Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος.

Τιμή και Δόξα στους «118»! «Φωτογραφία Οικογενειακή»

Φωτογραφία οικογενειακή ! Καθώς συνήθιζαν τότε . Για να μη χαθεί , να μην ξεχαστεί το κλωνάρι του οικογενειακού δέντρου που φυλλοφόρησε και άνθισε κείνη την εποχή .
Μια γιορτινή μέρα ή κάποια Κυριακή (του `39( ;) … ίσως του `40(;) ) κάλεσαν το φωτογράφο στο σπίτι . Ντύθηκαν τα καλά τους , κατέβηκαν στην αυλή , έστησε ο φωτογράφος το τρίποδο , τακτοποίησε τα πρόσωπα και το σκηνικό , ξεσκέπασε το φακό και …: «Ακίνητοι ! ΄Ένα…Δύο…Τρία…» ! Η φωτογραφία «γράφτηκε στην πλάκα» , εμφανίστηκε , τυπώθηκε και παραδόθηκε κάποια στιγμή στην οικογένεια :

Οικογένεια Δημητρίου Τσιβανοπούλου του Αριστείδη . Επιφανής , προοδευτική και αξιοσέβαστη οικογένεια της Σπάρτης . Στη μέση καθισμένοι οι γονείς : Ο πατέρας, Δημήτριος Τσιβανόπουλος , σοβαρός , μετρημένος , γεμάτος κρυφή περηφάνια για τα θεμέλια ζωής που έβαλε στην οικογένειά του και την κοινωνία . Πλάι του η γυναίκα του η Κανελιώ , συγκαταβατική , καλοσυνάτη , Μάνα κι Ελληνίδα πάνω απ’ όλα , με συνείδηση ήρεμη ότι έπραξε το καθήκον της απέναντι στο Θεό και τους ανθρώπους , ανασταίνοντας με τα νάματα του Θεού και της Πατρίδας πέντε βλαστάρια , πέντε αγόρια , όμορφα , γερά , έξυπνα , καλλιεργημένα , μορφωμένα , έτοιμα ν’ ανοίξουν φτερά και να κατακτήσουν τον κόσμο και τους ουρανούς . Πίσω και γύρω από τους γονείς τα πέντε «Τσιβανοπουλάκια» : Ο Βενιαμίν της οικογένειας , ο Παρασκευάς , με τα αθώα μάτια και το γλυκό , σαν ροδοζάχαρη , χαμόγελο , με το κοντό του το παντελόνι και τις πεσμένες καλτσούλες . Μετά ο Αριστείδης , ο μεγαλύτερος γιος , κατόπιν ο Δημοσθένης , ύστερα ο Γιάννης και τελευταίος ο Σωκράτης . Μια οικογενειακή φωτογραφία γεμάτη ζεστασιά , αγάπη και ανθρωπιά . Πίσω τους υπάρχει μια ιστορία που τους εμπνέει και μπροστά τους ένα μέλλον που θέλουν να το πλάσουν όσο γίνεται καλύτερο . Κανείς τους δε φαίνεται να `χει δει ή να `χει μαντέψει το μαύρο σύννεφο που `χε αρχίσει να μαζεύεται πάνω απ’ τα κεφάλια τους και το σπιτικό τους.

Η φωτογραφία μπήκε σε κάδρο και στόλισε το σαλόνι του αρχοντόσπιτου εκεί στη γωνία Μενελάου και Άγιδος στη Σπάρτη , κοντά στην Ευαγγελίστρια . Πρόλαβε να δει λίγες χαρές της Λευτεριάς , άκουσε τις σειρήνες του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου και τις ζητωκραυγές για τις μεγάλες νίκες του στρατού μας στην Πίνδο και τη Β.΄Ηπειρο . ΄Εζησε τη βαριά νύχτα της κατοχής και λίγο πριν «ξημερώσει» είδε κι άκουσε των γυναικών τα μοιρολόγια και των αντρών τα κλάματα :

Το Φθινόπωρο του 1943 οι Γερμανοί , ανήσυχοι για το άπλωμα της Εθνικής Αντίστασης σ’ ολόκληρη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Λακωνία , πρόβαιναν σε μαζικές συλλήψεις πατριωτών και αντιστασιακών . Τη νύχτα 22 προς 23 Οκτώβρη του 1943 έγιναν μαζικές συλλήψεις και στη Σπάρτη . Μεταξύ των συλληφθέντων και τα τέσσερα «Τσιβανοπουλάκια» , ο Παρασκευάς , ο Δημοσθένης , ο Γιάννης και ο Σωκράτης . Ο Αριστείδης «γλίτωσε» γιατί είχε ήδη φύγει μακριά . Φυλακίστηκαν στην Τρίπολη και γεμάτοι αγωνία περίμεναν να δουν ποια θα `ναι η τύχη τους.

Στις 25 Νοεμβρίου 1943 ένα αντάρτικο τμήμα του Πάρνωνα με επικεφαλής τον Παρασκευά Λεβεντάκη και το Θόδωρο Πρεκεζέ έπραξαν το πατριωτικό τους καθήκον : Έστησαν ενέδρα κοντά στο Μονοδέντρι και χτύπησαν μια γερμανική φάλαγγα σκοτώνοντας κάμποσους γερμανούς κι αιχμαλωτίζοντας άλλους.

Την άλλη μέρα , 26 Νοεμβρίου 1943 , τη μέρα που η Σπάρτη γιόρταζε τον πολιούχο της τον ΄Οσιο Νίκωνα , γερμανικά καμιόνια ξεφορτώνουν στο Μονοδέντρι τους 118 πατριώτες , στήνουν τα πολυβόλα και τους εκτελούν .
«Ο ανθός της πόλης του Λεωνίδα θερίζεται αλύπητα από τη σύγχρονη καρμανιόλα του ναζισμού .Μαζί με τους πρωτοπόρους εμψυχωτές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κομματιάζονται απλοί νέοι άνθρωποι . Μοναδικό τους έγκλημα ο ενθουσιασμός τους και η θέλησή τους να ζήσουν ελεύθεροι …»
(ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΡΟΥΣΑΛΗΣ : Η Πελοπόννησος στο πρώτο Αντάρτικο 1941-1945)

Ποια γλώσσα άραγε μπορεί να περιγράψει το θρήνο και ποια συμπονετική καρδιά να νιώσει τον πόνο των οικογενειών των 118 ηρώων , ιδιαίτερα το θρήνο και τον πόνο του Δημήτρη και της Κανελιώς Τσιβανοπούλου που σε μια στιγμή μέσα είδαν ν’ αδειάζει η φωτογραφία της ζωής τους από τα τέσσερα σπλάχνα τους , τα τέσσερα παιδιά τους , τα τέσσερα ακριβά αγόρια τους ;

«Γέροι , νέοι , παιδιά και μια γυναίκα μαζί τους , οπλισμένοι με την ψυχή τους , δεν θα ντροπιάσουν ως την τελευταία στιγμή την ιστορία τους . Δεν θα κλάψουν . Θα τραγουδήσουν για τον εαυτό τους , για την πατρίδα , για την ελευθερία τους και για το μέλλον τους . Θα παραταχθούν και θα σταθούν όρθιοι σα να μη συμβαίνει τίποτα. Θα γυρίσουν και θα δουν τον Ταΰγετο για τελευταία φορά , κι ένας μικρός ήρωας , πολύ μικρός για να δίνει στόχο στους άντρες του εκτελεστικού αποσπάσματος , βάζει πέτρες τη μία πάνω στην άλλη , ανεβαίνει , στέκεται όρθιος , γίνεται ίσος με τους άλλους . Η ψυχή του ήταν ίση σε ύψος με τις ψυχές των άλλων , έγινε ίσο και το σώμα του . ΄Ισο με το ανάστημα της πατρίδας .
Πέρασαν χρόνια από τότε .
Οι πορτοκαλιές ξανάνθισαν στη Σπάρτη και μαζί τους το χαμόγελο της ζωής .Όμως οι μνήμες των ηρώων της μένουν ζωντανές . Ακόμα και σήμερα συναντά κανείς εκεί μαυροφορεμένες γριούλες , ζωντανά κατάλοιπα μιας τραγικής εποχής . Δεν ξέρουμε , αν ανάμεσά τους βρίσκεται η γριά Τσιβανοπούλου .
Τέσσερα παιδιά είχε χάσει στο Μονοδέντρι .
Κι έστρωνε τα κρεβάτια τους το πρωί και τα ξέστρωνε το βράδυ !»
(ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ )

Τα χρόνια πέρασαν ! ΄Ηρθε (;) η Λευτεριά . Άρχισε ο Εμφύλιος . Τέλειωσε κι αυτός . Η Ελλάδα , αργά και μαρτυρικά , πάσχιζε μέσα στο ασφυκτικό καθεστώς του μετεμφυλιακού κράτους να ορθοποδίσει . Οι τραγικοί γονείς , ο Δημήτρης και η Κανελιώ Τσιβανοπούλου , έδωσαν τη μάχη τους για να δικαιωθεί τουλάχιστον η μνήμη των τεσσάρων παιδιών τους . Την έχασαν κι αυτή . Όχι μόνο κανείς από τους καταδότες δεν τιμωρήθηκε αλλά τουναντίον είχαν αποκτήσει νέα δύναμη κι εξουσία μέσα στο κράτος και την κοινωνία .

Στα 1956 ο Δημήτριος Τσιβανόπουλος του Αριστείδη λυτρώθηκε και πήγε να συναντήσει τα αδικοχαμένα αγόρια του , που τόσο είχε πεθυμήσει η ψυχή του , μετά από 13 ολόκληρα χρόνια . Η χαροκαμένη μάνα , η Κανελιώ , συνέχισε , τελείως μόνη πια , ν’ ανεβαίνει το μαρτυρικό Γολγοθά της , ώσπου «μετέστη προς τη ζωή» , στα 1968 , μετρώντας τις τελευταίες πέντε ανάσες της με το όνομα του κάθε παλικαριού της , των τεσσάρων γιων της που μακέλεψαν οι γερμανοί στο Μονοδέντρι και του άλλου του γιου της , του Αριστείδη , που «σώθηκε» αλλά ποτέ δεν τον ξανάδε από τότε που πήρε τα μάτια του κι έριξε πίσω του μαύρη πέτρα .

Το σπίτι των Τσιβανοπουλαίων ερήμωσε . Στοίχειωσε ! Μόνο οι ψυχές σεργιανούσαν εκεί τις ασέληνες νύχτες αναζητώντας τη ζωή που με βία είχαν αφήσει , τις μνήμες που σκοτώθηκαν , τα γέλια και τις χαρές που κρεμάστηκαν στο Σταυρό , τις αγκαλιές που άδειασαν , τα φιλιά που γεύτηκαν το φαρμάκι , τα μικρά και τα μεγάλα της καθημερινής ζωής , τα σημαντικά αλλά και τα ασήμαντα … τα δωμάτια τα νοικοκυρεμένα απ’ το τελευταίο συγύρισμα τη μάνας , την κουζίνα με τα πιατικά και τα κατσαρολικά και τις πετσέτες όλα στη θέση τους , το σαλόνι , τις βιβλιοθήκες με τα σκονισμένα βιβλία , τις ντουλάπες τις γεμάτες ακόμα με τα ρούχα τους , τα κοστούμια τους , τα πουκάμισά τους , τις γραβάτες τους , τα σχολικά τους βιβλία με τις χειρόγραφες σημειώσεις και τα ονόματά τους , τα κρεβάτια τους που η δύστυχη η μάνα η Κανελιώ τα ξέστρωνε κάθε βράδυ για να κοιμηθούν οι ψυχούλες των παιδιών της και τα `στρωνε πάλι το πρωί , κλείνοντας τα μάτια και φιλώντας τα μαξιλάρια τα μουσκεμένα από το κλάμα τόσων και τόσων χρόνων , γεμάτη παράπονο και γόο βαθύ , γιατί κι αυτό το πρωί έτσι τα βρήκε , ατσαλάκωτα και καλοστρωμένα , όπως τα `τοίμασε το βράδυ .

Ο κύκλος της ζωής για την οικογένεια του Δ. Τσιβανόπουλου έκλεισε στα 1999 όταν πέθανε και ο μεγάλος γιος ο Αριστείδης Τσιβανόπουλος ο οποίος πριν μερικά χρόνια είχε επιστρέψει σε μεγάλη ηλικία και με προβλήματα υγείας από την Αφρική όπου έζησε όλα αυτά τα χρόνια μη μπορώντας να βρει ποτέ τη δύναμη και το κουράγιο να επιστρέψει και ν’αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο την τραγωδία που είχε πλήξει την οικογένειά του .

Έτσι ολόκληρη η οικογένεια Δ.Τσιβανοπούλου ξαναβρέθηκε και πάλι μαζί και σφιχταγκαλιάστηκε στην τελευταία τους κατοικία εκεί στο κοιμητήρι του Αϊ- Γιώργη. Και η οικογενειακή φωτογραφία μετακόμισε από το σπίτι τους (το οποίο στο μεταξύ γκρεμίστηκε) πάνω στο κρύο μάρμαρο του οικογενειακού τάφου . Τραγική ειρωνεία της μοίρας : ΄Ενας Αριστείδης , ο παππούς , «άνοιξε» το μνήμα κι ένας άλλος Αριστείδης ,ο εγγονός, το «έκλεισε» !