«Εις σε προστρέχω τέχνη της ποιήσεως»
Γράφει για τη Λέσχη ανάγνωσης Σπάρτης η Μαρία Κουκουμάκη Κλινική Ψυχολόγος -Ψυχαναλύτρια
Είναι δύσκολο για έναν ψυχαναλυτή να μιλήσει για την ποίηση, είναι μια θέση άβολη μιας και όπως έχει πει ο ίδιος ο Φρόυντ, οι ποιητές «σε πολλά έχουν προλάβει την ψυχανάλυση σε ότι έχει να κάνει με την ανθρώπινη ψυχή...
Εμείς οι μη ποιητές, μας λέει, φλεγόμαστε ανέκαθεν από την περιέργεια να μάθουμε από πού ο ποιητής, αυτή η παράξενη προσωπικότητα, αντλεί κάθε φορά το υλικό του και πώς κατορθώνει να μας συγκινεί με αυτό, να μας προκαλεί αισθήματα τα οποία ίσως δεν πιστεύαμε καν ότι μπορούμε να τρέφουμε. Αυτό το ενδιαφέρον μας όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλά απεναντίας αυξάνεται από το γεγονός ότι αν ρωτούσαμε τον ίδιο τον ποιητή, δεν θα μας έδινε καμιά απάντηση, ή αυτή δεν θα είναι ικανοποιητική… Ακόμη και όταν είμαστε βέβαιοι ότι γνωρίζουμε καλά τους όρους επιλογής του ποιητικού υλικού και κατανοούμε σε τι συνίσταται η τέχνη της ποιητικής διάπλασής του, ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να γίνουμε κι εμείς ποιητές» .
Ο Φρόυντ απαντά στο ερώτημα της ποιητικής δημιουργίας που τον απασχολεί με την διαδικασία της μετουσίωσης, την μετουσίωση της ενόρμησης.
Τι θα πει αυτό; Όταν μιλάμε για ενόρμηση στην ψυχανάλυση μιλάμε για μια «οριακή έννοια μεταξύ ψυχικού και σωματικού, έναν ψυχικό εκπρόσωπο των ερεθισμάτων που προέρχονται από το εσωτερικό του σώματος και φτάνουν στην ψυχή ως ένας βαθμός εργασιακών απαιτήσεων που το σωματικό επιβάλλει στο ψυχικό» .
Για τον Φρόυντ οι ενορμήσεις είναι 2 κατηγοριών, αυτές της ζωής που τους είχε δώσει την ελληνική ονομασία Έρως και αυτές του θανάτου, καταστροφής που τις ονόμαζε Θάνατος. Όταν μια σεξουαλική ενόρμηση μετουσιώνεται, θα πει πως κατευθύνεται προς στόχους μη σεξουαλικούς, προς αντικείμενα με μεγάλη κοινωνική αξία δηλαδή καλλιτεχνική δραστηριότητα, διανόηση, θρησκεία, επιστήμη.
Ο Φρόυντ ψάχνει την πηγή της λογοτεχνικής δημιουργίας στο ασυνείδητο, αναρωτιέται που βρίσκει ο ποιητής το υλικό για να πλάσει το δημιούργημα του και καταλήγει πως ο καλλιτέχνης δεν απωθεί ούτε διατηρεί την παιδική σεξουαλική ενόρμηση αλλά αλλάζει τον σκοπό της και την διοχετεύει στην τέχνη .
Η επεξεργασία αυτή του Φρόυντ οδήγησε πολλούς μετέπειτα ψυχαναλυτές να επιδοθούν σε μια προσπάθεια ανάλυσης των καλλιτεχνών μέσα από τα έργα τους, αφού τα εκλάμβαναν σαν μορφώματα του ασυνειδήτου, δηλαδή σαν κάτι που είναι της ίδιας τάξης με το σύμπτωμα, το όνειρο, την παραδρομή.
Ο Φρόυντ όμως αυτό το οποίο ανέλυε ήταν το έργο του καλλιτέχνη και όχι τον ίδιο τον καλλιτέχνη, «σκοπός του δεν ήταν να κάνει λογοτεχνική κριτική, ούτε εφαρμοσμένη ψυχανάλυση, και πολύ λιγότερο ψυχοβιογραφία» , αναγνωρίζει ότι οι καλλιτέχνες κατέχουν και εκφράζουν μια γνώση που όπως λέει η επιστήμη «ασθμαίνουσα επιχειρεί να εξορύξει». Οι ποιητές μιλούν γι αυτή τη γνώση που εκείνος έψαχνε καθημερινά στην κλινική πρακτική του και ασθμαίνοντας περισυνέλεγε και έγραφε γι αυτήν.
Ο ποιητής μπορεί να μιλά για αυτή, γιατί ακριβώς το κάνει με έναν τρόπο που θα τον χαρακτηρίζαμε «από δίπλα».
Ο γάλλος ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν επεξεργάστηκε αρκετά το ζήτημα της καλλιτεχνικής δημιουργίας ανάγοντας την διαδικασία της μετουσίωσης σε απόπειρα ανασύστασης του κενού , του μη αναπαραστάσιμου. Δεν έβλεπε το έργο τέχνης σαν παραμορφωτικό αισθητικό καθρέφτη του ασυνειδήτου, αλλά ως μια δημιουργία εκ του μηδενός (ex nihilo). Στην λακανική προβληματική, η μετουσίωση δεν συνιστά απλώς την διοχέτευση της ενόρμησης στην κοινωνική πραγματικότητα . Έτσι εγγράφει το έργο τέχνης στην γενεαλογία της απώλειας του «das Ding» , δηλαδή της έννοιας του πράγματος όπως την προάγει ο Χάιντεγκερ. Το «Πράγμα» είναι προσδιοριστικός παράγοντας της τέχνης, το οποίο αναπαρίσταται από ένα κενό . Το κενό αυτό έχει να κάνει με το αποτύπωμα που η γλώσσα αφήνει στον άνθρωπο και αυτό είναι θεμελιώδες. Ο λόγος δεν μπορεί να τα πει όλα, η αλήθεια δεν μπορεί να ειπωθεί ποτέ ολόκληρη, είναι πάντα «μισο-ειπωμένη» . Η εισαγωγή του κάθε υποκειμένου στον λόγο, στο συμβολικό δηλαδή, έχει αυτή την επίπτωση, υπάρχει πάντα κάτι που ξεφεύγει από αυτό το συμβολικό, που δεν μπορεί να προσεγγιστεί με όρους γλώσσας και που στην ψυχανάλυση ονομάζεται πραγματικό.
Έτσι η τέχνη, ως μορφή μετουσίωσης, έχει το κενό αυτό ως βάση διάρθρωσης της. Η θρησκεία από την άλλη αποτελεί προσπάθεια αποφυγής του κενού και η επιστήμη οργανώνεται στην προοπτική οικειοποίησης του κενού αυτού, αξιώνοντας το ιδεώδες της απόλυτης γνώσης .
Μετουσίωση σημαίνει για το υποκείμενο, να εκτεθεί στη δοκιμασία του Πραγματικού και να μην προσπαθεί να απορρίψει, ν’ απαρνηθεί ή ν’ απωθήσει την έλλειψη, την οδύνη, το θάνατο και το κακό ως κάτι το μη υπαρκτό .
Ο Καβάφης μέσα από το ποίημα του «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλέανδρου, ποιητού εν Κομμαγήνη, 595 μΧ», μιλά γι το πραγματικό, για τον πόνο που ενέχει:
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα•
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.
Η αλήθεια λοιπόν, δεν μπορεί να ειπωθεί ολόκληρη πράγμα που καθιστά μάταιο να νομίζει κανείς πως μπορεί να μεταδώσει ένα πλήρες νόημα. Κι αυτή είναι μια πολλή σημαντική σημείωση για το πώς προσεγγίζουμε την ποίηση. Δεν μας αφορά γιατί γράφεται κάτι, με τι κίνητρο, από ποια πηγή προέρχεται, αλλά το περιεχόμενο αυτού που λέγεται, το εκφερόμενο.
Γι αυτό και «το ποίημα είτε μας μιλάει, είτε δε μας μιλάει», όπως μας λέει ο Σεφέρης. «Μπορεί να το διαβάσεις είκοσι φορές μέσα σε είκοσι μήνες ή σε πέντε χρόνια, και να μην σου ειπεί τίποτα. Και ξαφνικά εκεί που περπατάς στο ακροθαλάσσι για να πάρεις τον αέρα σου, ένας στίχος του χτυπάει ανεπάντεχα την ύπαρξή σου, όπως το ατλάζι του πελάγου σου χτυπάει τα μάτια, και σε φωτίζει ολόκληρο. Την ίδια ακριβώς στιγμή που φωτίζεται και το ποίημα μέσα σου.»
Η ποίηση για την ψυχανάλυση είναι της τάξεως του «ευ λέγειν». Το ευ λέγειν δεν έχει να κάνει με το να μιλάς για το καλό ή να λες το αγαθό, δεν είναι της τάξης του νοήματος. Το ευ λέγειν, είναι η πλήρης ομιλία, πλήρης από τα διπλά νοήματα των λέξεων, από τις αμφισημίες της γλώσσας.
Γι αυτό και δεν υπάρχει λόγος να κυνηγάμε το νόημα, αυτό το περίφημο «τι θέλει να πει ο ποιητής», αλλά αναγιγνώσκοντας να αφεθούμε να πάμε πέρα από το νόημα, στο μη νόημα.
Το μη νόημα δεν είναι το αντίθετο του νοήματος. Το μη νόημα, είναι η ποίηση, το ευφυολόγημα, αυτό δηλαδή που επιτρέπει την αμφισημία της γλώσσας.
Δεν είναι εύκολη, μάλλον, η συνεύρεση με το μη νόημα, με την αμφισημία, τρέχουμε να καλύψουμε το κενό να δώσουμε νόημα στην αμφισημία, να καταλάβουμε την αλήθεια του ποιήματος.
Να αφεθούμε να πάμε πέρα από το νόημα, να αφεθούμε να χτυπήσει αναπάντεχα ένας στίχος την ύπαρξη μας, ένας στοίχος που για να γραφτεί «τὸν ποιητή κούρασε τόσο» όπως μας λέει ο Καβάφης στο ποίημα «Οὗτος Ἐκεῖνος»:
Ἄγνωστος - ξένος μὲς στὴν Ἀντιόχεια - Ἐδεσσηνὸς
γράφει πολλά. Καὶ τέλος πάντων, νά, ὁ λίνος
ὁ τελευταῖος ἔγινε. Μὲ αὐτὸν ὀγδόντα τρία
ποιήματα ἐν ὄλῳ. Πλὴν τὸν ποιητὴ
κούρασε τόσο γράψιμο, τόση στιχοποιία,
καὶ τόση ἔντασις σ' ἑλληνικὴ φρασιολογία,
καὶ τώρα τὸν βαραίνει πιὰ τὸ κάθε τί.-
Μιὰ σκέψις ὅμως παρευθὺς ἀπὸ τὴν ἀθυμία
τὸν βγάζει - τὸ ἐξαίσιον Οὗτος Ἐκεῖνος,
ποῦ ἄλλοτε στὸν ὕπνο του ἄκουσε ὁ Λουκιανός.
1 Σ. Φρόυντ, Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία, εκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1994.
2 Σ. Φρόυντ, 3 μελέτες για την θεωρία της σεξουαλικότητας, εκδ. Επίκουρος, Αθήνα, 1998
3 Σ. Φρόυντ, Μια παιδική ανάμνηση του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, εκδ. Εραώ, Αθήνα, 2006
4 Η M. Bonaparte, Edgar Poe. Etude psychanalytique, εκδ. Denoël et Steel, Paris, 1933, ο Peter Brooks στο Reading for the plot. Design and intention in narrative, εκδ. Harvard University Press, London 1984, ο Paul Jay στο βιβλίο του Being in the text, εκδ. Cornell University Press, Ithaca, N. Y., 1984 και αρκετοί άλλοι
5 Κ. Σολέρ, Η λογοτεχνική περιπέτεια, εκδ Ερατώ, Αθήνα, 2001
6 Σ. Φρόυντ, Το παραλήρημα και τα όνειρα στην Γκράντιβα, εκδ Αύρα,1994
7 Ζ. Λακάν, Séminaire Livre VII, L’éthique de la Psychanalyse, εκδ. Seuil, Παρίσι, 1986
8 H. Castanet, Λέξη και εικόνα, Opportuna, Πάτρα, 2011
9 Χάιντεγκερ, La chose in Essais et Conferences, εκδ. Gallimard – Tel, Παρίσι, 1958
10 Ν. Παπαχριστόπουλος, επίμετρο στο «Μια διαβολική νεύρωση του 17ου αιώνα» του Σ. Φρόυντ, Opportuna, Πάτρα, 2012
1 Ζ. Λακάν, Séminaire Livre ΧVII, l’Envers de la psychanalyse, εκδ. Seuil, 1991
12 Ν. Παπαχριστόπουλος, Ψυχανάλυση και γραφή, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2005
13 Θ. Λίποβατς «Οι τέσσερεις Λόγοι» στο Ο διάλογος ψυχανάλυσης και κοινωνικού δεσμού, εκδ. Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 2008