ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ. Οι κάτοικοι της Μεσσηνίας μαζεύουν τα κομμάτια τους πάνω στα αποκαΐδια που άφησε η φωτιά, ενώ ειδικοί εντοπίζουν τα αίτια των πυρκαγιών στην αστικοποίηση δασικών εκτάσεων, στην κλιματική αλλαγή και στην εγκατάλειψη των βουνών - Ο απολογισμός των καμένων εκτάσεων του 2025 και το παράδειγμα του Φενεού.

«Τι σκεφτόμαστε σήμερα; Δεν σκεφτόμαστε πια, μόνο κλαίμε…»

Ο κ. Γιάννης, 65 χρόνων, κάτοικος του Κρυονερίου Μεσσηνίας, σταματάει για λίγο προκειμένου να ανασυντάξει τις σκέψεις του. «Το Βήμα» τον βρίσκει έξω από το σπίτι άλλου κατοίκου της περιοχής, ένα κτίσμα με μαυρισμένους τοίχους που ωστόσο στέκονται ακόμη όρθιοι γύρω από στάχτες και αποκαΐδια, σπασμένα παράθυρα και ξύλινες κατασκευές που έχουν καταρρεύσει στην είσοδο του κήπου. Οσο μπορεί να ξεχωρίσει το μάτι, πλαγιές σκεπασμένες με στάχτη εκεί όπου μέχρι χθες υπήρχε πράσινο. Καμένα δέντρα σαν σκελετοί, ένα πεδίο μάχης όπου πυροσβέστες και κάτοικοι έδωσαν μάχη λίγες μέρες νωρίτερα για να σώσουν τα χωριά τους.

Πώς να περιγράψει ο ίδιος την καταστροφή; Η φωτιά που ξέσπασε πριν από λίγες μέρες άφησε πίσω της ένα τοπίο πένθους.

«Δεν σκεφτόμαστε πια, μόνο κλαίμε…» λέει ο κύριος Γιάννης από το Κρυονέρι Μεσσηνίας/Φωτογραφία: tovima.gr

«Η Πυροσβεστική έδωσε τεράστια μάχη» αναλαμβάνει να εξηγήσει ο κ. Παναγιώτης, κάτοικος του χωριού Μοναστήρι. «Ακόμα με γεννήτρια έχουμε ρεύμα, τα καλώδια είναι καμένα και κανείς δεν ήρθε να μας ρωτήσει τι κάνουμε. Τα παιδιά της Πυροσβεστικής έγιναν θυσία» λέει αναστενάζοντας.

Κρυονέρι Μεσσηνίας/Φωτογραφία: Αλέξης Μιχαλακόπουλος

Περιγράφει πως, παρά τις προσπάθειες, σε 10 λεπτά όταν γύρισε ο αέρας έγινε ό,τι έγινε, εξαίροντας την κινητοποίηση για τον περιορισμό του πύρινου μετώπου: «Μεγάλη δουλειά έκαναν τα τρακτέρ με τα βυτία για την κατάσβεση. Αν είχαν κόψει τα χορτάρια, δεν θα είχαν καεί τα σπίτια». Το Κρυονέρι και τα γύρω χωριά μετρούν τώρα τις πληγές τους, ενώ οι κάτοικοι παλεύουν να σταθούν ξανά όρθιοι μέσα σε ένα τοπίο που μοιάζει αγνώριστο.

«Αν είχαν κόψει τα χορτάρια, δεν θα είχαν καεί τα σπίτια» τονίζει ο κύριος Παναγιώτης από το Μοναστήρι Μεσσηνίας/Φωτογραφία: tovima.gr

Πώς φτάσαμε εδώ; «Από τη στιγμή που ο άνθρωπος μπήκε στο δάσος, το αστικοποίησε» λέει ο καθηγητής Δημήτρης Εμμανουλούδης, δασολόγος-υδρολόγος και διευθυντής του εργαστηρίου ASSIST στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. «Με σπίτια, ξενοδοχεία, δρόμους, αναψυκτήρια, όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες δημιούργησαν ζωντανές πηγές κινδύνου, ενώ με τις συνθήκες ξηρασίας και υψηλών θερμοκρασιών το δάσος γεμίζει προσανάμματα – ξερά κλαδιά, φρύγανα, πευκοβελόνες – με υγρασία σχεδόν μηδενική. Ολο αυτό γίνεται ένα εύφλεκτο χαλί, έτοιμο να πάρει φωτιά». Η κλιματική κρίση κάνει τα πράγματα χειρότερα. «Τέσσερις μέρες καύσωνα αρκούν για να καταστήσουν οποιαδήποτε έναρξη πυρκαγιάς ανεξέλεγκτη» εξηγεί ο Σεραφείμ Τσιουγκρής, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Εθελοντών Πυροσβεστικού Σώματος, προσθέτοντας ότι «οι φωτιές πλέον εξελίσσονται πολύ πιο επιθετικά, και η ανθρώπινη παρέμβαση έχει όρια».

Ενας ακόμη κρίσιμος παράγοντας, προσθέτει ο Ισίδωρος Μάδης, δήμαρχος Παιανίας και πρόεδρος του Συνδέσμου Προστασίας και Ανάπτυξης Υμηττού (ΣΠΑΥ), είναι η εγκατάλειψη των βουνών που αναδεικνύει πόσο σημαντική είναι η παρουσία πολιτών που γνωρίζουν το δάσος και ζουν μέσα από αυτό: «Μετά τις 20 Αυγούστου, όταν ξεκινά το κυνήγι, οι φωτιές μειώνονται δραστικά. Αυτό δείχνει ότι η ανθρώπινη παρουσία στο βουνό λειτουργεί αποτρεπτικά. Είμαι μέσα στο δάσος, παρακολουθώ το δάσος, προστατεύω το δάσος. Στις εποχές των δασικών συνεταιρισμών και των ρετσινάδων – οι φωτιές δεν υπήρχαν. Αρα η παρουσία κόσμου στο βουνό είναι πολύτιμη. Αρκεί να συνοδεύεται από σεβασμό και κανόνες».

Από τα Δασαρχεία στην Πυροσβεστική

Μέχρι το 1998 η ευθύνη της δασοπυρόσβεσης ανήκε στις δασικές υπηρεσίες. Με τον νόμο 2612/1998 η αρμοδιότητα πέρασε στο Πυροσβεστικό Σώμα. Η αλλαγή αυτή, που στόχευε στον καλύτερο συντονισμό και στη δημιουργία ενιαίου μηχανισμού, έχει επικριθεί από πολλούς ειδικούς που θεωρούν ότι χάθηκε η εξειδικευμένη γνώση των δασολόγων για τη συμπεριφορά της φωτιάς στα δάση. «Η Δασική Υπηρεσία ήξερε πού “πονάει” το δάσος και πώς να το αντιμετωπίσει» τονίζει ο κ. Μάδης. «Σήμερα η Πυροσβεστική έχει αποκτήσει σημαντική εμπειρία, αλλά η συνεργασία με τη Δασική Υπηρεσία είναι ανεκτίμητη».

Η ανάγκη συνεργασίας γίνεται πράξη στον Υμηττό, όπου ο Σύνδεσμος εφαρμόζει ένα διαφορετικό μοντέλο που έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό. «Η επιτυχία οφείλεται στη διάθεση των εθελοντικών μας ομάδων, αλλά και στο γεγονός ότι οι δήμοι που απαρτίζουμε τον Σύνδεσμο έχουμε πάρει πολύ σοβαρά το κομμάτι της πολιτικής προστασίας, παρά τα προβλήματα – κυρίως χρηματοδοτικά – που αντιμετωπίζουμε. Πολύ σημαντικό είναι επίσης ότι έχει καλλιεργηθεί μια ουσιαστική σχέση συνεργασίας μεταξύ των δήμων και των εθελοντών δασοπροστασίας» εξηγεί.

Ο ΣΠΑΥ έχει εγκαταστήσει δεξαμενές ανεφοδιασμού για τα εναέρια μέσα, επεκτείνει το δίκτυο πυροσβεστικών κρουνών, ενώ το Κέντρο Επιχειρήσεών του είναι συνδεδεμένο σε πραγματικό χρόνο με το Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας. «Δεν υπάρχει τμήμα του Υμηττού χωρίς κάλυψη. Εχουμε drones, θερμικές κάμερες, παρατηρητήρια και θηροφύλακες. Αυτό που πετύχαμε εδώ μπορεί να γίνει και αλλού, αν υπάρξει οργάνωση και πολιτική βούληση».

Ο ρόλος των drones και των εθελοντών

Μπορεί τα drones να έχουν προσφέρει νέες δυνατότητες επιτήρησης, αλλά δεν αποτελούν πανάκεια και σίγουρα δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ανθρώπινη παρέμβαση. «Τα drones είναι χρήσιμα, αλλά επιχειρούν μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις: δεν μπορούν να πετάξουν με δυνατό άνεμο ή τη νύχτα και φυσικά δεν μπορούν να σβήσουν φωτιά. Ακόμα και η μεγαλύτερη πυρκαγιά ξεκινάει σημειακά, από ένα δέντρο ή έναν θάμνο. Αν εντοπιστεί γρήγορα το σημείο έναρξης, δύο άνθρωποι μπορούν να τη σβήσουν» εξηγεί ο κ. Εμμανουλούδης.

Σήμερα, στο Πυροσβεστικό Σώμα υπηρετούν περίπου 4.000 εθελοντές, με τον κ. Τσιουγκρή να ζητά τη δημιουργία εθελοντικών πυροσβεστικών κλιμακίων σε απομακρυσμένες περιοχές. «Υπάρχουν ορεινά και νησιωτικά μέρη χωρίς καμία πυροσβεστική παρουσία. Πρέπει να ενισχυθεί ο θεσμός του εθελοντή πυροσβέστη και να γίνουμε πραγματικά μέρος της πρώτης γραμμής». «Η αιχμή του δόρατος είναι η πρόληψη» λέει ο Εμμανουλούδης, προτείνοντας τη δημιουργία ενός σώματος πυροφυλακής που θα περιπολεί όλο το 24ωρο στα δάση.

Παράλληλα, ζητά καθαρισμούς δασών τον χειμώνα, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες και στέκεται στην ατομική ευθύνη του κάθε πολίτη. «Σε ημέρες με δείκτη επικινδυνότητας – που πλέον είναι συχνές – δεν μπορεί να κάνει κανείς εργασίες στην ύπαιθρο, ούτε μπάρμπεκιου, ούτε θερμές διεργασίες» λέει.

«Οταν η φωτιά ξεφεύγει, καλούμαστε να τα βάλουμε με τη φύση – και τότε, αν δεν υπάρχει προετοιμασία, η μάχη είναι άνιση» καταλήγει ο κ. Τσιουγκρής.

Πιο «ύπουλες» οι πυρκαγιές σε μεγάλο υψόμετρο

Η φετινή χρονιά είναι η δεύτερη χειρότερη της τελευταίας πενταετίας σε καμένες εκτάσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί ως σήμερα και παραχώρησε στο «Βήμα» η επιχειρησιακή μονάδα BEYOND του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ). Πρώτο στην αποκαρδιωτική αυτή κατάταξη ήταν το 2023 με συνολικά 527.270 καμένα στρέμματα.

Οσον αφορά τη φετινή χρονιά, ωστόσο, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο κάηκαν 185.000 στρέμματα σε 55 δασικές πυρκαγιές. Τη μεγαλύτερη καμένη έκταση (60.700 στρέμματα) προκάλεσε η πυρκαγιά που ξέσπασε στη Χίο στις 22 Ιουνίου, με τις φωτιές στα Κύθηρα (ξέσπασε στις 26 Ιουλίου) και τον Φενεό (22 Ιουλίου) να ακολουθούν σε μέγεθος καμένης έκτασης. Δεν είναι όμως μόνο αυτά τα στοιχεία που προκαλούν ανησυχία στους επιστήμονες, καθώς κάποιες περιοχές κάηκαν για δεύτερη, τρίτη, ακόμα και τέταρτη φορά, ενώ κάποια είδη βλάστησης είναι πολύ δύσκολο να αναγεννηθούν.

Κάηκαν για τέταρτη φορά

Στα Κύθηρα, για παράδειγμα, καταγράφονται εκτάσεις που φέτος κάηκαν για τέταρτη φορά, σύμφωνα με το Κέντρο Αριστείας BEYOND του Ινστιτούτου Αστρονομίας, Αστροφυσικής, Διαστημικών Εφαρμογών και Τηλεπισκόπησης του ΕΑΑ, που παρέχει διαχρονική χαρτογράφηση των καμένων εκτάσεων και της συχνότητας πυρκαγιών σε όλη την Ελλάδα στηριζόμενη σε δορυφορικά δεδομένα υψηλής ακρίβειας από το 1984 έως σήμερα.

Κύθηρα/Φωτογραφία: Facebook @Nick Plionis

Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, από όλες τις πυρκαγιές που έχουν σημειωθεί από το 1987 μέχρι σήμερα στο νησί, τουλάχιστον 68.750 στρέμματα (περίπου το 25% της έκτασής του) έχουν καεί έστω και μία φορά. Φέτος έγινε στάχτη από τις 26 Ιουλίου μέχρι τις 28 Ιουλίου, που υπάρχει δορυφορική εικόνα, το 10% του νησιού (η φωτιά επεκτάθηκε και μετά τις 28 Ιουλίου πλήττοντας και άλλα τμήματα των Κυθήρων).

Οικολογικό πλήγμα στον Φενεό

Η φωτιά στον Φενεό χαρακτηρίζεται ως η σημαντικότερη οικολογική καταστροφή της φετινής αντιπυρικής περιόδου. Και αυτό γιατί μπορεί η περιοχή να μην είχε ξανακαεί στο παρελθόν, αλλά μεγάλο τμήμα της καμένης έκτασης βρίσκεται μέσα στο δίκτυο Natura 2000 – συγκεκριμένα 8.090 στρέμματα (περίπου το 51% της συνολικής καμένης έκτασης) ανήκουν σε προστατευόμενη περιοχή, ενώ περίπου 8.810 στρέμματα (55% της καμένης έκτασης) αφορούν δάσος κωνοφόρων και κυρίως κεφαλληνιακής ελάτης.

Τι ξεχωρίζει ειδικά τις πυρκαγιές των Κυθήρων και του Φενεού; Εκτός από το μέγεθος της καμένης έκτασης, οι επιστήμονες ξεχωρίζουν:

– Το ιστορικό της περιοχής, εάν δηλαδή η συγκεκριμένη έκταση έχει ξανακαεί – και όπως είδαμε, αυτό συνέβη στα Κύθηρα. Αν έχει ξανακαεί, σημαντικό ρόλο παίζει τι είδους βλάστηση έχει. Γιατί από αυτό εξαρτάται το πόσο χρόνο χρειάζεται να θωρακίσει και να αναπτύξει τους μηχανισμούς αναγέννησής της.

– Τα είδη που καίγονται. Στα λεγόμενα μεσογειακά ή χαμηλά δάση (κάτω από 900 μ. υψόμετρο) τα περισσότερα είδη έχουν ανεπτυγμένους μηχανισμούς φυσικής αναγέννησης – είτε αναβλασταίνουν (από τον κορμό, τα κλαδιά, τις ρίζες) είτε φύονται από σπόρους (όπως γίνεται στις περιπτώσεις της χαλεπίου και της τραχείας πεύκης).

Τα είδη που αναβλασταίνουν (π.χ. τα πουρνάρια) έχουν τη δυνατότητα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα να αναπτύξουν ξανά τους μηχανισμούς ασφαλείας για τη φυσική αναγέννησή τους. Αν όμως η βλάστηση αποτελείται από πεύκα, οι μηχανισμοί φυσικής αναγέννησης (δηλαδή οι κώνοι και οι σπόροι μέσα σε αυτούς) θα χρειαστούν τουλάχιστον 15 χρόνια για να αναπτυχθούν πλήρως. Υπάρχουν παράλληλα κάποια είδη σε αυτά τα οικοσυστήματα που δεν αναγεννώνται εύκολα φυσικά – όπως, για παράδειγμα, ο κέδρος ή άρκευθος. Η αναγέννηση σε αυτά γίνεται ουσιαστικά από τις άκαυτες νησίδες.

Στα υψηλά δάση, που η βλάστηση αποτελείται από έλατα, μαύρη πεύκη, δασική πεύκη κ.λπ., η φυσική αναγέννηση είναι δύσκολη. Αυτό ισχύει στις περιπτώσεις που η πυρκαγιά είναι έντονη, όχι έρπουσα, επιφανειακή. Και αυτού του είδους οι πυρκαγιές, που συμβαίνουν στα μεγαλύτερα υψόμετρα, είναι πλέον όλο και πιο συχνές.

Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Φενεός, το ελατοδάσος που κάηκε εκεί δύσκολα θα επανέλθει και θα πρέπει να ενισχυθεί με ανθρώπινες παρεμβάσεις. «Την πρώτη παράμετρο, του ιστορικού της περιοχής, τη γνωρίζαμε, τη γνωρίζουμε, και είμαστε συχνά αντιμέτωποι με αυτή. Δυστυχώς οι εκτάσεις που διπλοκαίγονται αυξάνονται» λέει στο «Βήμα» ο υπεύθυνος χερσαίου προγράμματος του WWF, δασοπόνος – περιβαλλοντολόγος Νίκος Γεωργιάδης.

Φενεός/Φωτογραφία: Facebook

«Η δεύτερη παράμετρος με τις έντονες πυρκαγιές στα μεγάλα υψόμετρα είναι σχετικά νέα. Και αυτό είναι ένα σημαντικό θέμα, φοβάμαι ότι στα επόμενα χρόνια θα έχουμε πρόβλημα σε αυτή τη βλάστηση. Είτε θα αντικατασταθούν φυσικώς, “ανεβαίνοντας” σε υψόμετρο και αφήνοντας τη θέση τους σε πιο θερμόβια είδη, όπως είναι οι δρύες και η χαλέπιος πεύκη, είτε θα έχουμε υποβάθμιση της βλάστησης. Και αυτό είναι ένα σημαντικό πρόβλημα». Σημαντική ποιοτική παράμετρο έπειτα από μια πυρκαγιά αποτελεί η κλίση του εδάφους. Οταν είναι μεγάλη, δυσκολεύουν τόσο η φυσική αναγέννηση (ειδικά των ειδών που αναγεννιούνται με σπόρους) όσο και η ανθρώπινη παρέμβαση με τεχνητά μέσα.

Πηγή: tovima.gr/Χρήστος Λογαράς, Ιφιγένεια Βιρβιδάκη