουδεμίαν ραδιουργίαν.Προσέφυγον εις την πειθώ, εις τας υποσχέσεις, εις ψεύδος για να κατορθώσουν τους προδοτικούς σκοπούς των, να παροξύνουν τους υπηκόους της Αυτού μεγαλειότητος και της υπέρτατης εξουσίας και επιφέρουν εμφύλιο πόλεμο, και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα του έθνους».



    Η Απολογία του Κολοκοτρώνη στην Δίκη


    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Μετά από μικρή παύση) -Να αποχωρήσει της αιθούσης ο Δημήτριος Πλαπούτας για να απολογηθεί ο έτερος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

    Δύο χωροφύλακες οδηγούν έξω τον Πλαπούτα, ενώ ο Κολοκοτρώνης σηκώνεται από τον πάγκο του και προχωρεί αγέρωχα προς τους δικαστές του. Τα βλέμματα όλων καρφώνονται πάνω του. Μπροστά τους, στέκεται ορθό ολόκληρο το Εικοσιένα.

    Φέρνουν το Ευαγγέλιο. Ο Πρόεδρος σηκώνεται, τον μιμούνται όλοι. Ο Κολοκοτρώνης απλώνει το χέρι του.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ.

    -Ορκίζομαι (Κάθονται όλοι στις θέσεις τους).

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι;

    Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από πού κατάγεσαι;

    -Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι;

    -Εξήντα τέσσερων.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα κάνεις;

    Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι απολογείσαι για την κατηγορία που σου αποδίδεται;

    -Τον απερασμένο Ιούλη διάηκα στην Τριπολιτσά για να στεφανώσω εν’ αντρόγενο. Από κεί τράβηξα, μαζί με τη νύφη μου, για το μοναστήρι της Άγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιάς ήρθε κι ο Ρώμας στην Καρύταινα όπου καθίσαμε κάνα δυο μέρες. Έπειτα ο Ρώμας έφυγε κι εγώ γύρισα στην Τριπολιτσά στις 18 τ’ Αυγούστου.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είχες προηγουμένως άλλες συναντήσεις με το Ρώμα;

    -Δεν είχα πριν καμία συνάντηση μαζί του. Τον αντάμωσα για πρώτη φορά στην Τριπολιτσά. Μακριές ομιλίες δεν είχαμε. Τρώγαμε όμως μαζί.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι λέγατε;

    -Τα συνηθισμένα όπου λένε οι άνθρωποι όταν τρώνε αντάμα ψωμί.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είχες την περιέργεια να ρωτήσεις τον Ρώμα για τα όσα διέδιδε περί Αντιβασιλείας;

    -Καμία περιέργεια δεν έβαλα στο νου μου.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον άλλον καιρό τι έκανες στην Τριπολιτσά;

    -Πάγαινα στο παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες και τους μίλαγα επειδής ήτανε ερεθισμένοι από κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους έλεγα: «Βρε τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιάς και τι πλερώνετε τώρα; Δεν πλερώνετε τώρα λιγότερα απ’ τον καιρό της τουρκιάς;». Και τους τ’ απόδειχνα με παραδείγματα.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;

    -Ναι, τον γνωρίζω. Ήρθε μάλιστα στην Τριπολιτσά για να δη το Ρώμα. Σα μπατζανάκης του που είναι.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι παράγγειλες μ’ αυτόν στο γιο σου το Γενναίο στ΄ Ανάπλι;

    -Τίποτα. Ούτε είχα και τίποτα να του παραγγείλω.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιοι άλλοι ήταν τότε στην Τριπολιτσά;

    -Ο Νικηταράς και Πλαπούτας που είχανε έρθει απ’ τα χωριά τους.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άκουσες περί μιας αναφοράς εναντίον της Αντιβασιλείας και των Βαυαρών;

    -Δεν άκουσα τίποτα ούτε και μου μίλησε ποτέ κανείς για καμία τέτοια ανα-φορά.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν άκουσες τίποτα;

    -Όχι.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά και Καπογιάννη;

    -Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μπαλκανάς ήτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δυο φορές μου ‘φυγε απ’ τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δεν τον γνωρίζω.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρήστο Νικολάου, τον ξέρεις;

    -Ναι. Είν’ ένα ξόανο παιδαρέλι.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον Αλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;

    -Τον γνωρίζω, είναι μάλιστα και συγγενής μου.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήξερες πως θα πήγαινε στη Λιβαδειά;

    -Όχι, δεν το ήξερα. Απ’ τον κόσμο το άκουσα πως πήγε.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν τον είχες δει προηγουμένως;

    -Όχι.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Δείχνοντάς το) - Είναι αληθινό αυτό το γράμμα του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προς εσένα;

    -Ναι, είναι.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς πήρε αφορμή να σου γράψει ο Ρώσος υπουργός;

    -Ήταν απάντηση σ’ ένα δικό μου γράμμα. Πήρ’ αφορμή για να του γράψω από τούτο δω το περιστατικό: Άμα ήρθε ο Βασιλιάς μας, ο πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν άφησε ένα γράμμα του στο περιβόλι μου συστήνοντάς με στους Ρώσους καπετάνιους του Αιγαίου. Γι’ αυτό έκαμα κι εγώ ένα ίδιο γράμμα συστήνοντας αυτόν και το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δε μου πέρασε η ιδέα πως αυτό βλάφτει είτε είν’ εμποδισμένο. Τόκαμα από λεπτότητα.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άλλο έγραφες σ’ αυτό το γράμμα;

    -Τίποτις άλλο απ’ τη σύσταση. Όσο για το γράμμα που έλαβα έλεγε ν’ αγαπούμε το βασιλιά μας και τη θρησκεία μας. Άλλο δε θυμούμαι. Σ’ αυτό φαίνεται τι μου γράφει ο Ρώσος υπουργός, φανερώνοντας έτσι με ποιο πνεύμα τούγραψα κι εγώ

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε έφυγες για τελευταία φορά από δω;

    -Δε θυμάμαι καλά. Θαρρώ στις αρχές του Ιούλη. Ήτανε η πρώτη φορά που ‘φυγα από όταν ήρθε ο βασιλιάς.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και γιατί έφυγες;

    -Η αιτία όπου μ’ έκανε ν’ αφήσω την εδώ ήσυχη ζωή μου είναι, πρώτο γιατί εγώ είμαι βουνίσιος και με πειράζει η ζέστη, δεύτερο για να στεφανώσω ένα αντρόγενο και τρίτο γιατί μούγραψε ο γιος μου ο Γενναίος μην αρρωστήσω και γι’ αυτό καθόμουνα στην Τριπολιτσά για τον καθαρό αέρα.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και σ’ όσους ερχόντουσαν να σε ιδούν τι τους έλεγες;

    -Τους συμβούλευα, καθώς έκανα και στην Άγια-Μονή, όπου έβαλα λόγο γι’ αυτό.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχεις άλλο τίποτα να πεις για όσα σε κατηγορούν;

    -Τούτω δω μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δύο. Εγώ άμα έμαθα το διορισμό του Βασιλιά, έκαμα τη σημαία του και σύναξα κι όλους τους φίλους μου και κάμαμε μιαν αναφορά στη Βαυαρία φανερώνοντας την αφοσίωσή μας. Όταν ήρθ’ ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κι ησύχασα.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε, γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία.

    -Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος».

    Αυτά είπε ο Γέρος και κάθισε στον πάγκο του, ενώ στην αίθουσα απλώθηκε βαθιά σιωπή και αγωνία.


    Πηγή: lastpoint.gr, ellinonistoria.blogspot.com