«Eνώπιον του Θείου Πάθους : Aπό την οδύνη του Σταυρού στην ελπίδα της Αναστάσεως – μία απόπειρα ψυχογραφίας»
Εἶναι ἄνοιξη στά Ἱεροσόλυμα, ὁ ἥλιος ἀπό ψηλά λάμπει μέσα στή βασιλική του μεγαλοπρέπεια, ὅπως κάθε ἄνοιξη. Ἡ γῆ ἔχει βλαστήσει παντοῦ πλούσια τίς πρασινάδες της καί τά κρίνα τοῦ ἀγροῦ πού θά τά ζήλευε παρ’ὅλο τό χρυσάφι καί τήν πορφύρα του, ἀκόμα καί ἕνας Σολομῶντας. Τ’ ἀγέρι εἶναι γλυκό καί ἀνάλαφρο καί σκορπάει παντοῦ, ἰδιαίτερα αὐτή τήν ἄνοιξη εὐωδιές καί ἀρώματα πού σέ μεθᾶνε πιό πολύ καί ἀπό τό δυνατό κόκκινο κρασί. Τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ τιττιβίζουν εὐτυχισμένα καί γλυκοκελαηδᾶνε ἀσταμάτητα τή μεγαλοσύνη τοῦ Πλάστη τους : τ’ ἀηδόνι, τό στρουθίον, ὁ κορυδαλλός, τό τρυγόνι. Τ’ ἀρνάκια μέ τίς μάνες τους βόσκουν ξέγνοιαστα κάτω στόν πράσινο κάμπο καί τά δυνατά κριάρια χτυπιοῦνται ἀναμεταξύ τους μέ τά στριφογυριστά χοντρά τους κέρατα σέ ἀδελφικό ἀγέρωχο πάλαισμα. Στόν ἀντίλαλο τσομπανίσιας φλογέρας μία ὁλόλευκη πεταλούδα παίζει χαρωπά μέ τόν ἴσκιο της, σάμπως νά τήν ξάφνιασε ἕνας τέτοιος ἀπρόσκλητος συνοδός, τόσο πού φαίνεται νά τῆς μοιάζει. Στά πράσινα στάχυα τῶν ὀργωμένων χωραφιῶν ὁ καρπός τοῦ σιταριοῦ ἔχει ἀρχίσει νά μεστώνει καί τό ἀπαλό ἀεράκι δέ χορταίνει νά παίζει μέ τίς ἀκανθωτές τους κεφαλές σφυρίζοντας ἥσυχα τό ἴδιο παμπάλαιο τραγούδι.Τίποτα δέν προμηνύει τήν ἀβάσταχτη συμφορά καί τό μεγάλο κακό!
Εἶναι ἄνοιξη στά Ἱεροσόλυμα, ἡ πλάση ὅλη στήν πιό καλή της ὥρα. Ὁ ἥλιος, ἀφέντης τῆς ἡμέρας, σκορπᾶ ἁπλόχερα τό καθαρό χρυσάφι του δίχως νά τό λυπᾶται σέ ὅλα τά δημιουργήματα, δημιούργημα ὄντας καί ὁ ἴδιος Πανσόφου καί Πλούσιου σέ ἀγαθότητα καί καλοσύνη Δημιουργοῦ. Μέσα στήν ἀνείπωτη ὀμορφιά αὐτῆς τῆς Ἄνοιξης, λίγο ἔξω ἀπό τά Ἱεροσόλυμα σ’ ἕναν ἀντικρυνό χαμηλό λόφο, ὅλα γιορτάζουν ἀπό τό ταπεινό χαμόκλαδο καί τήν ἄψυχη πέτρα, ἀπό τούς πυκνούς θάμνους μέ τό ρεῖκι καί τό θυμάρι καί τήν πόα τοῦ χαμομηλιοῦ μέχρι τό πιό ψηλό κέδρο, ἀπό τό δροσερό νερό πού κελαρύζει μέσα στή μικρή κοίτη χειμάρρου μέχρι τό ξερό κοκκινόχωμα πού τό ρουφᾶ ἀχόρταγα. Ἀπό τή μικροσκοπική μέλισσα πού πετᾶ ἀπ΄ ἄνθος σέ ἄνθος βουϊζοντας μέχρι τό δυσκίνητο χρυσό σκαθάρι, ἀπό τό φίδι πού σέρνεται ἥσυχο στή γῆ μέχρι τά πουλιά πού πετοῦνε ψηλά στόν οὐρανό, ἀπό τήν ἀλεπού καί τά ἄλλα ἀγρίμια τοῦ δάσους μέχρι τά παχειά ἄλογα μέ τήν πλούσια χαίτη πού βόσκουν ἀμέριμνα στό χλωρό χορτάρι. Ὅλα τά πλάσματα τῆς δημιουργίας γιορτάζουν καί εὐφραίνονται αὐτή τήν ἄνοιξη στά Ἱεροσόλυμα, σ’ἕνα λόφο ἔξω ἀπό τήν πόλη. Ὅμως τί φωνές εἶναι αὐτές, φωνές ἀνθρώπων πού ἔρχονται νά ταράξουν μία τέτοια θεσπέσια σιγαλιά; Εἶναι φωνές ἄγριες, θυμωμένες, γεμᾶτες κακία καί βλαστήμιες. Εἶναι φωνές σκληρές γεμᾶτες χλεύη καί πικρή χολή πού στό ἄκουσμά τους ραγίζει ἡ καρδιά καί τά γόνατα παραλύουν. Ποιός μπορεῖ νά τίς ἀντέξει χωρίς οἱ βρύσες τῶν ματιῶν του νά τοῦ αὐλακώσουν τό πρόσωπο καί νά τοῦ θολώσουν τό βλέμμα; Ποιός θά θελήσει νά βάλει στό στόμα του γλυκό ψωμί ἤ νά βρέξει τά χείλη του μέ καθάριο νερό, ὅταν προηγούμενως τέτοιες φαρμακερές λέξεις τοῦ μαύρισαν τήν καρδιά καί τοῦ σκόρπισαν τό νοῦ; Πρίν ἀπό λίγο ὁ μικρός λόφος ἔξω ἀπό τήν Ἁγία Πόλη ἦταν γεμᾶτος χάρες καί ὀμορφιές, τώρα τόν βαραίνει ὅλη ἡ ἀσχήμια τοῦ κόσμου καί τό τοπίο του ἔχει γίνει ἀποτρόπαια σκληρό καί σκυθρωπό. Γιατί δέν εἶναι μόνο οἱ φωνές πού φτάνουν στ’αὐτιά μου, τώρα καί οἱ κόρες τῶν ματιῶν μου δέχονται σκαιό ράπισμα καί βαρειά πληγή.Ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα ἀνυπεράσπιστο καί ἀδύναμο ἔχει πέσει στά ἀκάθαρτα χέρια μιᾶς συμμορίας φονιάδων καί ἀνθρωπόμορφων τεράτων, οἱ ὁποῖοι σέρνουν μέ βία καί ἄκαιρη σπουδή τό ὑποψήφιο θῦμα τους καί τό σπρώχνουν μέ βλαστήμιες καί βίαια χτυπήματα ἐπάνω στόν ὄμορφο λόφο ὄχι βέβαια γιά νά θαυμάσει, τίς περίσσιες χάρες τῆς ἀνοιξιάτικης φύσης , ὄχι γιά νά δεῖ τό ντροπαλό πέταγμα τῆς πεταλούδας ἤ νά ἀτενίσει ψηλά στόν καθαρό οὐρανό τόν ἀετό πού σκίζει τούς αἰθέρες, οὔτε πάλι νά χορτάσει ἡ ματιά του τά παχειά καί χλωρά λειβάδια καί τά ἀγέρωχα ἄλογα πού βόσκουν ἀμέριμνα στό γρασίδι τους, ἀλλά γιά ποιό λόγο, πές μου λοιπόν!
Φρίξε, οὐρανέ, καί στέναξε ἡ γῆ! Ἥλιε μου σκοτείνιασε νά μή δεῖς, ὄμορφη πλάση πάψε τό χαρούμενο τραγούδι σου! Σταυρώνουν πάνω στόν ὑπέροχο ἀνοιξιάτικο λόφο ἐξω ἀπό τήν ἁγία Ἱερουσαλήμ, μέσα στά κρίνα καί τίς εὐωδιές τῆς Ἄνοιξης, μέσα στό πέταγμα τῶν πουλιῶν καί στό ἄκακο βέλασμα τῶν προβάτων, μέσα στήν γιορτή καί τό πανηγύρι τῆς ἀνυποψίαστης καί ἀθώας πλάσης, σταυρώνουν τόν Πλάστη της, σταυρώνουν τό Δημιουργό της, σταυρώνουν τόν αἴτιο τῆς χαρᾶς της, σταυρώνουν τόν Υἱό καί λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὦ συμφορά ἀνείπωτη, ὦ καημέ ἀβάστακτε, ὦ ρομφαία τοῦ πόνου πού χώνεσαι σκληρή μέχρι τῆς καρδιᾶς τά βάθη! Ὅμως ὄχι, ἄν ὁ βασιλιάς καί ἡ κορωνίδα τῆς Δημιουργίας, ὁ ἄνθρωπος, δέν ντράπηκε νά ἀποτολμήσει ἔνα τέτοιο ἀνοσιούργημα ἐνάντια στόν Δημιουργό καί Θεό του, ἡ ἄλογη κτίση ὅμως οἱ πέτρες, τά βουνά, τό χῶμα, ὁ ἥλιος δέν πρόκειται νά ἀντέξουν στή θέα του, οὔτε καί εἶναι διατεθειμένα νά τό κάνουν! Κι ἐγώ ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος μέ τρόμο καί φρίκη γίνομαι μάρτυς τῆς φοβερῆς ἀγανάκτησης καί ἄφωνης, πλήν ἐκκωφαντικῆς καί ἀσύληπτης πικρῆς ὀργῆς τῆς ἄλογης κτίσης. Πόσο τρέμω σάν τό φθινοπωρινό φύλλο, πῶς σέ μιά στιγμή μέσα ἔχασα τή φωνή μου ἀπό τό συγκλονισμό τῆς ψυχῆς μου, πῶς κόπηκαν καί παρέλυσαν τά χέρια καί τά πόδια μου, λίγο ἔλειψε νά σαλέψει ὁ νοῦς μου, τί λέω, λίγο ἀκόμα καί θά πέθαινα, ἄν ἡ ἀνεξιχνίαστη καί παντοδύναμη πρόνοια τοῦ Θεοῦ μου δέ μέ κράταγε στή ζωή! Ποιά λόγια ἀνθρώπινα θά μπορέσουν ποτέ νά περιγράψουν τόν παγκόσμιο θρῆνο τῆς ἄλογης κτίσης γιά τόν δημιουργό της; Πόσο ἀνόσια εἶναι τά χέρια μου πού θά τολμήσουν νά γράψουν γιά τόν ἁγνό καί ἀθῶο αὐτό θρῆνο, πόσο βέβηλη ἡ γλώσσα μου πού θά μιλήσει γιά τό βουβό κλάμμα τῆς πλάσης!
Πρῶτος ὁ ὁλοφώτεινος καί πυρακτωμένος δίσκος τοῦ ἥλιου, πού μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα σκόρπαγε ἁπλόχερα καί ἀρχοντικά τό χρυσαφένιο φῶς του, δέν μπορεῖ νά ἀντέξει στή θέα τοῦ Ἐσταυρωμένου, δέν μπορεῖ νά ἀτενίσει τό Χριστό πάσχοντα ἐπί τοῦ Σταυροῦ χωρίς νά ἀπολέσει τό φῶς του, χωρίς νά σβήσει ὁ φωστήρ αὐτός τῆς ἡμέρας ἀπό προσώπου τῆς γῆς.
Ταυτόχρονα θέλει νά ἁπλώσει ἐπάνω στό δημιουργό του ἕνα πέπλο σκοτεινό πού θά τόν προφυλάξει ἀπό τήν παρατεινόμενη χλεύη καί τό συνεχιζόμενο ἐξευτελισμό τῶν ἀναξίων τοῦ φωτός του λιθοκαρδίων ἀνθρώπων.
Φόβος καί τρόμος μέχρι μυελοῦ ὀστέων κατέλαβε τό ἄνομο πλῆθος τῶν σταυρωτῶν! Ποιός εἶδε μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα μέσα στό καταμεσήμερο τόν ἥλιο στό μεσουράνημά του, στό ἀπόγειό του καί στόν κολοφῶνα τῆς δόξης του νά χάνει ξαφνικά τό φῶς του σάν νά μήν ὑπῆρξε ποτέ, σάν νά μήν ἔλαμψε ποτέ καί ἀπό μεσημέρι νά γίνεται μέχρι τίς 3 τό ἀπομεσήμερο πηχτό σκοτάδι, ἄγρια καί βαθειά μεσάνυχτα, ἀσέληνη νύχτα; Ποιός ἔζησε ποτέ μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα παρόμοια ὀργή Θεοῦ, παρόμοια ἐγκατάλειψη; Μέ τόσο ἀποτρόπαιο καί φρικῶδες σκοτάδι στά μάτια καί στήν καρδιά τους, τί ἄραγε νά σκέπτονταν οἱ σταυρωτές τοῦ Κυρίου; Σίγουρα θά εὔχονταν νά πέθαιναν τήν ἴδια στιγμή, γιατί τό ἔνιωθαν ὅτι ὁ ἥλιος, ὁ ἀγαπημένος καί ποθητός σέ κάθε ἄνθρωπο ἥλιος τους, ὁ ταυτόσημος μέ τήν ἴδια τή ζωή δέν εἶχε ἔτσι τυχαῖα σβήσει τό φῶς του, ξένο θέαμα καί ἀνήκουστο πρᾶγμα καί ἀπίστευτο καί ἀκατανόητο, ἀλλά ἐπειδή δέν ἄντεχε ἄλλο νά βλέπει τά παράνομα καί βλάσφημα ἔργα τους. Ποιά ἄλλη τιμωρία ἐκείνη τήν ὥρα θά μποροῦσε νά ὑπάρξει μεγαλύτερη ἀπό αὐτήν; Ποιό ἄραγε μαρτύριο βασανιστικότερο ἀπό αὐτό; Ποιά καταδίκη τῶν ἔργων τους πιό ἀπερίφραστη καί τελεσίδικη ἀπό αὐτήν; Τό σκοτάδι βασίλευε παντοῦ, ἦταν τόσο αἰσθητό καί πηχτό πού μποροῦσες νά τό ψηλαφήσεις καί νά τό πιάσεις στά χέρια σου. Ἄγγιζε τίς καρδιές μ’ἔνα ἄγγιγμα θανάτου, καί ἄν τό ἀνθρώπινο γένος δέν καταποντίστηκε τότε στή ἄβυσσο τοῦ Ἅδη καί δέν ἐξαφανίστηκε ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς ἦταν γιατί ἡ θεία Φιλανθρωπία καί πρόνοια ἤδη ἀπό τή φοβερή ἐκείνη ὥρα ἀπεργαζόταν καί προετοίμαζε τήν ἐπιστροφή, ἄν τό ἤθελαν, τῶν σταυρωτῶν τοῦ Χριστοῦ, τή μετάνοια καί τή σωτηρία τους. Εἶναι τόσο ἀνεξιχνίαστοι οἱ δρόμοι τοῦ Θεοῦ πού μποροῦν νά γεννήσουν μέσα στήν ψυχή σου ἕναν ἄναυδο θαυμασμό, ἕναν ἱερό τρόμο καί μία βαθειά σάν τήν ἄβυσσο ἐμπιστοσύνη στήν παντοδυναμία, πανσοφία καί ἀνεκδιήγητη Ἀγαθότητά Του. Ὅταν μέσα σ’αὐτό τό φοβερό τιμωρό καί τυραννικό σκοτάδι ἀκούω μιά φωνή νά λέει : «ἤ Θεός πάσχει ἤ τόν πᾶν ἀπόλλυται» σέ ἄλλη μακρινή γωνιά τῆς γῆς –γιατί δέν ὑπῆρξε ἐσχατιά τοῦ ἄθλιου πλανήτη μας, ἡ ὁποία νά μήν δέχτηκε μέσα στά πήλινα σπλάχνα της αὐτό τό παγκόσμιο ζοφερό σκότος-, δέν μπορῶ νά μήν δῶ μέ τά μάτια τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς τό μεγαλειῶδες πάνσοφο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λαχταρᾶ νά ὁδηγήσει τούς πάντες στή θεογνωσία διαμέσου μίας ἀναγκαίας συντριβῆς, ὁμολογίας καί μετανοίας. Ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἔχουν νά κάνουν μέ τό παρόν, διότι ἡ φοβερή αὐτή ὥρα δέν ἀνήκει στούς ἀνθρώπους τούς κατά πάντα ἀναξίους τοῦ ἐλέους καί παρανόμους, παρά ἀνήκει σέ μία συμπάσχουσα μέ τόν Κτίστη της ἄλογη κτίση, ἡ ὁποία σφαδάζει ἀπό ὀδύνη καί θρηνεῖ γοερά καί μέ πόνο τήν ὀρφάνεια της, ἀφοῦ ὁ Πλάστης καί Δημιουργός Της βρῆκε ἀνήκουστο καί ἐπώδυνο θάνατο πάνω στό Σταυρό.
Ἄν ὁ ἥλιος ἔσβησε ἀπό τή λύπη του ἐπάνω στόν οὐρανό, ἡ γῆ ἀπό κάτω σείεται, τρέμει καί κλονίζεται, θέλει νά καταστρέψει τά θεμέλια πού τή συγκρατοῦν καί νά καταποντιστεῖ στήν ἄβυσσο τοῦ χάους καταπίνοντας τούς σταυρωτές τοῦ Κυρίου. Τέτοιο τρομακτικό κλόνο τῆς γῆς, τέτοιον ἀπίστευτο καί ἀδιανόητο καί ἀπερίγραπτο σεισμό τῆς γήϊνης σφαίρας δέν εἶχε ζήσει ποτέ τό ταλαίπωρο γένος τῶν ἀνθρώπων. «Ἡ γῆ ἐσείσθη καί αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν»! Δέν εἶναι ὅλα αὐτά ἔκφραση καί ἐξωτερίκευση ἀνείπωτης ὀργῆς, φοβερῆς ἀγανάκτησης, ἀβυσσαλέας ἐκδικήσεως; Οἱ πέτρες καί οἱ σιδερένιοι βράχοι θρυματίζονται σάν τό ξερό καί φρυγμένο ψωμί καί ἐκσφενδονίζονται μέ μανία καί φοβερό συριγμό πού παραλύει τά μέλη ἐνάντια στούς σταυρωτές. Ποιός νοῦς μπορεῖ νά ἐξηγήσει τά ὅσα συμβαίνουν; Ποιά καρδιά, ἔστω καί ἀσεβής καί μιαιφόνος, μπορεῖ νά ἀντέξει στήν ἰδέα ὅτι ἡ κοσμική τάξη διασαλεύεται, τό σύμπαν καταβαραθρώνεται, τό ἀνθρώπινο γένος ἀποκηρύσσεται ὡς βδελυκτό, μισητό καί ἀνεπιθύμητο, ἡ κορωνίς τῆς δημιουργίας ἐξορίζεται τόσο βίαια ἀπό τά ἄλογα στοιχεῖα τοῦ κόσμου, τήν ἄψυχη γῆ πού ἦταν μέχρι τότε τό ὑποπόδιο τῶν ποδῶν της, τίς βουβές πέτρες πού μέχρι τότε ἔμεναν ἀσυγκίνητες ἐπί αἰῶνες ἀπό τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων, ὅποια καί ἄν ἦταν αὐτά, μά τώρα ἀποχτοῦσαν φωνή, μία σκληρή καί τρομερή φωνή, πού ὅμοιά της δέν εἶχε ἀκούσει ποτέ μέχρι τότε τό ταλαίπωριο ἀνθρώπινο γένος; Ναί, ἡ γῆ ἐσείσθη καί αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν! Οἱ σταυρωτές τοῦ Κυρίου ζοῦσαν τή φοβερή ὥρα τῆς δίκης καί καταδίκης τους, καθώς οἱ πέτρες σχίζονταν μέ τρόπο ἀπερίγραπτο καί ἀκατανόητο καί ἐκσφενδονίζονταν ὁλοῦθε μέ ὀργή, βία καί μίσος σκορπίζοντας στίς ἔνοχες ψυχές τοῦ παρευρισκομένου πλήθους τήν ἀλλοφροσύνη καί τήν ἀπόγνωση. Τήν ἴδια στιγμή μακριά ἀπό τά μάτια τῶν ἀνθρώπων, στόν ἐσωτερικό χῶρο τοῦ Ναοῦ, κάτι ἄλλο πιό φοβερό καί ἀπό τόν κλόνο τῆς γῆς, πιό τρομερό καί ἀπό τό σχίσιμο τῶν πετρῶν συνέβαινε. Τό βαρύ καί πολύτιμο καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ, πού τό κόλπωναν μέ περίσσεια ἱερή χάρη ἀναρίθμητες βελούδινες πτυχές καί πού 100 ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν μαζί νά τό μετακινήσουν ἀπό τό βάρος καί τό πελώριο μέγεθος του, τό Θεῖο αὐτό καταπέτασμα πού κάλυπτε τόν ἱερώτερο χῶρο τοῦ ναοῦ, τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, καί τόν χώριζε ἀπό τό ὑπόλοιπο μέρος τό προορισμένο γιά τόν ἁπλό λαό, τό θεοκόσμητο λοιπόν καί θεοπόθητο αὐτό καταπέτασμα, αὐτό τό ὁρατό σημεῖο τῆς χάρης καί προστασίας τοῦ Θεοῦ πού τόσο πλούσια εἶχε προσφερθεῖ αἰῶνες ὁλόκληρους σ’ ἕνα λαό ἐκλεκτό, περιούσιο καί ἀγαπημένο, ὅμως πάντοτε σκληροτράχηλο καί ἀχάριστο, αὐτό τό θεῖο καί ἱερό καταπέτασμα «ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπό ἄνωθεν ἕως κάτω», χέρι ἀόρατο, αὐστηρό καί τιμωρητικό, τό ἔσχιζε στά δύο δηλώνοντας μέ τόν πιό ἀπερίφραστο καί κατηγορηματικό τρόπο ὅτι ἡ ἱερωσύνη τοῦ θεοῦ ἐγκατέλιπε γιά πάντα τόν «ἑσμό τῶν παρανόμων», τό μιαιφόνο καί θεοκτόνο γένος τῶν Ἰουδαίων! Τί φοβερή ἀντίθεση! Ἀπό τό πέλαγος τῶν εὐλογιῶν καί τόν ὠκεανό τῶν χαρίτων οἱ ἑβραῖοι ἔπεφταν τώρα καί κατακρημνίζονταν στήν ἔρημο τῆς θείας ἐγκαταλείψεως καί θησαύριζαν πάνω στίς κεφαλές τους τήν κατάρα καί τήν τρομερή ἀποπομπή. Πόσο φοβερή καί πλήρης φρίκης καί ψυχικῆς παραλύσεως ἱκανῆς νά διχοτομήσει καί νά ἀποκαρδιώσει τόν ἄνθρωπο πρέπει νά ὑπῆρξε ἐκείνη ἡ ὥρα! Ὁ λαός ὁ περιούσιος ἀποκηρύσεσσεται, ὁ υἱός ὁ ἀγαπημένος ἀποπέμπεται, τό σκεῦος τό ἐκλεκτό θραύεται σέ χίλια κομμάτια. Ὁ Θεός ἐγκατέλειψε τόν Ἰσραήλ, ὁ Θεός ἔδιωξε τόν ἠγαπημένο, ὁ Θεός οὐκ οἶδε τόν περιούσιο. Τό ποτῆρι τῆς ὀργῆς ἔχει ξεχειλίσει. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι πάνω στό Σταυρό, καί πῶς τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ δέ θά σχιστεῖ «ἀπό ἄνωθεν ἕως κάτω»; Ἀλλοίμονο στούς ἀνθρώπους, ἀλλοίμονο πόσο χαμηλά ἔπεσαν : ὁ ἥλιος ἔχασε τό φῶς του, ἡ γῆ κλονίζεται καί σείονται τά θεμέλιά της, οἱ πέτρες σχίζονται, ἡ ἱερωσύνη ἐγκαταλείπει τόν ἀνάξιό της λαό, τό καταπέτασμα σχίζεται ἀπό ἄνωθεν ἕως κάτω. Καί ὅμως! Ἐπειδή Θεός πάσχει, «οὐ τό πᾶν ἀπόλλυται»! Ἡ μακροθυμία τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐμποδίζει τήν ἄβυσσο πού χάσκει κάτω ἀπό τά πόδια τῶν σταυρωτῶν καί ἐπιθυμεῖ μέ ἀλλόκοτη χαιρεκακία καί τρομακτική κακία νά καταπιεῖ τούς αὐτουργούς τοῦ στυγεροῦ ἐγκλήματος τῆς θεοκτονίας, τήν ἐμποδίζει τό ἀνεξιχνίαστο ἔλεος τοῦ Θεοῦ νά ἐπιτελέσει τό δίκαιο ἔργο της καί εἶναι αὐτή ἡ χρηστότητα καί ἡ ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ πού ἀφήνει βουβή καί ἄφωνη τήν ἄλογη κτίση μέσα στό σιωπηλό θρῆνο καί ἀναστεναγμό της, ἀφήνει βουβό καί ἐμένα τόν ταλαίπωρο καί λιθοκάρδιο ἄνθρωπο. Καί ἄν τό πᾶθος τοῦ Θεανθρώπου ἔκανε τόν ἥλιο νά κρύψει τίς ἀκτίνες του, τή γῆ νά χάσει τά βάθρα καί τά στηρίγματά της καί νά παραδοθεῖ σ’ἕναν ἀνείπωτο κλόνο καί συθέμελο συσσεισμό, τίς πέτρες νά σχιστοῦν καί νά κονιορτοποιηθοῦν, ἡ μακροθυμία καί τό ἔλεός Του ὡστόσο ἔκαναν τή δική μου ἔνοχη καί φταῖχτρα ψυχή νά ἀναθαρρήσει καί νά χύσει ποταμούς δακρύων, νά ἐνδυθεῖ σάκκο καί σποδό, νά πενθήσει σάν τό νυχτοκόρακα, νά ἑνώσει τόν ταπεινό της θρῆνο μέ τόν παγκόσμιο θρῆνο ὁλόκληρης τῆς κτίσεως. Ναί, κλαίω κι ἐγώ, σιγοκλαίω μαζί μέ τό χλωρό χορτάρι καί τά κυκλάμινα τοῦ ἀγροῦ, μαζί μέ τά πουλιά πού ἔχουν κουρνιάσει φοβισμένα στίς φωλιές τους, τίς πεταλοῦδες πού σταμάτησαν ξαφνικά τόν ἀνάλαφρο χορό τους. Ὀδύρομαι καί ἀναστενάζω μαζί μέ τά ὄμορφα ἄλογα τοῦ κάμπου πού σέ μιά στιγμή ἔχασαν τόν ἀγέρωχο καί ὑπερήφανο καλπασμό τους, καί τά καλοθρεμμένα πρόβατα πού κι αὐτά στερήθηκαν μονομιᾶς τό χαρούμενο βέλασμά τους.
Δάκρυα αὐλακώνουν τήν ὄψη μου σάν τά ἄγρια κύματα πού αὐλακώνουν τή φουρτουνιασμένη θάλασσα, γιατί ξέρει κι αὐτή νά κλαίει καί νά μοιρολογάει τό Δημιουργό της πού ἔθεσε ὅριο καί φραγμό στήν ἀπέραντοσύνη της τό μικρό κόκκο τῆς ἄμμου. Μιά μυριόστομη θρηνητική κραυγή, ἕνας ὀδυρμός ἀνεβαίνει σά θυμίαμα στόν οὐρανό ἀπ΄ὅλη τή ὀρφανεμένη κτίση : «Προσκυνούμεν σου τά πάθη Χριστέ». Καί ἐγώ, παίρνοντας θᾶρρος ἀπό τή μακροθυμία Του, ἀναβοῶ τά σωτηριώδη λόγια τῆς Ἁγίας Του Ἐκκλησίας : «δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν Σου Ἀνάστασιν»! Γιατί γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους ἔπαθε, τούς οἰκείους καί ἀγαπημένους Του καί ὄχι γιά τήν ἄψυχη καί ἄλογη κτίση. Ναί Θεέ μου, Πλάστη καί Δημιουργέ μου, μή μᾶς ἀφήνεις ὀρφανούς, τή λογική καί τήν ἄλογη κτίση Σου, διόρθωσε μέ τήν Ἀνάστασή Σου τό μεγάλο μας ἔγκλημα, μή μᾶς ἀφήσεις αἰώνιους δεσμῶτες τῆς φοβερῆς φυλακῆς τοῦ Ἅδη τῶν ἁμαρτιῶν μας καί τῶν ἀσυγχώρητων λαθῶν μας, ἀνάτειλε ὡς ἥλιος ὑπέρλαμπρος Σύ ὁ Νοητός Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, μέσα ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο Σου, στόν ὁποῖο ἡ κακία μας καί ἡ ἀγνωμοσύνη μας βιάστηκαν νά σέ κλείσουν, στόν τάφο αὐτό πού ὅμως δέ θά μπορέσει νά σέ κρατήσει φυλακισμένο μέσα του Ἐσένα τήν πηγή τῆς Ζωῆς καί τήν Αὐτοζωή. Σπάσε τίς θεοσκότεινες πύλες τοῦ Ἅδη καί σύντριψε τά κλεῖθρα καί τά δεσμά του, κι ἔλα ὄμορφος καί ποθητός ὡς Νυμφίος, ὁ ὡραῖος κάλλει παρά πάντας ἀνθρώπους. Ἐμεῖς, ναί, Σέ σταυρώσαμε, Ἐσύ ὅμως Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν καί βύθισε στή λησμονιά, μέσα στόν ἄπειρο ὠκεανό τοῦ ἐλέους Σου τό ἀνοσιούργημά μας. Τά δάκρυά μας στέρεψαν, τά στήθη μας δέν ἀντέχουν ἄλλο τά χτυπήματα τῶν χεριῶν μας, σημάδι ἄκαιρης καί ἀνώφελης μεταμέλειας, τά χείλη μας στέγνωσαν καί τά μέλη μας ἀπόκαμαν καί παρέλυσαν ἀπό τήν ἀπόγνωση καί τήν ἀθυμία τῆς ψυχῆς μας. Μαῦρο σκοτάδι καί πυκνή καταχνιά βασιλεύει στίς καρδιές μας, τά λόγια φτώχυναν καί δέν ἔχουν πιά τί ἄλλο νά ποῦν. Ἕνα λεπτό νῆμα μᾶς κρατάει στή ζωή καί αὐτό εἶναι ἡ προσδοκία τῆς δικῆς Σου Ἀνάστασης, Χριστέ μου. Μέσα σέ τρεῖς μέρες, ὅπως τό ἀψευδέστατο στόμα Σου μᾶς ἔχει πεῖ, θά ἀναστηθεῖς, Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐνδόξως ἐκ νεκρῶν. Κουράγιο ἀδέλφια, ἡ σωτηρία μας δέ θ’ ἀργήσει νά ἔλθει. Κουράγιο, ἡ σωτηρία μας ἔρχεται!
Ο Μοναχός