Γράφει ο Γιάννης Μητράκος

Παρακολουθώ τα τελευταία χρόνια τον τρόπο με τον οποίο περνούν τα καλοκαίρια τους τα μικρά γειτονόπουλά μου και ασυναίσθητα κάνω σύγκριση με τα παλιά καλοκαίρια όπως τα ζούσαμε εμείς που σήμερα βρισκόμαστε στη μέση ηλικία με γκρίζα τα μαλλιά και την ψυχή μας γεμάτη αναμνήσεις.

Τα παιδιά μας εκτός από κάποια αθλητικά παιχνίδια στους δρόμους, στις πλατείες και τις παιδικές χαρές, εκτός από τα πειράγματα και τις άσκοπες φωνασκίες βρίσκουν καταφύγιο στη σύγχρονη κατάρα που λέγεται κινητό τηλέφωνο, που έχει αλλοτριώσει ριζικά τον άνθρωπο μέσα σε λίγα χρόνια.

Και πάμε πίσω σ’ εκείνα τα χρόνια, στις λαϊκές γειτονιές με τους χωματόδρομους, που τους ράντιζε κάθε βραδάκι η καταβρεχτήρα του Δήμου, για να μη σηκώνεται σκόνη και να δροσίζει, τότε που δεν υπήρχε τηλεόραση και οι γυναίκες έβγαιναν απ΄ τα σπίτια τους για να στήσουν τις ρούγες και να περάσουν την ώρα τους, τα παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους και τις αλάνες για παίξουν κρυφτό, κυνηγητό και άλλα ομαδικά παιχνίδια και οι πατεράδες έβρισκαν ξεκούραση και παρηγοριά στα μικρά κουτουκάκια, πίνοντας το κρασάκι τους με φτωχικό μεζέ.

Τότε, λοιπόν, μόλις έκλειναν τα σχολεία κι άρχιζαν οι καλοκαιρινές διακοπές μάς έπιανε όλους δημιουργικός οίστρος. Τρέχαμε στα βιβλιοχαρτοπωλεία της εποχής (Παπαγιαννόπουλου, Λαμπρόπουλου, Κουτσοβίτη) κι αγοράζαμε με το μικρό μας χαρτζιλίκι τα χάρτινα σεντόνια με τις φιγούρες του Θιάσου των Σκιών. Έπειτα συγκεντρωνόμαστε σε κάποια αυλή με ίσκιο κι άρχιζε η κατασκευή των καραγκιόζηδων. Κόβαμε τις φιγούρες με περιθώριο κι έπειτα τις κολλούσαμε με αλευρόκολλα πάνω σε κομμάτια χαρτόνι που βρίσκαμε από τα μαγαζιά. Έπειτα έπρεπε να περιμένουμε δυο μέρες τουλάχιστον για να στεγνώσουν και τους κόβαμε γύρω γύρω με όση προσοχή μπορούσε να έχει ένα παιδί εννιά ως δώδεκα χρονών. Οι φιγούρες αποτελούνταν από κομμάτια τα οποία τα συνδέαμε με ειδικά διπλόκαρφα για να μπορούν να κινούνται. Κάθε γειτονιά είχε το δικό της Θίασο Σκιών. Σε μια αυλή στηνόταν τα βράδια ο αυτοσχέδιος μπερντές με κάποιο παλιό λευκό σεντόνι και με το φως των κεριών οι πιο έμπειροι και τολμηροί αναλάμβαναν να παίξουν κάποιο έργο από τις φυλλάδες που κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη. Οι άλλοι, συνήθως οι μικρότεροι, αποτελούσαν το ακροατήριο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το παιδί που είχε την ευθύνη να κρατάει το κερί για να φωτίζεται ο μπερντές χάζευε παρακολουθώντας την υπόθεση κι έγερνε ασυναίσθητα το κερί, βάζοντας φωτιά στο σεντόνι και άδοξο επεισοδιακό τέλος στην παράσταση.

Τα καλοκαιριάτικα πρωινά ήταν ευκαιρίες για συγκέντρωση στις δροσερές αυλές με σκοπό το διάβασμα παιδικών περιοδικών (Μικρός Ήρως, Γκαούρ-Ταρζάν, Μικρός Σερίφης, Μικρός καουμπόυ, Κλασσικά Εικονογραφημένα, Παράξενος Αδάμ κ.α.) και ανταλλαγές περιοδικών και βιβλίων. Τα παιδικά βιβλία ήταν πιο ακριβά από τα περιοδικά και γι’ αυτό λιγοστά. Όσοι είχαν βιβλία τα δάνειζαν στους φίλους τους κι έτσι όλοι σ’ αυτήν την τρυφερή ηλικία έρχονταν σε επαφή με τους μεγάλους ξένους κλασικούς κι Έλληνες συγγραφείς. Κάτω από τα σκιερά δέντρα απλώνονταν απ’ τις μανάδες μας οι παλιές κουρελούδες και πάνω τους στηνόταν αυτή η υπαίθρια παιδική βιβλιοθήκη μας.

Κάποιες ημέρες ήταν αφιερωμένες στην κατασκευή αυτοσχέδιων παιχνιδιών. Μερικά ήταν πολύ απλά όπως τα τενεκεδοπάπουτσα και άλλα πιο σύνθετα όπως τα πατίνια.

Τα τενεκεδοπάπουτσα φτιάχνονταν με δυο τσίγκινα κουτιά γάλακτος τρυπημένα στο πάνω μέρος. Από τις τρύπες περνούσαμε δυο κουλούρες σύρμα, μία για κάθε παπούτσι και κρατώντας τα σύρματα περπατούσαμε σαν τους ξυλοπόδαρους, αλλά σε μικρογραφία. Για τα πατίνια χρειαζότανε προμήθεια σανίδων από το κοντινό ξυλουργείο, ρουλεμάν από τα λίγα συνεργεία αυτοκινήτων της εποχής κλπ. Όταν τέλειωνε το πατίνι δοκιμαζότανε στους δρόμους που γέμιζαν από το χαρακτηριστικό θόρυβο που έκαναν τα δύο ρουλεμάν, τα οποία έπαιζαν το ρόλο των τροχών.

Τα κορίτσια έστηναν τα δικά τους ομαδικά παιχνίδια με αυτοσχέδια νοικοκυριά, με επισκέψεις οι κουμπάρες, με τις λίγες κούκλες που συχνά τους έλειπαν μαλλιά, μάτια ή και κάποιο χέρι ή πόδι. Όμως το παιχνίδι γινόταν και ήταν γεμάτο χαρά και απόλαυση! Άλλοτε πάλι έπαιζαν σχοινάκι, μήλα ή κουτσό ήλιο, παιχνίδια που άρεσαν και σ’ εμάς τα αγόρια και πολλές φορές τα παίζαμε μαζί.

Όμορφα χρόνια γεμάτα παιδική δημιουργικότητα, με κυρίαρχο το ομαδικό κι όχι το ατομικό στοιχείο, με κοινωνικοποίηση στην πράξη, χωρίς την έρμη την απομόνωση των κινητών και των τάμπλετ της σημερινής εποχής που έχουν βυθίσει τα παιδιά μας σε μια ιδιότυπη μοναξιά, αφού κι όταν υπάρχει μια ομάδα παιδιών αντί να παίζουν και να συζητούν κοιτάζουν τη φωτεινή οθόνη, που τα εκμαυλίζει.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις