Αυτοδιοικητικές Εκλογές. Η ερώτηση και η απάντηση
Γράφει ο Παναγιώτης Ν. Παναγόπουλος*
Αφορμή για την πρώτη μας «γνωριμία» μέσω της δημοσίευσης των παρακάτω σκέψεών μου, στάθηκαν οι επικείμενες αυτοδιοικητικές (Δημοτικές και Περιφερειακές) εκλογές που θα διεξαχθούν στις 26 Μαΐου 2019. Οι εκλογές κάθε είδους (εθνικές, αυτοδιοικητικές κλπ.) από μόνες τους, ως γεγονός, έχουν ιδιαίτερη σημασία και αποτελούν μια ιδανική αφετηρία για ανάπτυξη δημοσίου διαλόγου και προβληματισμού. Αποκτούν όμως ακόμη μεγαλύτερη σημασία, και αυτός είναι ο βασικός λόγος που επέλεξα να εκφραστώ δημόσια, όταν μεγάλη μερίδα των εκλογέων και ιδιαίτερα οι νεότεροι, στα πλαίσια της - κατανοητής εν πολλοίς - τάσης τους να θεωρούν απονομιμοποιημένη κάθε διαδικασία σχετιζόμενη με την πολιτική, τις αντιμετωπίζουν με τρόπο που σε πολλές περιπτώσεις αγγίζει την απάθεια και την αδιαφορία, και εκφράζεται μέσω της προοδευτικά αυξανόμενης αποχής τους από τις εκλογικές διαδικασίες.
Το βασικότερο όλων είναι κατ’ αρχήν να αναρωτηθούμε: τι είναι οι εκλογές; Οι εκλογές δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ερώτηση που απευθύνεται στους πολίτες. Και συγκεκριμένα, στις αυτοδιοικητικές εκλογές η ερώτηση που τίθεται είναι: ποιος θέλω να διαχειριστεί τα ζητήματα της τοπικής κοινωνίας που ζω; Όσο απλοϊκή και αν φαίνεται, η ερώτηση αυτή έχει τεράστια σημασία και βάθος. Κι’ αυτό, γιατί αποτελεί μια ευθεία ερώτηση. Αν αναλογιστούμε το πόσες φορές ρωτηθήκαμε ευθέως, προκειμένου να αποφασίσουμε για θέματα που μας επηρεάζουν άμεσα και καθοριστικά, θα απογοητευτούμε. Η πρόσφατη ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα: Ανεξέλεγκτος κρατικός δανεισμός, μνημόνια, εξαντλητική φορολογία, μακεδονικό ζήτημα κλπ., είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις που ο λαός δεσμεύτηκε χωρίς ποτέ να ερωτηθεί και να ακουστεί επί της ουσίας. Αυτό είναι μεν δυσάρεστο, αλλά ταυτόχρονα και μοιραίο από τη στιγμή που η χώρα μας τελεί σε σχέση ένταξης και εξάρτησης από τεράστιας εμβέλειας και ισχύος συμμαχίες (Ε.Ε., ΝΑΤΟ κλπ.) και συνεπώς ζητήματα όπως τα παραπάνω συζητούνται επί τη βάσει ευρύτερων συμφερόντων με την ταυτόχρονη υποχώρηση των εννοιών της ανεξαρτησίας και της αυτοδιάθεσης των λαών. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι αδύνατον οι εκπρόσωποι ενός κράτους να εκφράζουν μόνον το λαό που τους εκλέγει παραβλέποντας, ακόμη και αν συγκρούονται με τα εθνικά, τα ευρύτερα συμφέροντα στα οποία το κράτος τους εντάσσεται. Και εδώ εντοπίζεται η σημαντικότερη διαφορά των εθνικών από τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Στην ελαχιστοποίηση των δεσμεύσεων και των εξαρτήσεων που εμποδίζουν την έκφραση του λαού από τους εκπροσώπους του. Με λίγα λόγια, η αυτοδιοίκηση διατηρεί ακόμη έναν χαρακτήρα πλατιάς γενικής συνέλευσης, όπου η κάθε κοινωνία επιλέγει τα μέλη αυτής που θεωρεί καταλληλότερα για να διαχειριστούν τα ζητήματα που την απασχολούν, παρέχοντας έτσι τα εχέγγυα αληθινής δημοκρατίας. Η ερώτηση λοιπόν που θέτουν οι αυτοδιοικητικές εκλογές αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, διότι μέσω αυτής δοκιμάζονται οι κατακτήσεις της δημοκρατίας και παρατηρείται διαχρονικά η εξέλιξή της.
Από τα παραπάνω, γίνεται ολοφάνερο ότι η απάντηση στην ερώτηση των αυτοδιοικητικών εκλογών, δηλαδή η ψήφος, είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Η δυσκολία αυτή παρίσταται μεγαλύτερη, αν συνυπολογίσουμε ότι λόγω της φύσης των συγκεκριμένων εκλογών, οι προσωπικές σχέσεις και το συναίσθημα παίζουν καθοριστικό ρόλο, με αποτέλεσμα, συχνά, η ψήφος να λαμβάνει το χαρακτήρα ανταπόδοσης κοινωνικής υποχρέωσης ή έκφρασης φιλίας. Και οπωσδήποτε δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των εκλογέων ψηφίζει με κομματικά κριτήρια ακόμη και στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Είναι γνωστό ότι τα κόμματα, από γενέσεώς τους έχουν εισέλθει για τα καλά και ελέγχουν την τοπική αυτοδιοίκηση, σε σημείο να αποτελούν τους ατύπως αναμετρώμενους στις εκλογές της. Πέρα από το ότι η κατάσταση αυτή αλλοιώνει πλήρως τον χαρακτήρα των συγκεκριμένων εκλογών, αφού ουσιαστικά τις μετατρέπει σε κατά τόπους σφυγμομέτρηση των κομματικών δυνάμεων, η προσφορά των κομμάτων σε τοπικό επίπεδο είναι ελάχιστη. Οι όποιες κατακτήσεις σημειώθηκαν σε ορισμένες τοπικές κοινωνίες είναι, κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους, αποτέλεσμα του αγνού και ακηδεμόνευτου διεκδικητικού σθένους των κατοίκων τους και όχι χορηγία κανενός κόμματος. Τα πολιτικά κόμματα σίγουρα θα μπορούσαν να βοηθήσουν περισσότερο την τοπική αυτοδιοίκηση, όμως μέχρι στιγμής δεν το έκαναν. Ακόμη όμως και αν είχαν κάθε αγαθή προαίρεση να προσφέρουν σε τοπικό επίπεδο, κάτι τέτοιο πλέον είναι αδύνατο λόγω της γενικότερης οικονομικής και πολιτικής ύφεσης. Να θυμηθούμε ότι με κυβερνητικές αποφάσεις του 2015, του 2017 και του 2019 επιχειρείται εμμονικά η – εν είδει επίταξης - δέσμευση των αποθεματικών των ΟΤΑ, οι οποίοι υποχρεώνονται να τα καταθέσουν σε ειδικό λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος, αυθαίρετα και κατά προκλητική παράβαση κάθε έννοιας νομιμότητας και σεβασμού στην λειτουργική ανεξαρτησία και οικονομική αυτοτέλειά τους. Τα πρόσφατα γεγονότα λοιπόν, αποδεικνύουν ότι η ενασχόληση των πολιτικών κομμάτων με την τοπική αυτοδιοίκηση, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, μάλλον βλαπτική παρά ωφέλιμη είναι.
Μετά απ’ όλα αυτά, το ζήτημα που ανακύπτει είναι: Με τι κριτήριο πρέπει να ψηφίσουμε στις αυτοδιοικητικές εκλογές; Την απάντηση την δίνει η ίδια η ερώτηση που αυτές θέτουν. Μοναδικό κριτήριο θα πρέπει είναι η καταλληλότητα του υποψηφίου για την διαχείριση των τοπικών ζητημάτων. Βασική όμως προϋπόθεση προκειμένου να εντοπίσει κανείς ανάμεσα στους πολλούς υποψηφίους τους ικανότερους να διαχειριστούν τα ζητήματα του τόπου του, είναι ο ίδιος να γνωρίζει τα τρέχοντα ζητήματα, να έχει αξιολογήσει τη σοβαρότητά τους και βάσει αυτών να προοικονομεί εκείνα που θα ανακύψουν στο μέλλον. Και στη συνέχεια, απαραίτητο είναι να γνωρίζει όλες τις υποψηφιότητες, ανεξάρτητα από φιλίες, υποχρεώσεις και κομματικές καταβολές. Ο εκλογέας πρέπει να επιδιώκει να έρχεται σε επαφή με τους υποψηφίους, να ακούει τις απόψεις τους πάνω στα τοπικά ζητήματα, να μαθαίνει την ιστορία τους, να αφουγκράζεται τις προθέσεις τους, να εκτιμά τις δυνατότητές τους. Όλα αυτά όμως απαιτούν ενεργοποίηση, τεταμένες αισθήσεις, ανοιχτή σκέψη, γόνιμο διάλογο και διαρκή ενασχόληση. Γιατί τα εφόδια της γνώσης και της ενημέρωσης πάνω στα προηγούμενα θέματα, δυστυχώς, δεν κατακτώνται μόνο με τις περιστασιακές προεκλογικές συζητήσεις, ούτε με την ανάγνωση των προεκλογικών δεσμεύσεων στα ΜΜΕ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Απαιτείται συνεχόμενη σκληρή δουλειά, και αυτό είναι χρέος όλων των ανθρώπων και κυρίως των νεότερων, οι οποίοι είχαν την ατυχία και ταυτόχρονα την τύχη να δουν με τα ίδια τους τα μάτια να υποθηκεύεται το μέλλον τους και το μέλλον των επόμενων γενεών.
Οι περισσότεροι νέοι όμως σήμερα έχουν απονομιμοποιήσει και καταδικάσει στην συνείδησή τους κάθε τι που σχετίζεται με τον χώρο της πολιτικής. Από τη στιγμή που στις μέρες τους βίωσαν στον έσχατο βαθμό την αδυναμία αλλά και την ανικανότητα του πολιτικού συστήματος να υποστηρίξει έστω και στοιχειωδώς την ελληνική κοινωνία, μια τέτοια αντίδραση είναι κατ’ αρχήν κατανοητή. Η θέση αυτή εκφράζεται με την ολοένα και αυξανόμενη αποπολιτικοποίησή τους και με την αποχή τους από κάθε εκλογική διαδικασία. Στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις το ποσοστό αποχής των νέων ξεπέρασε κατά πολύ το 70%, ενώ, πλέον, δεκάδες χιλιάδες νέων αρνούνται μαζικά να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους. Διευκρινίζω ότι δεν αποδοκιμάζω γενικά και χωρίς δεύτερη σκέψη την αποχή από τις κάλπες. Αντίθετα, την θεωρώ βαθιά πολιτική στάση που εκπέμπει ένα ιδιαίτερα σημαντικό και ανησυχητικό μήνυμα. Μια τέτοια στάση όμως, συγκριτικά με την επιλογή της ψήφου, προϋποθέτει πολύ περισσότερη δουλειά σε επίπεδο ενημέρωσης, αναζήτησης και προβληματισμού, αφού μόνον κάποιος που σε επαρκή βαθμό κατέχει και έχει επεξεργαστεί τα απαραίτητα δεδομένα, που αναφέρθηκαν πιο πάνω, μπορεί συνειδητά και υπεύθυνα να δηλώσει ότι δεν θεωρεί κανέναν κατάλληλο να διαχειριστεί τα θέματα που ζητούν επίλυση και αυτά που θα ανακύψουν. Διαφορετικά, η αποχή αποτελεί στείρα αντίδραση, που δεν είναι σε θέση να φέρει την παραμικρή ευαισθητοποίηση και αλλαγή, αλλά αντίθετα αφήνει ελεύθερο το πεδίο στην ανεξέλεγκτη δράση ανίκανων ή επιτηδείων, κάτι που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στην καταστροφή σε κάθε επίπεδο (πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό κλπ.). Υπό τις σημερινές συνθήκες επομένως, είναι παραπάνω από επιτακτικό να ασχολούνται οι νέοι με την πολιτική. Να ενημερώνονται για όσα συμβαίνουν, να συζητούν για τον τρόπο που μπορούν να αλλάξουν τα κακώς κείμενα και να προλάβουν τα λάθη του μέλλοντος, να φέρουν το πάθος, τη ζωντάνια, την ειλικρίνεια και τα οράματά τους για ένα καλύτερο μέλλον στο πολιτικό προσκήνιο, να αποδοκιμάζουν έντονα την επανάληψη κάθε πρακτικής που μας οδήγησε στην σημερινή θεσμική παρακμή και να ελέγχουν με τον πιο αυστηρό τρόπο τον κάθε προσδιοριζόμενο ως «μεσσία». Αλλιώς, κάθε έννοια ελπίδας για κοινωνική αλλαγή και ευρύτερη πρόοδο πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Καταληκτικά, οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι ίσως ο μόνος θεσμός που υ-πάρχει σήμερα για να μας υπενθυμίζει την αληθινή και ουσιαστική έννοια της δημοκρατίας, η οποία, δυστυχώς, βιώνει την πιο βαθιά παγκόσμια κρίση της. Έτσι, είναι επιβεβλημένο ο θεσμός αυτός να θωρακίζεται, να προστατεύεται και να αντιμετω-πίζεται με τον μεγαλύτερο δυνατό σεβασμό και σοβαρότητα και όχι να εκλαμβάνεται ως μια διαδικασία ήσσονος σημασίας. Πρέπει λοιπόν να συναισθανθούμε ότι συνυπεύθυνοι για την αντιμετώπιση των ζητημάτων του τόπου μας είμαστε όλοι και η ευθύνη μας αυτή ενσωματώνεται στην ψήφο μας. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να ασχολούμαστε και να ενημερωνόμαστε διαρκώς για τα τοπικά ζητήματα και να επιλέγουμε εκείνους που θα τα διαχειριστούν με κριτήρια που παρέχουν εγγυήσεις ασφάλειας και ορθότητας στην απόφασή μας. Οι μικρότερες κοινωνίες, όπως η δική μας, προσφέρονται για την αποτελεσματικότερη παρακολούθηση και ενημέρωση των πολιτών πάνω στα τοπικά ζητήματα και στην καταλληλότητα των υποψηφίων να τα διαχειριστούν, αφού, σε σχέση με μεγαλύτερες, όπου επικρατεί χάος ζητημάτων και υποψηφίων, ευκολότερα μπορούμε αφ’ ενός να αντιληφθούμε τα σημαντικά θέματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν για την πρόοδο του τόπου μας και αφ’ ετέρου να εντοπίσουμε τους ανθρώπους εκείνους που ανασαίνουν δίπλα μας και έχουν ενεργή παρουσία στην τοπική κοινωνία, γνωρίζουν και βιώνουν τα προβλήματά της, έχουν προσφέρει σε αυτήν και εμφορούνται από την ειλικρινή διάθεση να αγωνιστούν με μοναδικό γνώμονα το κοινό καλό. Αυτό είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα το οποίο δεν πρέπει να απεμπολήσουμε. Καλώ λοιπόν όλο το λακωνικό λαό, και πιο πολύ τους νέους, με την παρουσία και την ψήφο τους στις επικείμενες εκλογές να αναδείξουν την τεράστια σημασία τους και να εκλέξουν εκείνους, οι οποίοι, μακριά από καιροσκοπισμό και ιδιοτέλεια, θέλουν και μπορούν να βοηθήσουν τον τόπο μας να ανεβάσει το επίπεδό του και να αναδειχθεί σε πρότυπο κοινωνίας. Αντάξιος της ιστορίας του και της γεωπολιτικής του αξίας.
Για μια καλύτερη Σπάρτη. Για μια καλύτερη Λακωνία.
* Δικηγόρος και Δημότης Σπάρτης