Ποιες ήταν οι Φαινομηρίδες της Αρχαίας Σπάρτης
«κατά την Σπάρτην θαυμάζεται μάλλον ο κάλλιστος και γυνή η καλλίστη, καλλίστας γεννώσης της Σπάρτης τας γυναίκας»
ΣΠΑΡΤΗ. Η ενδυμασία αντιστοιχούσε στον τρόπο ζωής των Σπαρτιατών. Ήταν απλή και στηριζόταν πάνω στις αρχές: λιτότητα, ολιγαρχία και σκληραγωγία. Αυτό μάλιστα δίνει την εντύπωση ότι είχαν υποταχθεί στις αρχές αυτές χωρίς διάκριση τόσο οι φτωχοί όσο και οι πλούσιοι.
Οι Σπαρτιάτισσες ήταν γνωστές στην υπόλοιπη Ελλάδα για τα κοντά τους φορέματα, που έφταναν μόνο μέχρι τα γόνατα. Με βάση τη γραπτή παράδοση χαρακτηρίζεται σήμερα λακωνικός ο πέπλος, που αφήνει ελεύθερη ή ανοιχτή τη μια πλευρά του σώματος. Αλλά και η αντίθετη άποψη υπάρχει, ότι το ένδυμα αυτό με κανέναν τρόπο δεν ήταν τόσο ιδικά λακωνικό όπως θα μπορούσε κανείς να μας κάνει να το πιστέψουμε.
Οι Σπαρτιάτισσες γυμνάζονταν, για να αποδείξουν πως ήταν ικανές να γεννήσουν υγιή και εύρωστα παιδιά. Παχουλές, χαλαρές και αγύμναστες γυναίκες, δεν δύναντο να ελκύσουν τους άντρες Σπαρτιάτες, κατά τα πρότυπα της πόλεως. Αυτές φορούσαν τον γνωστό κοντό δωρικό μάλλινο χιτώνα, με το σκίσιμο εις το πλάι, ώστε να φαίνεται ο μηρός! Εξού και αποκαλούνταν «Φαινομηρίδες» από τους υπόλοιπους Έλληνες.
Είχαν μεγάλες ελευθερίες, αντίστοιχες των ανδρών, καθώς θεωρείτο πως μόνο μία ελεύθερη και δυνατή γυναίκα, δύναται να γεννήσει αληθινούς άνδρες…
Όπως αποδείχνουν παραστάσεις το ένδυμα αυτό απαντά το ίδιο και σε άλλες περιοχές. Επίσης φαίνεται πως δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη η ταύτιση αυτού του ανοιχτού πέπλου με το ένδυμα, που ονομαζόταν «φαινομηρίς». Εάν στηριχθούμε στον ορισμό ή στην περιγραφή του Πολυδεύκη, τότε μπορούμε να φανταστούμε ένα φόρεμα όπου το μέρος της φούστας έμενε ανοιχτό μέχρι το ύψος της μέσης. Αυτό το είδος των ενδυμάτων φορούσαν και τα κορίτσια της Σπάρτης, και γι' αυτό τα ονόμαζαν «φαινομηρίδες».
Φοριέται εξίσου από ανθρώπινα και θεϊκά όντα για να τονίζει την ευκινησία, την ταχύτητα ή την επιδεξιότητα. Μια άλλη μορφή φορέματος ενδύματος περιγράφει ο Παυσανίας.
Φοριόταν από τις Σπαρτιάτισσες παρθένες προς τιμήν της Ήρας στην Ολυμπία κατά τους αγώνες δρόμου. Το ρούχο ήταν κοντό άφηνε τα γόνατα ελεύθερα και το δεξιό στήθος ακάλυπτο. Η στενή φορεσιά που έδειχνε ελεύθερα τα σκέλη και το στήθος ήταν χαρακτηριστική ακριβώς για τα κορίτσια της Λακωνίας.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο τολμηρή, αγέρωχη και αρρενωπή και μιλούσε ελεύθερα ακόμη και για τα σπουδαιότερα ζητήματα, «ήρχε δε εις τα του οίκου της απολύτως» και επεξέτεινε την ισχύ της και στα πολιτικά όταν οι άνδρες έλλειπαν στον πόλεμο. Χαρακτηριστικός είναι ο χρησμός που έδωσε η πυθία στους Αιγιείς η όπου χαρακτηρίζει σαν τα τρία πιο όμορφα πράγματα στον κόσμο τα εξής» (Στράβων «Οι Ευβοείς»): « Ίππος Θεσσαλικήν, Λακεδαιμονίην δε γυναίκα άνδρας θ’ οι πίνουσι ύδωρ ιερής Αρεθούσης» (τα Θεσσαλικά άλογα, τις λακεδαιμόνιες γυναίκες και τους άντρες που πίνουν νερό από την ιερή κρήνη της Αρεθούσας).
Ο Αριστοφάνης περιγράφει την ομορφιά και την ρώμη τους στην «Λυσιστράτη» λέγοντας: «Ω φιλτάτη Λάκαινα χαίρε, οίον το κάλλος, γλυκυτάτη, σου φαίνεται, ως δε ευχρoείς, ως σφριγά το σώμα σου καν ταύρον άγχοις» (στίχος 78) που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει: «χαίρε αξιαγάπητη γλυκύτατη Λάκαινα, που έχεις τέτοια ομορφιά, ώστε με το υπέροχο χρώμα σου και την σφριγηλότητα του σώματός σου ακόμη και ταύρο αγχώνεις».
Ο Αθήναιος λέει ότι: «κατά την Σπάρτην θαυμάζεται μάλλον ο κάλλιστος και γυνή η καλλίστη, καλλίστας γεννώσης της Σπάρτης τας γυναίκας» (στην Σπάρτη μπορούσε κανείς να θαυμάσει τους ομορφότερους άντρες αλλά και τις πιο όμορφες γυναίκες, διότι η Σπάρτη γεννούσε τις ομορφότερες).
Ο δε Όμηρος ονομάζει την Λακεδαίμονα «καλλιγύναικα», διότι εκεί οι γυναίκες είχαν κάλλος και ρώμη.
Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι επιβαλλόταν στις Σπαρτιάτισσες να κυκλοφορούν και γυμνές ανάμεσα στους νέους, ώστε να χουν κίνητρα να φροντίζουν το κάλλος του σώματός τους για να μπορούν να φέρνουν στον κόσμο όμορφα και υγιή παιδιά, και σχολιάζει: «Η δε γύμνωσις των παρθένων ουδέν αισχρόν είχεν, αιδούς μεν παρούσης, ακρασίας δ’ απούσης» (Η γύμνωση άλλωστε των παρθένων δεν είχε τίποτε το αισχρό, διότι συνυπήρχε με την ντροπή και έλλειπε κάθε ίχνος απρεπείας) (Βίοι Παράλληλοι, Λυκούργος
Ο ρόλος της γυναίκας στη Σπάρτη
Η εκπαίδευση της γυναίκας είχε ιδιαίτερη σημασία, αφού για μεγάλο χρονικό διάστημα έμενε μόνη στο σπίτι. Μιας και ο άντρας έλειπε, εκείνη αναλάμβανε τις υποχρεώσεις της οικογένειας, άρα είχε αυξημένες αρμοδιότητες αλλά και αρκετά προνόμια. Ήταν χειραφετημένη σε βαθμό αδιανόητο για την υπόλοιπη Ελλάδα. Συμμετείχε στην αθλητική αγωγή όπως τα αγόρια και ήταν φημισμένη η σβελτάδα και η ρώμη της. Έπαιρνε μέρος σε αγώνες πάλης γυμνή μπροστά σε άντρες και γυμναζόταν στο δίσκο και στο ακόντιο. Ιδιαίτερη βαρύτητα έδιναν και στο χορό. Κάποιες τους διέθεταν δικά τους άλογα ή και άρματα που οδηγούσαν σε ορισμένες θρησκευτικές γιορτές και αγώνες. Η πρώτη γυναίκα ολυμπιονίκης ήταν η Σπαρτιάτισα Κυνίσκα, που διατηρούσε εκτροφείο αλόγων και κέρδισε δύο ολυμπιακές νίκες το 396 και το 392 π.Χ., στο τέθριππον.
Καθώς το κράτος αναλάμβανε την ανατροφή των γιων και οι σύζυγοι έλειπαν καιρό από το σπίτι, οι γυναίκες αφιέρωναν πολύ χρόνο για τη μόρφωσή τους. Πολλές γυναίκες ασχολούνταν με την ποίηση, όπως η Μεγαλοστράτα και η Κλειταγόρα, ενώ αναφέρονται Σπαρτιάτισσες Πυθαγόρειες.
Οι γυναίκες της Σπάρτης διέθεταν σημαντική οικονομική ευρρωστία, αφού κατείχαν τα 2/5 περίπου της λακωνικής γης, έχοντας το δικαίωμα κληρονομιάς της πατρικής περιουσίας, με τον θεσμό της πατρούχου. Δεν ασχολούταν με τις δουλειές του σπιτιού, για τις οποίες υπήρχαν οι είλωτες, αλλά εξέφραζαν άποψη στα κοινά, λαμβάνοντας τον λόγο στις πολιτικές συγκεντρώσεις – και σοκαρισμένοι οι αρχαίοι συγγραφείς των άλλων πόλεων διαπίστωναν ότι οι γυναίκες στην Σπάρτη ακούγονταν κιόλας.
Η επιλογή συντρόφου ήταν πολύ προσωπική υπόθεση και όχι απόφαση των γονιών. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των ελληνικών πόλεων όπου η γυναίκα παντρευόταν στα δεκαπέντε της χρόνια, τα κορίτσια της Σπάρτης έφταναν σε ηλικία γάμου στα είκοσι. Ο νόμος του Λυκούργου έλεγε ότι πρέπει τα κορίτσια να παντρεύονται σε ηλικία που να μπορούν ν’ αντλήσουν ευχαρίστηση απ’ την ερωτική συνεύρεση, θεωρώντας ότι οι απόγονοι θα είναι καλύτεροι όταν και οι δύο γονείς απολαμβάνουν την πράξη δημιουργίας τους.
Αφού πρώτα άφηναν τον άντρα να τις κλέψει, στη συνέχεια περνούσαν μια περίοδο κατά την οποία ο καθένας ζούσε στο σπίτι του. Οι συναντήσεις τους ήταν μυστικές και σύντομες σε απόλυτο σκοτάδι. Έτσι δεν έχαναν πολύτιμο χρόνο για τις υποχρεώσεις της συμβίωσης και «διατηρούσαν τη φρεσκάδα του έρωτα, ένιωθαν πάντα έντονη επιθυμία για το σύντροφό τους κι απολάμβαναν περισσότερο τον έρωτα», όπως αναφέρει ο Πλούταρχος. Οι μητέρες που δε ζούσαν με τους άντρες τους δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, καθώς ο νόμος αναγνώριζε την ισοτιμία τους με τις υπόλοιπες. Είχαν επίσης το δικαίωμα, όταν ο άντρας τους έλειπε πολύ καιρό, να επιλέξουν άλλον, με απώτερο σκοπό πάντα την τεκνοποίηση. Η μοιχεία ήταν ανύπαρκτη στην Σπάρτη, όπως ανύπαρκτες ήταν η πορνεία και η ομοφυλοφιλία.
Μέχρι την ηλικία των επτά ετών, το παιδί μεγάλωνε με την μητέρα του, η οποία δεν χρησιμοποιούσε φασκιά, για να μη παραμορφωθεί το σώμα του, γίνει νευρικό ή πεισματάρικο. Απομάκρυναν δε κάθε τι από κοντά του, το οποίο θα έκανε το παιδί να νιώσει φόβο, να κλάψει ή να αισθανθεί άσχημα. Ορισμένες επιτύμβιες επιγραφές, που διασώζονται, αναγράφουν το όνομα κάποιας Σπαρτιάτισσας και πλάι «πέθανε στη γέννα» – επισήμανση τιμής, δόξα για τη νεκρή γυναίκα, όπως για τον άνδρα Σπαρτιάτη ήταν τιμή να αναγράφεται «πέθανε στον πόλεμο», αν έχανε τη ζωή του στα πεδία των μαχών. Οι Σπαρτιάτες ανεπιφύλακτα απέδιδαν δημόσιες τιμές και εξέφραζαν δημοσίως επαίνους προς τις γυναίκες, σε κραυγαλέα αντίθεση με την Αθήνα, επί παραδείγματι, όπου ο Περικλής λέει – δίχως φόβο να διαψευστεί – ότι οι πιότερο αξιοσέβαστες Αθηναίες ήταν εκείνες για τις οποίες δεν είχε ακουστεί δημόσια έπαινος ή ψόγος. Ούτε και οι ίδιες οι Σπαρτιάτισσες δείλιαζαν να μιλήσουν. Αναπτύχθηκε παράδοση που ανιχνεύεται στην εποχή του Ηρόδοτου ακόμη, η οποία αποδίδει σης γυναίκες της Σπάρτης εξαιρετικά οξυδερκείς ή πνευματώδεις παρατηρήσεις. Πολλές από αυτές συγκεντρώθηκαν σε ένα έργο με τίτλο «Αποφθέγματα Λακωνικά» που αποδίδεται στον Πλουταρχο.
Όταν ένα αγόρι γύριζε από τη μάχη μόνο, δίχως τ’ αδέλφια του, η μητέρα, αντί να τον καλωσορίσει με τρυφεράδα, τον σφυροκοπούσε με προσβολές: «Σε μεγάλωσα για να γίνεις εσύ ο μόνος δειλός από τα παιδιά μου;». Η λακωνική φράση «ή ταν ή επί τας» λέγεται ότι εκστομιζόταν από την τυπική Σπαρτιάτισσα μητέρα ή τη σύζυγο και απευθυνόταν στο γιο ή τον άντρα της, όταν εκείνος έφευγε για τον πόλεμο. Σήμαινε: «γύρνα πίσω με την ασπίδα σου, ζωντανός και νικητής φέροντας την ασπίδα σου, ή γύρνα νεκρός, να σε κουβαλούν πάνω στην ασπίδα οι νικηφόροι συμπολεμιστές σου». Όταν Αθηναία ρώτησε τη Γοργώ, την σύζυγο του Λεωνίδα, πώς γίνεται μόνο οι Σπαρτιάτισσες απ’ όλες τις γυναίκες να έχουν τέτοια δύναμη ανάμεσα στους άντρες, πήρε την απάντηση «Επειδή μόνο εμείς γεννάμε πραγματικούς άντρες». Εννοώντας άντρες με τόση αυτοπεποίθηση, που να μην διστάζουν να δώσουν δύναμη και στις γυναίκες τους.
Με τον θρυλικό στρατό των Σπαρτιατών, οι γυναίκες δεν είχαν την ευκαιρία να δείξουν την μαχητική τους ικανότητα – εκτός μία φορά: Όταν ο Πύρρος βάδισε εναντίον της ατείχιστης Σπάρτης, με τον μεγαλύτερο στρατό της εποχής και τους πολεμικούς του ελέφαντες, ενώ ο Αρεύς έλειπε με το σύνολο του σπαρτιατικού στρατού, οι γυναίκες με τα παιδιά οργάνωσαν μια εκπληκτική άμυνα σε ένα μόλις βράδυ και ο μεγάλος στρατηγός είχε την πιο ταπεινωτική ήττα του, συντετριμμένος απ’ τις Σπαρτιάτισσες, που έκαναν πράξη οι ίδιες το «ή ταν ή επί τας» που επί αιώνες έλεγαν στους γυιούς και τους άντρες τους.