Γράφει ο Γιάννης Μητράκος

Όταν ήμουν μικρός μαθητής του παλαιού Τρίτου Δημοτικού Σχολείου Σπάρτης, ενθυμούμαι να μας επισκέπτεται, κατά διαστήματα, ένας καλοκάγαθος και χαμογελαστός στην όψη ασπρομάλλης κύριος, που κουβαλούσε μαζί του μια καταπονημένη κιθάρα. Ο άνθρωπος αυτός περνούσε από τάξη σε τάξη και μας μάθαινε διάφορα σχολικά τραγούδια, που τα τραγουδούσαμε μαζί του γεμάτοι ενθουσιασμό! Δυστυχώς αυτά τα τραγούδια δεν έχουν μείνει στη μνήμη μου εκτός από ένα: το θρυλικό «Ευρώτας»!

Ο συμπαθέστατος, αλλά άγνωστος τότε σε μας κύριος, δεν ήταν άλλος παρά ο ονομαστός δάσκαλος της μουσικής, ο μαέστρος και συνθέτης , ο Σπαρτιάτης μουσουργός Αλέκος Παναγιωτόπουλος!

Ο αείμνηστος μπαρμπα-Αλέκος γεννήθηκε στη Σπάρτη το έτος 1898. Από πολύ νωρίς φάνηκε το χάρισμα του μουσικοσυνθέτη, που του έδωσε απλόχερα ο Θεός. Τις πρώτες μουσικές γνώσεις τις πήρε στην ηλικία των δέκα ετών ως μέλος της Φιλαρμονικής της Σπάρτης, κοντά στους Ιταλούς Αρχιμουσικούς Αντόνιο Μπιφέρνο και Ρουτζέρο Καμπανίλε.

Σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, όντας μαθητής της Τρίτης τάξης του Γυμνασίου, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια που ήταν ο «Ευρώτας», η «Πρωτομαγιά», η «Άνοιξη», η «Ψεύτρα χαρά» και άλλα σε στίχους του συμμαθητή του Γιώργου Καραντζά.

Στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο (1912-1918) υπηρέτησε ως επίστρατος στρατιώτης, επί πέντε έτη, στη στρατιωτική μπάντα, κοντά στον Αρχιμουσικό Ιωάννη Καρατζά. Έπαιζε κορνέτα και αλτικόρνο.

Μετά τον πόλεμο, το 1923, παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στους Βασίλειο Σωζόπουλο (διεύθυνση μπάντας) και Ιωάννη Φραγκόπουλο (αρμονία).

Από το 1923 έως το 1927 διετέλεσε Αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής στη γενέτειρά του Σπάρτη. Στην περίοδο αυτή συνέθεσε περισσότερα από τριάντα ελαφρά τραγούδια, τα οποία φωνογραφήθηκαν κι έγιναν μεγάλες πανελλήνιες επιτυχίες όπως το πασίγνωστο «Θυμήσου».

Το 1927 διορίστηκε ως καθηγητής μουσικής στο Μονοτάξιο Διδασκαλείο Σπάρτης, το οποίο λειτουργούσε στην παλαιά Επαγγελματική Σχολή το μετέπειτα Γυμνάσιο Θηλέων Σπάρτης.

Μετά από δύο χρόνια τοποθετήθηκε στο Γυμνάσιο Αρρένων Σπάρτης κι από τότε έστρεψε όλη τη συνθετική του δημιουργία στο σχολικό τραγούδι. Παράλληλα ίδρυσε το Παράρτημα του Ελληνικού Ωδείου Σπάρτης και τη γυναικεία χορωδία «Χορωδία Ελληνίδων» με την οποία έδωσε πολλές συναυλίες εντός κι εκτός Λακωνίας.
Το 1943, ενώ ακόμα συνεχιζόταν η Κατοχή, μετατέθηκε στο Γυμνάσιο Μοσχάτου, όπου δημιούργησε και διηύθυνε μια από τις καλύτερες αθηναϊκές σχολικές χορωδίες, με την οποία έκανε πολλες εκπομπές στο κρατικό ραδιόφωνο. Μέσα απ’ αυτήν ο κυρ Αλέκος διέβλεψε το μεγάλο ταλέντο της μεσοφώνου Κικής Μορφονιού, που αναδείχθηκε σε μεγάλη προσωπικότητα του Λυρικού μας Θεάτρου. Είναι αξιοσημείωτο πως η Χορωδία αυτή, στις 30 Νοεμβρίου 1952, διοργάνωσε τιμητική εκδήλωση στην αίθουσα «Παρνασσός» της Αθήνας, για τη μουσική τριακονταετία του μαέστρου της Αλέκου Παναγιωτόπουλου!

Ο Αλέκος Παναγιωτόπουλος δίδαξε μουσική στα δημόσια σχολεία για 35 συναπτά έτη και γνώρισε καλά την παιδική ψυχή. Εξέδωσε τρία βιβλία με σχολικά και παιδικά τραγούδια βασισμένα σε στίχους μεγάλων Ελλήνων ποιητών, καλύπτοντας ένα μεγάλο κενό που υπήρχε στο μάθημα της μουσικής. Είναι τα εξής: «Τραγούδια του Ευρώτα» (1946), «Τραγουδούν τα Ελληνόπουλα» (1954) και «Ελλάδα» (1966).
Ο γλυκύτατος μπαρμπα-Αλέκος, όπως προείπαμε, ήταν και συνθέτης ελαφρών τραγουδιών. Έγραψε περίπου εκατό απ’ αυτά και πολλά έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Εκτός από το «Θυμήσου», που αναφέρθηκε λίγο πιο πριν, αγαπήθηκαν τα τραγούδια του: «Δεν σε ξεχνώ», «Κι αν περνούν τα χρόνια», «Έλα πριν σβήσει», «Μια ερωτική βραδιά», «Μακριά σου» και άλλα.

Ο Παναγιωτόπουλος ήταν περιζήτητος στις συντροφιές των γλεντζέδων, γιατί παντού σκόρπιζε με τη μουσική του, τη χαρά και το κέφι!

Ο καθηγητής πιάνου και προσωπικός του φίλος Γεώργιος Πλάτων γράφει σχετικά με το έργο του Παναγιωτόπουλου στο σχολικό χώρο: «Όλα τα παιδιά, που θεωρούσαν άλλοτε τη μουσική σαν το πιο περιττό και ανιαρό μάθημα, περιμένουν τώρα με άφατη χαρά να δουν ανάμεσά τους τον αγαπημένο τους δάσκαλο, να τους διδάξει με το δικό του τρόπο το μάθημα της μουσικής και να τους ξεσηκώσει με τα τραγούδια του σ’ ένα απερίγραπτο ενθουσιασμό».

Και ο ίδιος ο μπαρμπα-Αλέκος: «Δεν έγραψα ποτέ τραγούδι, χωρίς να έχω τη μουσική έμπνευση, οπότε από τα μάτια μου κυλούσαν δάκρυα συγκίνησης ή ενθουσιασμού ιερού».

Αναμετρούμενος με το θάνατο, έχοντας πλήρη επίγνωση της θνητότητάς του, γράφει: «Δεν με φοβίζει πια ούτε ο θάνατος, γιατί η ψυχή μου εκεί πάνω θα νιώθει υπέρτατη ευτυχία και αγαλλίαση, όταν θα ακούει τα Ελληνόπουλα να τραγουδούν τα τραγούδια μου».

Ο Αλέκος Παναγιωτόπουλος πέθανε το 1992 σε ηλικία 94 ετών και τάφηκε στον οικογενειακό του τάφο στο 1ο Κοιμητήριο Σπάρτης στον Αγιώργη του Ψυχικού.