«Όσο ημπόρεσα, γράφει στα απομνημονεύματα του ο Κολοκοτρώνης, έκαμα το χρέος μου εις την πατρίδα μου και εγώ και όλη η φαμελιά μου. Είδα την πατρίδα μου ελεύθερη, είδα εκείνο όπου ποθούσα και εγώ και ο πατέρας μου και ο πάππος μου και όλη η γενεά μου, καθώς και όλοι οι Έλληνες. Αποφάσισα να πάω εις ένα περιβόλι, οπού είχα έξω απ’ τ’ Ανάπλι. Επήγα, εκάθισα και απερνούσα τον καιρόν μου καλλιεργώντας, και ευχαριστούμην να βλέπω να προοδεύουν τα μικρά φυτά όπου εφύτευα».

Εκεί, σ’ ένα σπιτοκάλυβο, τα μεσάνυχτα, έξι με εφτά Σεπέμβρη του 1833, του χτύπησαν δυνατά την πόρτα. Ο Γέρος ανασηκώθηκε στο στρώμα.

Ποιος είναι; ρώτησε.

Εγώ! Ο μοίραρχος Κλεώπας.

Και τι ζητάς; ξαναρώτησε.

— Έχω διαταγή να κάνω έρευνα. Εδώ μέσα κρύβονται οπλοφόροι και βρίσκονται άρματα.

Ο Γέρος πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα, γελώντας φωναχτά.

— Κοπιάστε, είπε στο μοίραρχο και στους σαράντα χωροφύλακες που τον συνόδευαν. Και ξαναξάπλωσε στο στρωσίδι του.

Όρμησε μέσα ο μοίραρχος κι ένα τσούρμο χωροφύλακες. Μα δε βρήκαν ούτε οπλοφόρους, ούτε άρματα, εξόν απ’ τ’ άρματα του Γέρου.

Σήκω και ντύσου! προστάζει το Γέρο ο Κλεώπας.

Γιατί; τον ρώτησε.

Γιατί κατά διαταγή της Αντιβασιλείας είσαι υπό κράτηση.

— Τι χρειαζόταν τόσο ασκέρι; λέει στον Κλεώπα ο Γέρος, καθώς άρχισε να ντύνεται. Έφτανε να μου στείλουν ένα σκυλί μαλλιαρό από κείνα που κάνουν θελήματα, μ’ ένα γράμμα στο στόμα να πάω στ’ Ανάπλι και μ’ ένα φαναράκι να φέγγει και των δυονών μας…

Ο Κλεώπας δεν απάντησε. Μάζεψε μόνο με προσοχή όσα χαρτιά βρήκε στις κασέλες του Γέρου και του λέει αυστηρά:

— Εμπρός, πάμε!

Τον έβαλαν στη μέση οι χωροφύλακες και προχωρούσαν. Ανέβηκαν τη σκάλα του Ιτς-Καλέ και παράδωσαν το Γέρο σ’ ένα Γερμανό δεσμοφύλακα. Τούδωσε εκείνος μια δυνατή σπρωξιά και χώθηκε μέσα σ’ ένα κατασκότεινο κελί. Ύστερα κλείδωσε την πόρτα κι έφυγε. Κι έμεινε ο Γέρος σαν το μεγαλύτερο κακούργο φυλακισμένος.

«Δια τρεις ημέρες δεν ήξευρα πως υπάρχω, μου εφαίνετο όνειρο, διηγιέται ο ίδιος. Ερωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανείς- δεν εκαταλάβαινα διατί μ’ έχουν κλεισμένον».

Σκεφτόταν κι έλεγε. Εγώ βαφτίστηκα δυο φορές- τη μια με λάδι, για να γίνω χριστιανός και την άλλη με αίμα για τη λευτεριά της πατρίδας. Τι έκαμα; Θυμόταν πάλι πως μια μέρα τον είχε ρωτήσει ο Αρμανσμπέργκ:

— Έχεις πολλούς εχθρούς, στρατηγέ;

Έχω απάντησε ο Γέρος, μα οι δυο απ’ αυτούς είναι πιο επικίνδυνοι.

Και ποιοι είναι αυτοί; τον ξαναρώτησε. Και ο Γέρος απάντησε:

— Ο ένας τ’ όνομα μου και ο άλλος οι δούλεψες μου.

Την ίδια νύχτα φυλακίστηκε και ο Πλαπούτας. Κι όπως ήταν κλεισμένοι σε ξεχωριστά κελιά δεν ήξερε ο ένας για την φυλάκιση του άλλου. Η λαϊκή μούσα όμως παραδέχεται πως όχι μόνο τόξερε, μα και σιγανοκουβέντιαζαν τη νύχτα κι έλεγαν:

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ!:

«Ξύπνα καημένε ξάδερφε και μη βαρειοκοιμάσαι…
ξύπνα και χάραξ’ η αυγή, ξύπνα και πήρ’ η μέρα,
ξύπνα, Πλαπούτα, φόρεσε τα γιορτινά σου ρούχα γιατί θα πάμε σε χαρές, σε μέγα πανηγύρι.

ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ:

Άκουσε ξαδερφ’ άκουσε, τ’ όνειρο που είδα:
Απόψε που κοιμόμουνα, στον ύπνο μου απάνου,
θολό ποτάμι βλέπαμε, θολό κοκκινισμένο.
Στην αντίπερα όχθη του μας τήραγαν ελάφια. Τραβάμε τα σπαθιά ευτύς και πέφτουμε στο ρέμα,
για νάβγουμε αντίπερα να κόψουμε τα λάφια. Μα ξάφνου πέσαν στο νερό οι φούντες των φεσιών μας.
Ξήγα το, Γέρο, ξήγα το και πες μου πώς το κρένεις;

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:

Τα λάφια πούδες αντικρύ είναι οι φαμελιές μας και το ποτάμι το θολό, είναι ο θάνατος μας,
κι οι φούντες που επέσανε μέσ’ τα θολά νερά του είν’ τα κεφάλια μας τα δυο που θα πνιγούν στο αίμα…»

Και την άλλη μέρα έφτασε παντού το θλιβερό μαντάτο: «Πιάσανε το Γέρο!»

Όλα είναι έτοιμα..

Σάπιζαν στην υγρή και κατασκότεινη φυλακή του Ιτς-Καλέ, σαν οι χειρότεροι κακούργοι, ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας, «χωρίς να είναι συγχωρημένοι ούτε εις οικείο ουδένα ουδ’ εις ψίλον να τους ιδεί». Οι δεσμοφύλακες ήταν Γερμανοί και καθόλου δε μπορούσαν να συννενοηθούν μαζί τους. Τη νύχτα δεν τους άφηναν ούτε λυχναράκι ν’ ανάψουν στα κελιά τους. Συχνά ο Γερο-Κολοκοτρώνης «ζητών να εύρει το μέρος όπου ήτο το νερό, έπιπτε εδώ κι εκεί». Κι όπως το φαί που τους έδιναν ήταν για άνθρωπο γερό, έμεινε για μέρες νηστικός, γιατί δεν μπορούσε να φάει το ξεροκόμματο και το λιγοστό προσφάγι. Αρρώστησε βαριά και κανείς δεν τόξερε.

Και ήρθε η Άνοιξη του 1834, 30 του Απρίλη, ημέρα Δευτέρα. Το τούρκικο τζαμί, που σώζεται ακόμα σήμερα κοντά στην κεντρική πλατεία τ’ Αναπλιού, έχει ετοιμαστεί να χρησιμεύσει για αίθουσα που θα γίνει η μεγάλη δίκη των κακούργων στρατηγών. Φτιάσανε τις έδρες για τους δικαστές, βάλανε τον πάγκο για τους κατηγορούμενους και πίσω άλλους πολλούς πάγκους για τον κόσμο.

Κι όταν όλα ήταν έτοιμα, διατάχτηκαν οι φρουροί του Ιτς-Καλέ να φέρουν τους κακούργους! Οχτώ χωροφύλακες, αρματωμένοι ως τα δόντια τούς συνόδεψαν ως το τζαμί. Μπήκαν στην αίθουσα. Όλος ο κόσμος σηκώθηκε να τους δει, ενώ οι χωροφύλακες τούς έσπρωξαν να καθήσουν στον μπροστινό τον πάγκο.

Σε λίγο μπήκαν και οι δικαστές. Πρόεδρος ο Πολυζωίδης και μέλη ο Τερτσέτης, ο Δ. Σούτσος, ο Δ. Βούλγαρης και ο Φωκάς Φραγκούλης. Μα σ’ αυτή τη δίκη το μεγαλύτερο ρόλο θα τον παίξουν τα παρασκήνια, που τα αποτελούν ο επίτροπος Μάσονας και ο γραμματέας της Δικαιοσύνης Σχινάς.


Η δίκη

Ο πρόεδρος Πολυζωίδης αρχίζει τη συνεδρίαση του δικαστηρίου, αφού συνέστησε στο ακροατήριο σιωπή και στους συνηγόρους να είναι ευγενικοί και μετριόφρονες.

Ανακρίθηκαν οι κατηγορούμενοι, αγόρεψαν οι συνήγοροι, μα στο τέλος οι γνώμες των δικαστών διχάζονται. Οι τρεις, ο Βούλγαρης, ο Σχινάς και ο Φραγκούλης, δέχονται πρόθυμα να εκτελέσουν την εντολή της Αντιβασιλείας και να καταδικάσουν τους στρατηγούς σε θάνατο. Ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης όμως αντιστέκονται. Οι πρώτοι στέλνουν και φωνάζουν το Σχινά ναρθεί στο δικαστήριο να τους βοηθήσει. Και κείνος ντυμένος στην ολόχρυση στολή του που λαμποκοπούσε, μπαίνει στην αίθουσα, παίρνει αυστηρό ύφος και λέει:

ΣΧΙΝΑΣ:

Κύριοι… η μειοψηφία είναι υποχρεωμένη να υπογράψει την απόφαση της πλειοψηφίας, χωρίς καμιά δικαιολογία και αναβολή.

ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ:

Η απόφαση του δικαστή πρέπει αυστηρά να ακολουθεί τους νόμους που υπάρχουν. Επομένως, αν υπογράψουμε θα γίνουμε όργανα να προσβληθεί η ιερή δικαιοσύνη και ο νόμος.

ΣΧΙΝΑΣ:

Ως γραμματέας της Επικράτειας και άμεσος προϊστάμενος σας σάς ανακαλώ στα χρέη σας.

ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ:

Ποιο είναι το χρέος μας, εναπόκειται σε μας να κρίνουμε. Και σας υπενθυμίζουμε πως ποτέ ανώ¬τερη Αρχή… δε δικαιούται να περιπλέκεται εις τη διαχείριση και τις πράξεις του δικαστηρίου.

ΣΧΙΝΑΣ:

Κύριε Πολυζωίδη, σας υπενθυμίζω τις ευθύνες που επομίζεστε.

ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ:

Ό,τι δεν αρέσει σήμερα, κύριε γραμματέα, είμαι βέβαιος πως θ’ αρέσει σε ολόκληρο το έθνος εντός έξι μηνών.

ΣΧΙΝΑΣ:

Εν ονόματι του βασιλέως σας προσκαλώ να υπογράψετε την απόφαση.

ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ:

Εν ονόματι της δικαιοσύνης, δεν την υπογράφω.

Βγαίνει θυμωμένος και τρεχάτος ο Σχινάς. Πηγαίνει στον αντιβασιλέα Μάουερ και σε λίγο ξανάρχεται.

ΣΧΙΝΑΣ:

Κύριε πρόεδρε, σας προσκαλώ δια τελευταία φορά να εκτελέσετε το καθήκον σας και να υπογράψετε την απόφαση.

ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ:

Σας είπα πως δεν πρόκειται να την υπογράψω.

ΣΧΙΝΑΣ:

Ως γραμματεύς της Δικαιοσύνης σάς διατάσσω να την υπογράψετε.

ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ:

Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι, αλλά δεν την υπογράφω.

Ο Σχινάς γυρίζει οργισμένος προς τον Τερτσέτη:

ΣΧΙΝΑΣ:

Εσείς, τουλάχιστον, θα την υπογράψετε; Ναι ή όχι;

ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ:

Όχι, δε θα μ’ έχετε συνεργό στο φόνο δυο ανθρώπων.

ΣΧΙΝΑΣ:

Υπογράψτε την, τουλάχιστον εσείς, λέει στους τρεις άλλους δικαστές. Και κείνοι την υπόγραψαν.

ΣΧΙΝΑΣ: (Γυρίζοντας προς τον Πολυζωίδη):

Ελάτε, κύριε πρόεδρε, να τελειώνουμε- δε θα μας βρουν εδώ τα μεσάνυχτα! Κανένας δε του απαντάει και κείνος βρυχιέται σαν άγριο θεριό:

ΣΧΙΝΑΣ:

Και η υπομονή έχει τα όριά της. Κλητήρες, φωνάζει τους χωροφύλακες, πιάστε τους και φέρτε τους στις έδρες.

Ορμάνε οι χωροφύλακες πιάνουν τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη και τους σέρνουν. Κρατιούνται εκείνοι απ’ τις καρέκλες, τις πόρτες, τα κάγκελα. Φωνάζει ο Πολυζωίδης: ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ: Σεβαστείτε την ατομική μου ελευθερία! Οι χωροφύλακες όμως τον σέρνουν, τον χτυπάνε, τον βλαστημάνε, τον τραβάνε, ξεσκίζοντας τα ρούχα του.

ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ:

Το σώμα μου μπορείτε να το κάμετε ό,τι θέλετε. Το στοχασμό μου όμως και τη συνείδηση μου δεν μπορείτε να την παραβιάσετε. Ο Σούτσος φωνάζει στο γραμματέα Ζώτο να απαγγείλει την καταδικαστική απόφαση.

ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ:

Στην απόφαση υπάρχουν τα ονόματα μας. Πώς είναι δυνατό να τα αναφέρεις κ. Ζώτο, αφού δεν πήραμε μέρος σ’ αυτήν; Εγώ είμαι πρόεδρος και σου το απαγορεύω.

ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ:

Δεν μπορείτε ν’ αναφέρετε τα ονόματα μας, αφού δεν υπογράψαμε την απόφαση.

ΣΟΥΤΣΟΣ:

Εν ονόματι του Νόμου σας επιβάλλω σιωπή!

Διατάζει ύστερα να φέρουν τους κατηγορούμενους στην αίθουσα. Ανοίγουν και τις πόρτες και μπαίνει ο κόσμος. Όλοι κρατούν την αναπνοή τους, ενώ ένα συναίσθημα κατάθλιψης τούς βαραίνει την καρδιά. Και δεν αργεί ν’ ακουστεί η απόφαση και που ήταν όπως την προαισθάνονταν:

«… Ο Δ. Πλαπούτας και ο Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατο, ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας…»

Κουράγιο ξάδερφε!

Ο Κολοκοτρώνης μόλις άκουσε τη θανατική καταδίκη τους, απόρησε. Σταυροκοπήθηκε και είπε:

— Κύριε ελέησον ! Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου…

Ύστερα έβγαλε την ταμπακιέρα του, πήρε μια πρέζα ταμπάκο κι αφού τη ρούφηξε λέει σ’ όσους τον είχαν περιτριγυρίσει:

— Αντίκρισα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Και ούτε τώρα φοβάμαι!

Άλλοι αναστέναζαν γύρω του, άλλοι έκλαιγαν, άλλοι του φιλούσαν το χέρι. Κάποιος με πνιγμένη φωνή τού λέει:

Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ!

Γι’ αυτό λυπάσαι; απαντάει ο Γέρος. Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια…

Πιο πέρα ο Πλαπούτας έχασε την ψυχραιμία του κι άρχισε να κλαίει. Σταλαγματιές δακρύων έπεφταν από τα μάτια του. Συλλογιζόταν την ορφάνια των παιδιών του, γράφει ο Τερτσέτης. Είχε εφτά θυγατέρες κι ένα ανήλικο γιο, το Γιωργίκο. Τον κοιτάει ο Γέρος και λέει στους άλλους:

— Εγώ δε λυπάμαι για τον εαυτό μου, μα γι αυτόν που έχει εφτά θυγατέρες.

Και γυρίζοντας προς τον Πλαπούτα για να τον παρηγορήσει:

— Βρε συ, δεν ντρέπεσαι! του λέει. Εσύ δε φοβήθηκες τους Τούρκους και τώρα κλαις; Κουράγιο, ξάδερφε! Τ’ όνειρο μας ήταν να λευτερώσουμε τη σκλαβωμένη μας πατρίδα. Μη λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς το χρέος μας το κάναμε κι αυτοί ας μας καταδικάζουν…

Σε λίγο, με διαταγή των χωροφυλάκων, αδειάζει το τζαμί απ’ τον κόσμο. Δυο χωροφύλακες έδεσαν τα χέρια των μελλοθανάτων.

Πού; ρωτάει ο Γέρος. Μα δεν παίρνει απάντηση. Βγαίνοντας έξω τούς περικυκλώνει η βαβαρέζικη καβαλαρία. Όλος ο δρόμος είναι γεμάτος από γερμανικό στρατό. Τους κάνουν νόημα να περιπατήσουν τον ανήφορο. Βλέποντας ο Γέρος πως τους πάνε για το Ιτς-Καλέ, παραξενεύεται και ρωτάει:

Γιατί μας πάτε πίσω στο κάτεργο; Δε θα πάρουν τα κεφάλια μας;

Αλλά κανένας δεν του απαντά.

Νύχτα τρομερή

Τους οδήγησαν στο ίδιο κελί. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, τούς πλησίασε ο Έλληνας δεσμοφύλακας και τους ρώτησε σε τι μπορεί να τους ωφελήσει.

Να πας το «έχε γεια» στις φαμελιές μας, του είπαν. Ο Γέρος, έβγαλε το δαχτυλίδι του, του το έδωσε και του είπε:

Δώσε το στο μικρό μου γιο τον Κολίνο και πες του να με θυμάται.

Τούτη τη λυπητερή σκηνή αποθανάτισαν οι παρακάτω δημοτικοί στίχοι:

«Τρία πουλιά μοιργιολογούν ψηλά στο Λιμποβίσι, μοιργιολογούσαν κι έκλαιγαν το Γέρο-Θοδωράκι… — Παύτε πουλιά τα κλάματα, τα μαύρα μοιρολόγια και τ’ αξιότερ’ από μας, που απόσταμα δεν ξέρει, στ’ Ανάπλι να κατεβεί, το Στρατηγό να σμίξει… Να τον προφτάσει στη ζωή, γιατί θα τον χαλάσουν, και να του πει χαιρετισμούς από τους εδικούς του. Τον κλαίνε φίλοι κι εδικοί, τον κλαίνε κι οι οχτροί του!»

Και ο Γέρος παραγγέλνει πάλι με το ίδιο πουλί:

«Στη στράτα σου, μαύρο πουλί, αν τύχει κι ανταμώσεις, αν τύχει και συναπαντάς εχθρούς μου κι εδικούς μου, παρακαλώ σε να τους πεις τους χαιρετώ για πάντα. Και στον Κολιό μου το παιδί τ’ όλο μικρότερο μου, για θύμηση παντοτεινή τούστειλα δαχτυλίδι, να το φοράει στην εκκλησιά να το φοράει στους γάμους… Τ’ ασημένια τ’ άρματα στη μέση να ζώνει και νάρχεται στο μνήμα μου τρεις μπιστολιές να ρίχνει, να μου θυμίζουν τους καιρούς, τους πόλεμους, τις μάχες…»

Τους ρώτησε ο δεσμοφύλακας σε ποιον αφήνουν τα ατομικά τους πράγματα. Ύστερα τους έφερε παπά και τους ξομολόγησε και τους άφησε να περιμένουν το θάνατο. Έφαγε ο Γέρος το λιγοστό φαγητό που του φέρανε. Ύστερα ξάπλωσε στο στρωσίδι του και τον πήρε βαθύς ύπνος. Ο Πλαπούτας ξαγρυπνούσε. Συλλογιζόταν τη φαμελιά του και τους αγώνες του. Και κάθε τόσο αναστέναζε βαθιά.

Αλλά και όλο τ’ Ανάπλι ξαγρυπνούσε εκείνη τη νύχτα. Το πλάκωνε βραχνάς, ωσάν να κήδευε εκείνο το βράδυ ολόκληρο το Εικοσιένα. Οι γυναίκες μοιρολογούσαν κι ετοίμαζαν τα σάβανα τους.

«Οι θρήνοι και οι απαρηγόρητοι οδυρμοί, γράφει ο Φραντζής, εξήρχοντο από τας οικογενείας, από τους συγγενείς, από τους φίλους και σχεδόν αφ’ όλους τους Έλληνας αυτόχθονος και μη (εξαιρουμένων τινών ουχί πλέον των 20) ότε ητοιμάζοντο τα δια την κηδείαν μετά την λαιμοτομήν ιμάτια».

Τη μεγάλη θλίψη του λαού φανερώνουν και οι στίχοι:

«Μαύρο πουλάκι στεργιανό, μαύρο πουλί βουνίσιο, ένα πουρνό εξέβγαινε, απ’ τ’ Αναπλιού την πόρτα… Πες μας, πουλί, πούθ’ έρχεσαι και τι χαμπέρια φέρνεις.
Φέρνω μαντάτα θλιβερά, φαρμακερά χαμπέρια.
Ο Μάσσωνας και ο Σχινάς, μ’ αυτούς τους Βαρβαρέζους
βουλή εβάλανε κακή το στρατηγό να κόψουν.
Εψές τους δίκασαν, παιδιά, στη δίκη του θανάτου.
Θρηνεί τ’ Ανάπλι ολοήμερα, θλίβεται και χουλιέται
το χάλασμα του στρατηγού μαζί με του Πλαπούτα…»

Τα φάγαμε τα ψωμιά μας, ξάδερφε!

Ξημέρωνε η δεύτερη μέρα απ’ τη θανατική καταδίκη των στρατηγών. Με το χάραμα ξύπνησε ο Κολοκοτρώνης κι άρχισε να λέει ιστορίες στον Πλαπούτα, πώς αντίκριζαν το θάνατο παλικαρίσια οι Κλέφτες. Και κατέληγε:

— Τώρα ήρθε η δική μας σειρά, ξάδερφε. Όπως εκείνοι, έτσι κι εμείς παλικαρίσια θα συναπαντηθούμε με το χάρο.

Σε κάμποση ώρα ο Γερμανός δεσμοφύλακας τούς έφερε ψωμί και νερό. Τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης πότε θα τους κόψουν τα κεφάλια. Εκείνος δεν καταλάβαινε, επειδή δεν ήξερε καθόλου ελληνικά. Και ο Γέρος, για να του δώσει να καταλάβει έσκυψε το κεφάλι του και το χτυπούσε με την παλάμη του, όπως το λεπίδι της καρμανιόλας. Ο Γερμανός νόμισε πως του κάνει αστεία και άρχισε να γελάει. Ξεσπάει στα γέλια κι ο Κολοκοτρώνης βλέποντας τον.

Πώς βαστάει η καρδιά σου, να γελάς τέτοια ώρα! λέει παραξενεμένος ο Πλαπούτας στον Κολοκοτρώνη. Κι ο Γέρος έκοψε το ψωμί σε δυο κομμάτια, δίνει το ένα στον Πλαπούτα και του λέει:

Αυτό, ξάδερφε, είναι το τελευταίο μας προσφάγι. Πάει φάγαμε τα ψωμιά μας, ξάδερφε…

Ναι τα φάγαμε, λέει ο Πλαπούτας, χωρίς να φροντίσουμε ν’ αφήσουμε ψωμί στους εδικούς μας. Και σκεφτόταν πάντα τ’ ανήλικα παιδιά του, που θάμεναν ορφανά.

«Θα γελάσω το βασιλιά…»

Γρήγορα όμως η Αντιβασιλεία κατάλαβε τον κίνδυνο που την απειλούσε. Αν σκότωναν τους στρατηγούς, οι συνέπειες απ’ το ξεσήκωμα του λαού θα ήταν τρομερές. Δεν ήθελε όμως να υπο¬κύψει και σε κείνους τους ξεροκέφαλους τους δικαστές, τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη, που δεν υπόγραψαν τη θανατική καταδίκη των στρατηγών. Να τους σκοτώσουν, ή να τους φυλακίσουν δεν το τολμούσαν, γιατί υπολόγιζαν τη λαϊκή κατακραυγή. Και τους τιμώρησαν με αυστηρή απομόνωση στα σπίτια τους. Ποιος όμως θα λογάριαζε μια τέτοια τιμωρία. Ήταν ευχαριστημένοι οι άξιοι δικαστές που έκαμαν το καθήκον τους. Και τους το αναγνώρισε ο λαός. Το φανερώνουν τα λόγια του Νικηταρά του Τουρκοφάγου που είπε στον Τερτσέτη, όταν τον συνάντησε:

Μου πήρες τη δόξα που απόχτησα στα Δερβενάκια!

Ένας άλλος τούς είπε:

Φιλώ τα χέρια σας, γιατί απόμειναν αναίμακτα από φόνο! Και για τους θανατοποινίτες στρατηγούς άλλαξαν γνώμη.

Στις 30 του Μάη τη νύχτα συμφώνησαν όλοι τους να μετριάσουν τη θανατική ποινή των στρατηγών και από θάνατο να την κάμουν είκοσι χρόνια στα μπουντρούμια. Το ίδιο βράδυ ένας αξιωματικός πάει στο Ιτς-Καλέ τη χαρούμενη είδηση στους στρατηγούς. Ήταν μεσάνυχτα, όταν άκουσαν να ξεκλειδώνουν την πόρτα του κελιού τους. Τινάχτηκαν αλαφιασμένα. Νόμισαν πως ήρθαν να τους πάρουν για την καρμανιόλα.

Όταν άκουσαν την καινούρια απόφαση, ο Γέρος δεν κρατήθηκε:

— Θα γελάσω το βασιλιά, είπε, δε θα ζήσω τόσους χρόνους.

Έντεκα μήνες, έμειναν οι στρατηγοί κλεισμένοι στο σκοτεινό κελί της φυλακής. Και την Κυριακή 27 Μάη του άλλου χρόνου πήρε την απόφαση ο Όθωνας να τους αποφυλακίσει.

Κείνη τη μέρα άνοιξε η πόρτα της φυλακής τους. Βγήκαν έξω και ανάσαναν βαθιά. Ύστερα κατέβηκαν τα σκαλοπάτια του Παλαμηδιού. Κάτω όλος ο λαός τ’ Αναπλιού συνάχτηκε να τους υποδεχτεί.

— Να μας ζήσετε, αρχηγοί! ακούονταν μυριόστομες φωνές.

— «Η υποδοχή που μου έκαμε ο λαός, θα γράψει στ’ Απομνη¬μονεύματα του ο Κολοκοτρώνης με το χέρι του Τερτσέτη, μ’ έκαμε να λησμονήσω όλες τις δυστυχίες που πέρασα».

Κι αργότερα, όταν πλησίαζε το τέλος του, γέροντας πια, έλεγε συχνά:

— Απ’ όλα πάω ευχαριστημένος, εξόν από βασιλιά. Και άλλη φορά:
— Το σπίτι τούτο θα φάει εκείνο, είπε δείχνοντας το πανεπιστήμιο και το παλάτι.

Κι ακόμα έλεγε στους νέους:

— Εμείς φυτέψαμε το δέντρο. Σε σας απομένει να το φροντίζετε να μην ξεραθεί…

Από το βιβλίο: «Στα δοξασμένα χρόνια», των: Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη. Αθήνα, Νοέμβριος 1985.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις