ΜΑΝΗ. 1826, καλοκαίρι και Ιούνιος, η Ελλάδα διχασμένη και ο Ιμπραήμ με ορδές Αιγυπτίων εισβάλλει στην Πελοπόννησο απειλώντας να καταπνίξει την επανάσταση εν τη γενέσει της.

Ήταν μια μάχη άγνωστη, μια μάχη που έδωσαν οι ουσιαστικά άοπλες γυναίκες της Μάνης και η οποία απέκτησε μεγάλη για το έθνος μας σημασία, αφού σημειώθηκε την περίοδο που η Επανάσταση κινδύνευε να χαθεί από τις εσωτερικές έριδες που αποδυνάμωσαν τα στρατεύματα και έκαμψαν το ηθικό των αγωνιστών.

Ο Ιμπραήμ που είχε αποβιβαστεί στη Μεθώνη έσπερνε το τρόμο, κατέκαιγε και έσφαζε τους πάντες.

Στο Μανιάκι ο Παπαφλέσσας που επιχείρησε να τον σταματήσει σκοτώνεται μαζί με τους 300 άντρες του μετά τα απανωτά γιουρούσια του στρατού του.

Ο εθνικός διχασμός, βρίσκεται σε όλο του το μεγαλείο με την καθαίρεση του πρόεδρου του νομοτελεστικού σώματος Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και την αντικατάστασή του από τον Κουντουριώτη και τη δημιουργία δύο κυβερνήσεων, μία υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη με έδρα την Τρίπολη και μία δεύτερη υπό τον Κουντουριώτη με έδρα το Κρανίδι.

Τον Αύγουστο ο Ιμπραήμ καταλαμβάνει τη Μονεμβασιά, το Δεκέμβριο φθάνει στο Μεσολόγγι για να ενισχύσει τους πολιορκητές και στις 10-11 Απριλίου καταλαμβάνει την πολιορκημένη πόλη μετά την ηρωική έξοδο με τους 4.000 νεκρούς και τους 6.000 αιχμαλώτους.

Οι ήττες στο πεδίο των πολεμικών επιχειρήσεων των Ελλήνων δεν άφηναν περιθώρια για αισιοδοξία. Τα αισθήματα που κυριαρχούσαν ήταν η φρίκη, η απελπισία και ο φόβος.

Κάτω από αυτό το κλίμα ο Ιμπραήμ επιστρέφει στην Πελοπόννησο με την έπαρση του αήττητου στρατάρχη και τον τίτλο του πορθητή. Από όπου περνά σπέρνει τον όλεθρο και την καταστροφή.

Προκειμένου, δε, να εκμηδενίσει τις πενιχρές αντιστάσεις και με σκοπό να «τιμωρήσει» τους Μανιάτες, στράφηκε προς το μοναδικό ελεύθερο κομμάτι της Ελλάδας, τη Μάνη.

Στόχευε όπως εκτιμάται να την καταστρέψει ολοσχερώς, γιατί διέβλεπε ότι η ελεύθερη Μάνη ήταν μεγάλο και επικίνδυνο εμπόδιο στα σχέδιά του να αποκτήσει τον έλεγχο της Πελοποννήσου.

Φθάνοντας κοντά στη Βέργα του Αλμυρού, όπου οι Μανιάτες είχαν ταμπουρωθεί για να τον αντιμετωπίσουν, ο Ιμπραήμ απαιτεί την παράδοση όλης της Μάνης, γιατί αλλιώς - όπως διαμηνύει - «θα την περάσει όλη από το σπαθί του και δεν θα αφήσει ούτε ίχνος σπιτιού».

Όμως ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης, ο ηγέτης των Μανιατών, απαντά σαν άλλος Λεωνίδας και υπογράφοντας το έγγραφο ως «αρχηγός των Σπαρτιατών» του διαμηνύει: «Σε περιμένουμε με όσας διαθέτεις δυνάμεις. Οι κάτοικοι της Μάνης γράφομε και σε περιμένομε».

Το πρωί της 22ης-6-1826 αρχίζει η διπλή επίθεση του Ιμπραήμ στη Μάνη. Με κατά μέτωπο επίθεση, με 8.000 πεζούς και 2.000 ιππείς εναντίον των περίπου 2.400 Μανιατών στη Βέργα του Αλμυρού.

Τα πλοία αρχικά προσέγγισαν τον όρμο της Μάλσοβας, όμως μετά τον «κανονιοβολισμό» της ναυαρχίδας συνεχίζουν προς τον Όρμο του Δυρού. Στο χωριό του Δυρού δεν υπήρχε σχεδόν κανένας Μανιάτης και οι δυνάμεις του Ιμπραήμ αρχίζουν να αποβιβάζονται τα ξημερώματα της 22ας προς την 23η Ιουνίου.

Στη Βέργα ο στρατός του Ιμπραήμ κυριολεκτικά αποδεκατίζεται από τους ηρωικά μαχόμενους Μανιάτες.

Η ίδια πανωλεθρία περίμενε τον επαρμένο σερασκέρη και στο δεύτερο μέτωπο που άνοιξε στην «καρδιά» της Μάνης, στο Δυρό, όπου οι γυναίκες με τα δρεπάνια του θερισμού, με πέτρες, με ξύλα, με τα δόντια και τα νύχια ακόμα, ξέσχισαν και θέρισαν στην κυριολεξία τις δυνάμεις του.

Οι τρομερές σκηνές άφθαστου ηρωισμού που λαμβάνουν χώρα στο Δυρό και σ’ όλη τη γύρω περιοχή είναι απίστευτου ιστορικού και εθνικού μεγαλείου.

Ο ακαδημαϊκός Δ. Κόκκινος αναφερόμενος στη Μάχη του Δυρού και ιδιαίτερα στις ηρωίδες της Μάνης, τους αφιερώνει τα ακόλουθα λυρικά λόγια:

«Διά μίαν ακόμη φοράν, η δραματική και ηρωική πραγματικότης υπερέβη τας συλλήψεις των θρύλων κατά τον Ιερόν Αγώνα της ανεξαρτησίας μας. Όλα όσα αναφέρονται διά τας γυναίκας της Μάνης, που έτρεξαν εις την μάχην και εκρατούσαν αντί όπλων δρεπάνια, ρόπαλα και πέτρας, ξεπερνούν την φαντασίαν. Είναι ασύλληπτου πολεμικού μεγαλείου. Η Μάνη μάς έδωσε νέας Αμαζόνας…».

Ο Σπαρτιάτης ποιητής Βασίλης Γ. Βλαχάκος γράφει:

Οι Μανιάτισσες

- Λεβεντογέννες ξεφαντώνουν στους αιώνες

σερνικομάνες με τ’ αγόρια αρμαθιά

αντρογυναίκες και σκληρές σαν αμαζόνες

με τα δρεπάνια γιαταγάνια και σπαθιά

ουράνιο τόξο, νίκες και κορώνες

η πίστη στην καρδιά τους θάλασσα βαθιά.

- Πρόσωπα στεγνά από αρχαία τραγωδία

που τρέχουν με τη μοίρα τους ζαλιά

φωνές που φτάνουν σαν ουράνια χορωδία

χείλη που βγάζουν μια αλλιώτικη λαλιά

χορός που κάνει το μοιρολόι μελωδία

θάνατος και ζωή πηγαίνουν αγκαλιά.

- Άνερα στόματα ξερά και πεινασμένα

τα μυστικά τους είναι σ’ όλους φανερά

ένδοξα μέτωπα δαφνοστεφανωμένα

κρατάνε την τιμή τους απίστευτα γερά

μες τη χαρά τα ξεμόνια μονοιασμένα

στου Ματαπά τον πόνο πνίγουν τα νερά.

- Στήθη ’πο πέτρα στο γαλάζιο στημένα

αιώνια θηλάζουν την αθάνατη γενιά

χέρια στιβαρά με ρόζους καμωμένα

οργώνουν τις πέτρες με αξίνες και υνιά

μάτια στο χρέος χρόνια καρφωμένα

φυλάνε καραούλι την αδούλωτη γωνιά.