ΚΟΣΜΟΣ. Η Τζέιν Έιρ είναι μυθοπλαστικός χαρακτήρας μυθιστορήματος περίπου εκατόν ογδόντα χρόνων. Πρόκειται για ένα ορφανό κορίτσι που μένει τελικά με τον αδερφό της μητέρας της. Όμως αυτός πεθαίνει κάποια στιγμή και αφήνει τη μικρή στα χέρια της γυναίκας του, μιας σκληρής κυρίας. Εκείνη είχε και δικά της παιδιά όμως δε φερόταν καλά στην Τζέιν.

Σε ηλικία δέκα χρονών μπαίνει σε ορφανοτροφείο με εντολή της θείας της όμως και εκεί στερείται αγάπης. Όταν μεγαλώνει γίνεται δασκάλα και πηγαίνει σε ένα πύργο να αναλάβει την ανατροφή ενός κοριτσιού. Όμως η μοίρα δε την αφήνει σε ησυχία καθώς όταν είναι να παντρευτεί με τον κύριο του σπιτιού, αποκαλύπτεται ένα μυστικό που ακυρώνει το γάμο.

Η ηρωίδα φεύγει κρυφά από το σπίτι σε άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση, βρίσκει καταφύγιο σε άλλο σπίτι και αφήνει πίσω το παρελθόν. Το μυθιστόρημα της Σάρλοτ Μπροντέ θίγει τις έννοιες της εσωτερικής δύναμης και της αξιοπρέπειας οι οποίες είναι ικανές να ξεπεράσουν πολλές δυσκολίες.

Η Τζέιν Έιρ έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία όσον αφορά τα μυθιστορήματα και τη λογοτεχνία. Και αυτό γιατί αποτελεί μια εξιστόρηση βιωματικών γεγονότων μίας συγγραφέως που πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια και πέθανε από φυματίωση. Όπως καταδεικνύουν οι πηγές, η Τζέιν Έιρ λαμβάνει χώρα στην βικτωριανή Αγγλία και αποτελεί ένα γοτθικό επίτευγμα της λογοτεχνίας.

Καταφέρνει έτσι να συγκινήσει ακόμη και σήμερα, ίσως γιατί το ύφος της αφήγησης είναι τόσο βιωματικό που πάει κατευθείαν στην καρδιά του αναγνώστη. Με λίγα λόγια κατατάσσεται στα δημοφιλέστερα μπεστ σέλερ όλων των εποχών. Η έκδοσή του έγινε στις 6 Οκτωβρίου 1847 και η συγγραφέας χρησιμοποίησε το αντρικό ψευδώνυμο Currer Bell για να μην λογοκριθεί.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

«Ήταν αδύνατο να βγούμε περίπατο εκείνη τη μέρα.

Το πρωί είχαμε πάει, πράγματι, στον γυμνό από

φυλλώματα κήπο και τριγυρίσαμε εκεί περίπου μία ώρα.

Από την ώρα όμως του μεσημεριανού φαγητού και μετά

ο παγωμένος χειμωνιάτικος άνεμος έφερε τόσα μαύρα

σύννεφα και τόσο πυκνή βροχή, που δεν υπήρχε καμία

πιθανότητα για απογευματινό περίπατο.

Ήμουν για τούτο χαρούμενη. Ποτέ δε μ’ άρεσαν οι

μεγάλοι περίπατοι, ιδιαίτερα τα παγερά απομεσήμερα:

μου φαινόταν φοβερό να γυρίζω το σούρουπο στο σπίτι

με παγωμένα τα δάχτυλα στα χέρια και στα πόδια, την

καρδιά πικραμένη από τις κατσάδες της Μπέσι, της νταντάς των παιδιών, και την ψυχή

ταπεινωμένη για το παρουσιαστικό μου, που με έκανε να δείχνω παρακατιανή

σε σχέση με την Ελάιζα, τον Τζον και την Τζορτζιάνα Ριντ.»

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις