Γράφει η Ειρήνη Κοκκορού, κοινωνική λειτουργός, απο τη Λέσχη Ανάγνωσης Σπάρτης

Κυριακή 25 Μαρτίου – επτά και μισή το απόγευμα ημέρα της εθνικής μας επετείου. Ημέρα ιστορικής μνήμης. Η μνήμη κάθε λαού ακουμπά και στον πολιτισμό. Και ήταν αυτή η μέρα που επιλέξαμε τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης να διερευνήσουμε μέσα από μια ανοιχτή και ζεστή συνομιλία με έναν συγγραφέα το πώς ακουμπά η προσωπική υποκειμενική μνήμη κι έκφραση του συγγραφέα την καθολική μνήμη και έκφραση της «ομορφιάς» με την έννοια της «ηθικής».

Σκηνικό: Ένας κατ΄εξοχήν χώρος πολιτισμού. Το ισόγειο δωμάτιο της Κουμανταρείου Πινακοθήκης Σπάρτης (Παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης). Ένα δωμάτιο που «κατοικείται» από τους πίνακες της μόνιμης συλλογής της Πινακοθήκης. Σε κάθε μας συνάντηση, θαρρείς πως οι πίνακες περιμένουν κι αυτοί υπομονετικά τις διαφορετικές και πολλαπλές κάθε φορά αναγνώσεις μας, παράλληλα με τις διάφορες και ποικίλες αναγνώσεις των βιβλίων.

«Εν οίκω», τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης. Μαζεμένοι όλοι στο σπίτι μας. Στο δωμάτιο αυτό που γεννήθηκε η Λέσχη Ανάγνωσης και μεγάλωσε συνάντηση τη συνάντηση, ανάγνωση την ανάγνωση τέσσερα χρόνια τώρα.
«Εν οίκω» και η νέα συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, του συμπατριώτη μας διακεκριμένου διηγηματογράφου Δημήτρη Πετσετίδη. Το τελευταίο αυτό βιβλίο του, που άξονας των διηγημάτων του είναι «το δωμάτιο», στάθηκε η αφορμή της συνάντησης μας με τον συγγραφέα. Της συνάντησής μας σε αυτό το εκθεσιακό δωμάτιο της Πινακοθήκης. Η πραγματική όμως προσδοκία της συνάντησης μας, ήταν η χαρά της συνομιλίας μας, μαζί του. Το βιβλίο του - το οποίο κυκλοφόρησε μες το Μάρτιο - είχε προταθεί για ανάγνωση από τα μέλη της Λέσχης και η παρουσία του στη συζήτηση που ακολούθησε της ανάγνωσης δεν πρόδωσε την προσδοκία μας.

Η ευχαρίστηση, που όπως μας εξομολογήθηκε ο Δημήτρης Πετσετίδης, είναι η ποθητή συνθήκη τόσο του ίδιου του συγγραφέα τη στιγμή που γράφει, όσο και του αναγνώστη τη στιγμή που διαβάζει ένα έργο, ήταν παρούσα και σε αυτήν την επαφή και συνομιλία του συγγραφέα με τους αναγνώστες του. Αυτός ο καθαρά προσωπικός κώδικας γραφής που τον χαρακτηρίζει, απλός στην έκφραση του μα τόσο μεστός σε βιωμένη γνώση και αίσθηση, διέκρινε και τον προφορικό λόγο του στην επικοινωνία του μαζί μας. Τίμιος, ειλικρινής, με γνήσιο ενδιαφέρον για το λόγο του συνομιλητή του. Όχι τυχαία βέβαια, αφού όπως ο ίδιος είπε, τη λογοτεχνική γραφή την ταυτίζει με την αισθητική απόλαυση και είναι ο μόνος δρόμος που θα ήθελε να παίρνουν τα βιβλία του στη συνάντησή τους με τους αναγνώστες. Διέκρινε τη λογοτεχνία σε μυθιστορία και αλληγορία. Διαχώρισε σαφώς το γράψιμο του από την αλληγορία που καλλιεργεί την αρετή και στοχεύει στη διδασκαλία, τοποθετώντας το, στη ζώνη της μυθιστορίας όπου σκοπό έχει να παρουσιάσει το ωραίο και να προκαλέσει αισθητική ηδονή στον αναγνώστη. Όρισε το διήγημα, το οποίο ο ίδιος υπηρετεί, ως ένα είδος μυθιστορίας, μια μορφή αφήγησης όπου στόχος της είναι η ταύτιση της αλήθειας με την ομορφιά.

Τρία πρόσωπα, μας υπέδειξε ως συνοδοιπόρους σε αυτόν τον δρόμο από λέξεις. Τα τρία πρόσωπα που μέσα από την μορφή και το περιεχόμενο ορίζουν ένα αφήγημα και οδηγούν τον αναγνώστη στην ευχαρίστηση. Κι αυτά είναι: Ο συγγραφέας, ο αφηγητής και ο ήρωας. Τρία πρόσωπα που, αν και συνυφαίνουν την ιστορία, δεν ταυτίζονται. Παρά την εμμονή του αναγνώστη να ψάχνει το ένα πρόσωπο μέσα στο άλλο κατά την ανάγνωση του διηγήματος. Μια παγίδα στην οποία πιο εύκολα πέφτει ο αναγνώστης που ζει σε μια μικρή τοπική κοινωνία, όπως η πόλη μας, η Σπάρτη. Γνωρίζοντας ως φυσικό πρόσωπο τον συγγραφέα, μπαίνει στον πειρασμό να ψάξει το πραγματικό πρόσωπο του συγγραφέα πίσω από τις λέξεις, και την ρεαλιστική τοπολογία της αφήγησης. Αυτή η παγίδα είναι που έχει οδηγήσει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο Δημήτρης Πετσετίδης στα διηγήματά του γράφει κατά κύριο λόγο για τον εμφύλιο πόλεμο που ταλάνισε και τον τόπο μας. Ο συγγραφέας το ξεκαθάρισε : «Έχω αντλήσει θέματα από τον Εμφύλιο, δεν έχω γράψει για τον Εμφύλιο».

Ένα λογοτεχνικό κείμενο τόνισε ο συγγραφέας σε αντίθεση με έναν ιστορικό κείμενο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Κι αυτό γιατί μόνο μέσα από αυτά που λέει το λογοτεχνικό κείμενο και μόνο από αυτά μπορούμε να πειστούμε για την αλήθεια τους, ακόμη και αν οι ήρωες και χαρακτήρες που διαπραγματεύεται υπήρξαν πραγματικά. Είναι η λογοτεχνική αλήθεια που δεν χρειάζεται επιβεβαίωση. «Δεν κάνω πολιτική γράφοντας» σημείωσε «δεν θέλω να πω τίποτα συγκεκριμένο, μην ψάχνατε για κρυφά συνθήματα πίσω από τις λέξεις, δεν έχω απώτερους σκοπούς καθώς γράφω, ούτε θέλω να προβάλλω μια άποψη. Είμαι πολύ μακριά από την αλληγορία».
Ξεκάθαρος στον τρόπο που πορεύεται στην περιπέτεια της γραφής, μέσα από τα λόγια του διαφάνηκε, πως δίνεται στο άσπρο χαρτί με μια δημιουργική ελευθερία. Χωρίς κανένα προδιαγεγραμμένο σχέδιο γραφής. «Πάντα απέφευγα τον συγγραφέα Θεό που ξέρει εξαρχής τι σκέφτεται ο ήρωας, τι θα αποφασίσει και τι θα πράξει στην πορεία της ιστορίας» θα συμπληρώσει, κάνοντας σαφές πως η διαδικασία της γραφής του, είναι μια διαρκής πάλη με τις λέξεις που θα δώσουν σχήμα στο θέμα του.

Ο συγγραφέας, ο αφηγητής και ο ήρωας συνομιλούν, αλληλεπιδρούν σε όλη την πορεία του γραψίματος σε μια δημιουργία εν τη γενέσει. Ο ίδιος, ως συγγραφέας, προχωρά ελεύθερος στη γραφή αντλώντας το υλικό του από θέματα ρεαλιστικά, εμπειρικά και με την τεχνική προσπαθεί να αναπτύξει το θέμα του ώστε αυτό να συγκινήσει τον αναγνώστη του.
Αναφερόμενος στον Σαραμάγκου συμφωνεί μαζί του, πως «Φαντασία δεν υπάρχει». Μέσα από τα βιώματα, αναδύεται η φαντασία. Τα κοιτάσματα της δικής του γραφής, μας τα φανέρωσε στον εμπειρικό χρόνο της παιδικής του ηλικίας. Είναι αυτά τα ίδια που μετουσιώνονται στα μεταγενέστερα βιώματα του. Και τα οποία δεν τα συνθέτει μόνο η δική του ζωή αλλά και οι ζωές των άλλων ανθρώπων που συναντά.

Στους ανθρώπους που συναντούν τα κείμενα του, όταν αυτά δίνονται στη δημοσιότητα, σε αυτούς ανήκουν τα διηγήματά του, όπως χαρακτηριστικά είπε. Δεν ανήκουν στον συγγραφέα όταν φτάνουν στα βιβλιοπωλεία. Περιμένουν εκεί να παγιδέψουν τον αναγνώστη, να του προσφέρουν την ευχαρίστηση της μαθητείας στην αισθητική. Να τον παρακινήσουν να προχωρήσει λίγο πιο πέρα από το σημείο που βρισκόταν πριν την ανάγνωση. Να τον οδηγήσουν στην παιδευτική του πορεία προς το «ωραίο». Αναγνωρίζει στον αναγνώστη την ευχέρεια να συμπληρώσει ή να προεκτείνει κατά βούληση τον περίπλου του συγγραφέα μέσα από τη καθαρά δική του προσωπική διάφορη – διαφορετική ματιά ως ξέχωρος και ξεχωριστός αναγνώστης. Έτσι με έναν τρόπο μαγικό που μόνο στην τοπολογία της Τέχνης συναντάται, ο αναγνώστης μπορεί να αναγνώσει το έργο του συγγραφέα μέσα από τους δικούς του κώδικες. Μέσα από τη δική του -παράλληλη με τη καθημερινή φανερή ζωή-, μυστική, κρυφή ζωή του. Όλοι, συγγραφείς και αναγνώστες, ζούμε παράλληλες τέτοιες ζωές που δεν τις ανακοινώνουμε, τόνισε. Κι ένα έργο που εκπληρώνει την κοινή ευχαρίστηση αναγνώστη και συγγραφέα είναι ένας κοινός τόπος συνάντησης κι έκφρασης αυτών των εσωτερικών μυστικών ζωών.

Ο Δημήτρης Πετσετίδης κατά ομολογία του, παιδεύεται πολύ για να δώσει την τελική μορφή σε ένα διήγημά του, να το θεωρήσει ολοκληρωμένο και να το παραδώσει στους αναγνώστες του. Επεξεργάζεται, διορθώνοντας ξανά και ξανά το κείμενο. Αποστασιοποιείται από το κείμενο διαβάζοντάς το ως αναγνώστης, ζητώντας τη γνώμη των άλλων, ομότεχνων του συγγραφέων, αγαπητών του προσώπων, και λαμβάνοντας σοβαρά τις υποδείξεις τους, με πρώτο και καλύτερο αναγνώστη και «κριτή» τη γυναίκα του. Είναι σα να υπακούει σε μια φυσική τάξη γραφής, αφού όπως είπε τα βιβλία του απευθύνονται σε άλλους. Γράφει απευθυνόμενος στους αναγνώστες, οπότε σε αυτή τη λογική, ο εν δυνάμει αναγνώστης είναι θεμιτό κι αναγκαίο για τον ίδιο, να έχει λόγο όχι μόνο στην ανάγνωση αλλά και στη γέννηση κάθε κειμένου του.

Γιατί γράφει; Τι τον ωθεί στην γραφή; Δεν απέφυγε αυτή την κλασική ερώτηση του αναγνώστη προς τον συγγραφέα.
Αν και την χαρακτήρισε δύσκολη ερώτηση με δύσκολη απάντηση. Τα αρχικά κίνητρα τα ονομάτισε ως ιδιοτελή.
Η αντίστασή του ως προς την αυθεντία της έδρας μπορεί να έπαιξε το ρόλο της. Μια τραυματική εμπειρία που βίωσε στα μαθητικά του χρόνια, όταν του ζητήθηκε από τον καθηγητή του να διαβάσει μια έκθεσή του. Η σύγκριση της δικής του έκθεσης με την έκθεση ενός συμμαθητή του και η συμβουλή του καθηγητή να καταφύγει στον οδηγό που είχε γράψει ο ίδιος ο καθηγητής για να προσεγγίσει την έκθεση του συμμαθητή του- που πήρε τα εύσημα του καθηγητή- όξυνε το πείσμα του να μην προδώσει τη γραφή του, να της παρασταθεί και να την δικαιώσει, καταθέτοντας- ευτυχώς- στην ευχαρίστησή μας τα διηγήματα του πολλά χρόνια μετά. Άργησε πολύ να γράψει, όπως χαρακτηριστικά είπε. Σε ηλικία 45 χρόνων έγραψε το πρώτο του βιβλίο. Είχαν περάσει αρκετά χρόνια, διαβάζοντας παράλληλα πολύ, δοκιμαζόμενος στη γραφή, επιδεικνύοντας κατ’ εξοχήν εργατικότητα δουλεύοντας ξανά και ξανά τα κείμενά του. Σήμερα δηλώνει ότι γράφει απλά και μόνο αντλώντας ευχαρίστηση από τη διαδικασία της γραφής. «Θα τολμήσω να πω, πως η συγγραφή είναι ένα είδος αυτοερωτισμού» είπε χαρακτηριστικά, ορίζοντας ξεκάθαρα το πλαίσιο της ευχαρίστησης που περικλείει το γράψιμο του. Για την βράβευση του από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο διηγήματος του Ιδρύματος Κώστας και Ελένη Ουράνη για το 2011, δήλωσε πως αν και ποτέ δεν επιδίωξε να βραβευθεί, το αποδέχτηκε ως πολύ μεγάλη τιμή. Η αναγνώριση της δουλειάς του είναι κάτι που δεν τον αφήνει ασυγκίνητο. Ο ίδιος δεν αρέσκεται να επιδεικνύεται ως συγγραφέας. «Ντρέπομαι» είπε χαρακτηριστικά, «Εχει μια δόση έπαρσης».

Συμφωνούμε! Ο Δημήτρης Πετσετίδης εξάλλου, δεν έχει ανάγκη να αυτοσυστήνεται. Το έργο του και η αναγνώρισή του από κριτικούς κι απλούς αναγνώστες μιλάει από μόνο του. Από το 1977 δημοσιεύει διηγήματα του στην εφημερίδα «Τα Νέα», στα περιοδικά «Το Δέντρο», «Γιατί», «Η Λέξη» κ.ά. Ένα διήγημά του, το 1981, πήρε έπαινο στον Β΄πανελλήνιο διαγωνισμό της εφημερίδας «Η Καθημερινή». Το 1986 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του με διηγήματα: «Δώδεκα στο δίφραγκο», «Το παιχνίδι» ( 1991), «Επίλογος στα χιόνια» ( 1993), «Ο Σαμπατές ζει» ( 1998 ), «Τροπικός του Λέοντος» ( 2001 ), «Σε ξένο γήπεδο» (2004), «Λυσσασμένες αλεπούδες» (2007), είναι κάποιες από τις συλλογές διηγημάτων του. Ευάριθμα διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα γερμανικά. Ένα βιβλίο δε, που σύστησε για ανάγνωση στα μέλη της λέσχης μας είναι «Το κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου.

Τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης της Κουμανταρείου Πινακοθήκης Σπάρτης επιλέξαμε αυτή τη φορά να μοιραστούμε μαζί σας την ευχαρίστησή μας από την συνομιλία μας πρόσωπο με πρόσωπο με τον συγγραφέα Δημήτρη Πετσετίδη. Συνειδητά επιλέγουμε να μην αναφερθούμε στα της ανάγνωσής μας, του τελευταίου του βιβλίου, αφήνοντας σας να πλησιάσετε εσείς από μόνοι σας, την ευχαρίστηση της ανάγνωσής του, που είναι και το κύριο ζητούμενο του συγγραφέα, όπως από τον ίδιο εκφράστηκε. Να μαρτυρήσουμε μόνο λίγα από τα εξομολογούμενα μυστικά του ίδιου του συγγραφέα για το τελευταίο πόνημα του. Η συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Εν οίκω» περιλαμβάνει δεκαπέντε ιστορίες, γραμμένες σε μικρή φόρμα οι οποίες ξετυλίγονται μέσα στους τέσσερις τοίχους δεκαπέντε δωματίων. Δεκαπέντε δωμάτια, δεκατρία παράθυρα. Δεκατέσσερις αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο, και μια ακόμη αφήγηση, « εξόχως προσωπική» κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, σε τρίτο πρόσωπο. Οι ίδιοι ή διαφορετικοί ήρωες; Οι ίδιες οι διαφορετικές ζωές; Τα δωμάτια ως σταθερό σημείο αναφοράς, μας θυμίζουν πως στη ζωή κάθε ανθρώπου υπάρχει ένα ακίνητο σημείο από όπου όσες διαδρομές , και σχέσεις κι αν κάνουμε δεν μπορούμε να απομακρυνθούμε. Είναι το σημείο που μας καθορίζει, το δικό μας δωμάτιο, το δικό μας παράθυρο. Και είναι αυτό που καθορίζει το πώς λειτουργούν η μνήμη και η λήθη μέσα στον καθένα μας. Πώς πορευόμαστε στη ζωή και στις σχέσεις μας αλλάζοντας μα παραμένοντας ωστόσο ίδιοι.

«Εν οίκω» - Δημήτρης Πετσετίδης – εκδόσεις Μεταίχμιο. Σας το προτείνουμε ανεπιφύλακτα. Με την παρώθηση ως προς την ανάγνωση του, του ίδιου του συγγραφέα, που έχει ως εξής: «τα πλεονεκτήματα της ανάγνωσης είναι η παιδευτική σχέση που αναπτύσσει κανείς διαβάζοντας με την αισθητική, την έννοια του ωραίου».