Παρουσίαση του βιβλίου «Μια μεγάλη καρδιά, γεμίζει με ελάχιστα»
Το τελευταίο βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη με τίτλο «Μια μεγάλη καρδιά, γεμίζει με ελάχιστα» παρουσιάζει στο αναγνωστικό κοινό η ψυχολόγος Μαρία Κουκουμάκη, εκπροσωπώντας τη Λέσχη Ανάγνωσης Σπάρτης. Συγκεκριμένα, η κ. Κουκουμάκη αναφέρει τα εξής:
«Πρόκειται για ένα βιβλίο κατά την διάρκεια του οποίου η συγγραφέας παραθέτει τις σκέψεις της για διάφορα θέματα, όπως αυτό των διακοπών, των διατροφικών διαταραχών, της ζήλιας και άλλα. Το βιβλίο αυτό χωρίζεται σε τρία μέρη.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για σκέψεις που η συγγραφέας έχει καταγράψει σε κάποια ημερολόγια, σε κάποια χαρτάκια ακόμα και σε μηνύματα του κινητού, που ανέσυρε και τώρα τις εκθέτει μέσα σε αυτό το βιβλίο μαζί με προσωπικές αναλύσεις που αφορούν και κάποια βιβλία τρίτων, όπως αυτό του μικρού πρίγκιπα, που μέρος του αναλύεται στις πρώτες σελίδες.
Μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου μπορεί κάποιος να βρει κομμάτια που να του θυμίζουν τον εαυτό του, να συναντήσει ίδιους προβληματισμούς με αυτούς της συγγραφέως, και ερωτήματα που τελικά μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα για γόνιμες συζητήσεις.
Η Μάρω Βαμβουνάκη σε αυτό το βιβλίο (που θυμίζει περισσότερο κάποιου είδους μεγάλο σημειωματάριο) προχωρά σε αναλύσεις ψυχικών καταστάσεων και παθολογιών, αναλύσεις που γίνονται από μια πολύ συγκεκριμένη θέση: την θρησκευτική.
Ορίζει την ψυχή ως «πνοή του παντοδύναμου Θεού» και βλέποντας αυτή της την θέση μπορούμε να απαντήσουμε το ερώτημα «τι είδος βιβλίου είναι αυτό;» Αυτό το βιβλίο δεν είναι λογοτεχνικό, ούτε και επιστημονικό, είναι ένα θρησκευτικό βιβλίο.
Εκφράζει την θρησκευτική πίστη της συγγραφέως, και ξεδιπλώνει στις σελίδες του τον τρόπο με τον οποίο εκείνη έχει καταφέρει να δέσει κάποια κομμάτια λογοτεχνίας, ψυχολογίας και θρησκευτικών αποσπασμάτων. Το αποτέλεσμα όμως είναι αρκετά μπερδεμένο, αφού επιλέγει και αποκόβει αποσπάσματα από διάφορες θεωρίες με τρόπο ώστε αυτές να συνδεθούν και να συμπληρώσουν την θεώρηση της για τον άνθρωπο.
Ο τρόπος με τον οποίο απαντά στα ζητήματα που η ίδια βάζει προς σκέψη είναι συγχυτικός και αυτό γιατί προσκρούει στο ερώτημα της ίδιας της θέσης της. Όταν κάποιος γράφει ως λογοτέχνης, δεν καλείται να απαντήσει ποτέ στο ερώτημα «εξ ονόματος ποιανού μιλώ, τι είναι αυτό που με κινητοποιεί να μιλώ;», ερώτημα όμως θεμελιακό για κάποιον στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών και κυρίως για εκείνον που γράφει ως κάποιος που δραστηριοποιείται στον χώρο της ψυχικής υγείας.
Ο άνθρωπος που θέλει να μιλά και να γράφει σαν επιστήμονας ή σαν εργάτης του τομέα της ψυχικής υγείας δεν μπορεί να μιλά ως εκείνος που κατέχει την γνώση του τι είναι ψυχικά υγιής και φυσιολογικός άνθρωπος, μια γνώση την οποία εγγυάται ο θεός ως παντογνώστης.
Το ζήτημα στην πραγματικότητα δεν είναι ποιος είναι ο εγγυητής, αλλά η πίστη ότι υπάρχει κάποιος τέτοιος, κάποιος στον οποίο υποθέτουμε μια γνώση πλήρη και ολοκληρωμένη, κάποιος δηλαδή δίχως έλλειψη. Αυτό είναι ένα θεμελιακό πρόβλημα όχι μόνο στο παρόν βιβλίο αλλά και σε επιστημονικές μελέτες, όπου ο ερευνητής αντιμετωπίζει την επιστήμη από μια τέτοια θέση, δηλαδή σαν εκείνη που μπορεί να απαντήσει αλάθητα στα ερωτήματα. Η επιστήμη όμως είναι αυτή που καλείται να ψάξει, να δώσει απαντήσεις αλλά όντας πάντα πιθανά αμφισβητούμενη. Η επιστήμη αποδέχεται την έλλειψή της, αλλιώς γλιστρά στο να είναι δόγμα.
Στις μέρες μας πολλά βιβλία κυκλοφορούν με τίτλους φανταχτερούς και πολύ δελεαστικούς, που υπόσχονται να αποκαλύψουν το μονοπάτι της ευτυχίας και της πληρότητας. Έτσι και το βιβλίο ετούτο δεν καταφέρνει να προχωρήσει πέρα από τον κοινό λόγο, αυτόν που μας περιβάλλει, όσο και αν το διατείνεται η συγγραφέας, έναν λόγο δηλαδή που να είναι διαφορετικός από αυτόν που υπόσχεται μία «ευτυχία παντού», δηλαδή μορφές του ζην απαλλαγμένες από την ανία.
Είναι αλήθεια πως η έλλειψη στον πολιτισμό μας τρομάζει, πρόκειται για έναν πολιτισμό που υπόσχεται την πληρότητα, όπως και ο τίτλος του βιβλίου για το οποίο μιλάμε: «οι μεγάλες καρδιές γεμίζουν με ελάχιστα» (εκδόσεις «Ψυχογιός», Αθήνα 2010). Είναι όμως πραγματικά ένα ερώτημα: γιατί θα πρέπει οι καρδιές να γεμίσουν; Η φαντασίωση της πληρότητας, έχει γιγαντωθεί στις μέρες μας, έχει βρει χώρο πλέον και στον τομέα του πνεύματος, άνθρωποι, ειδικοί και μη που υπόσχονται την ευτυχία και την ολοκλήρωση σχεδόν εξαναγκαστικά, σαν να μην αφήνεται κανένα περιθώριο στην δυσφορία, στην δυστυχία θα τολμήσω να πω. Το σημαντικό σε τούτη την επισήμανση έγκειται στο θεμελιώδες ζήτημα του αδύνατου και της αδυναμίας, δηλαδή αυτού που οφείλεται σε ένα «δεν τα καταφέρνω» και σε εκείνο που έχει να κάνει με μια θεμελιακή αδυνατότητα, αδυνατότητα που ο καθένας καλείται να τα βγάλει πέρα μαζί της στην ζωή, και που όσο και να την τροφοδοτεί ποτέ δεν θα καταφέρει να της γεμίσει το χάσμα που δεν επιτρέπει τελικά την συνεχή ευτυχία, ίσως τελικά να καταφέρει και το αντίθετο, να τριγυρνά συνεχώς γύρω της προσπαθώντας να την γεμίσει αλλά και ταυτόχρονα μη καταφέρνοντας να μετακινηθεί.»