Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Η Σπάρτη , έτσι ξαπλωμένη νωχελικά στην καταπράσινη κοιλάδα της Λακεδαίμονας, τριγυρίζεται από πέντε χαμηλούς λόφους : Πρόκειται για τον λόφο της Ακρόπολης (παλιά Δεξαμενή) και τον λόφο Κλαράκι στα βόρεια , τον λόφο της Ευαγγελίστριας (Τουρκοβούνι) δυτικά και τους λόφους Τούμπανο ( πίσω από το Κλειστό Γυμναστήριο) και ΞΕΝΙΑ στα νοτιοανατολικά . Ανάμεσα στο λόφο ΞΕΝΙΑ και στο λόφο Τούμπανο αναπτυσσόταν η Κυνόσουρα , μια από τις τέσσερις κώμες-συνοικισμούς της Αρχαίας Σπάρτης , ενώ στο λόφο ΞΕΝΙΑ , σύμφωνα με τα ευρήματα , βρισκόταν (στην αρχαιότητα) η συνοικία των κεραμέων .

Όταν ιδρύθηκε η νέα Σπάρτη από τον Όθωνα , στα 1834 και άρχισε , σταδιακά , να κατοικείται , ανάμεσα στους εύπορους της εποχής που έχτισαν τα μέγαρα , τα όμορφα νεοκλασικά πλουσιόσπιτα , τα μαγαζιά και τις βιοτεχνίες , υπήρξαν και οι φτωχοί εκείνοι που δεν είχαν «πού την κεφαλήν κλίναι» . Αναζήτησαν , λοιπόν , τόπους που η ιδιοκτησία δεν είχε ακόμα απλώσει χέρι πάνω τους , για να στήσουν ένα σπιτάκι για τις φαμελιές τους και οι δυο αυτοί λόφοι βρέθηκαν φιλόξενοι και καταδεχτικοί γι’ αυτούς τους απόκληρους της ζωής .

Σίγουρα κάποιοι τολμηροί «πρωτοπόροι» ξεκίνησαν φτιάχνοντας τα σπιτάκια τους στα πόδια και στις πλαγιές των λόφων κι ύστερα ακολούθησαν κι άλλοι που βρήκαν την ιδέα καλή . Κουβαλώντας τα υλικά (πέτρες , πλίθρες , ασβέστη , άμμο , ξύλα , κεραμίδια κλπ) με την απαραίτητη μυστικότητα που απαιτούσαν οι καιροί και οι καταστάσεις κάθε φορά , και μέσα σε λίγες νύχτες (πολλές φορές ακόμα και μία έφτανε ) , με δουλειά συλλογική (φίλοι , γνωστοί και συγγενήδες βοηθάγανε όλοι) , στήθηκαν τα σπιτάκια των λόφων της Σπάρτης .

Ασβεστωμένα με τη μπατανόβουρτσα , χαμηλά στο μπόι , με κεραμίδια παλιά , μια αυλίτσα μικρή γεμάτη από γλάστρες με λουλούδια , βασιλικά και πρασινάδες , φουντωτές μπουκαμβίλιες καμιά φορά , ασβεστωμένα σοκάκια αναμεταξύ τους , ξύλινα μπλε παραθυρόφυλλα μισόκλειστα στο μεσημεριανό ήλιο με ολόλευκα κεντητά κουρτινάκια από μέσα , γατούλες να χουζουρεύουνε ανάμεσα στα γλαστράκια και μπροστά στα κατώφλια , ένα σκοινί της μπουγάδας απλωμένο από τη μια ως την άλλη άκρη , μια καρέκλα κι ένα τραπεζάκι από ’ξω (αν χώραγε η αυλή), για να κάθεται ο νοικοκύρης όταν ερχότανε από τη δουλειά και να πίνει τον καφέ που του ’φτιανε στο καμινέτο η κυρά του και μέσα μόνο τα χρειαζούμενα για έναν ύπνο , ένα φαΐ και μια ανάσα από τη λιγοψυχιά : Δυο κρεβάτια , ένα τραπέζι , λίγες καρέκλες , ένας νιφτήρας , μια γκαζέρα , μια «καλημέρα» , δυο φωτογραφίες στον τοίχο , ένα ξύλινο ράφι , μια τρακαδούλα , ένα τζάκι … σπιτάκια μικρά , ανθρώποι φτωχοί , στόματα πολλά ! Κι όταν τα βράδια οι λόφοι σκοτειδιάζανε έβλεπες εκεί , να τρεμοπαίζουνε οι λάμπες του πετρελαίου σαν να ’τανε αστέρια που δίνουνε χάρη στο μαύρο ουρανό .

Τα υπόλοιπα είναι μόνο ιστορία .

«Τα χρόνια πέρασαν , αλλάξαν οι καιροί» , πολλά απ’ αυτά τα σπιτάκια των λόφων της Σπάρτης γκρεμίστηκαν και χάθηκαν μαζί με τις ιστορίες ζωής των ανθρώπων που τα κατοίκησαν , σύγχρονα κτήρια υψώθηκαν στη θέση κάποιων εξ αυτών , άλλα γλίτωσαν και μένουν ακόμα εκεί «φύλακες» των λόφων (μερικά έρημα άλλα με ζωή ακόμα) για να θυμίζουν πως εδώ , στα ριζά και στις πλαγιές των δυο αυτών λόφων της Σπάρτης γράφτηκαν σελίδες από το βιβλίο της ιστορίας και της ζωής της.

*Από το υπό έκδοση Λεύκωμα : «Τα όμορφα σπίτια της Σπάρτης»